Εκλογικά τεχνάσματα
Επειδή η συντηρητική πολιτική (από τη φύση της βαθύτατα αντιλαϊκή) δεν κερδίζει ποτέ την πλειοψηφία του λαού, άρα πρέπει να επιδιωχθεί η διατήρηση της πολιτικής ηγεμονίας εν προκειμένω στην αυτοδιοίκηση, αλλά και σε κάθε θεσμικό επίπεδο με το έλασσον αλλά «νόμιμο» εκλογικό αποτέλεσμα. Αντί δηλαδή η ΝΔ να επιδιώκει την πλειοψηφία με φιλολαϊκές πολιτικές, «κερδίζει» τη «νομιμοποιητική» μειοψηφία με φαλκιδευτικά εκλογικά συστήματα. Άλλωστε, τα εκλογικά τεχνάσματα είναι από τα καλύτερα εδέσματα της παραδοσιακής κουζίνας της Νέας Δημοκρατίας. Μαγειρεύονται με συνταγές της γιαγιάς της, της ΕΡΕ.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, για να στηρίξει η ΝΔ το 42% επιστρατεύει σαθρά επιχειρήματα, ένα από τα οποία είναι: «Το 42% αναδεικνύει κυβέρνηση, γιατί με ίδιο ποσοστό να μην αναδεικνύεται και ο δήμαρχος;». Ειλικρινά είναι ακατάλυτο επιχείρημα!.
Κατ’ αρχήν ποιος είπε ότι το 42% κολακεύει τη δημοκρατία; Εμείς δεν αισθανόμαστε υπερήφανοι από το γεγονός ότι το 42% «κυβερνάει», περιθωριοποιώντας το 58%, το οποίο αποτελεί την πλειοψηφία του λαού. Και δεν δεχόμαστε τον ισχυρισμό ότι, δηλαδή, αυτό γίνεται για την ανάγκη να υπάρξει κυβερνητική αυτοδυναμία και κυβερνητική σταθερότητα. Γιατί η κυβερνητική αυτοδυναμία και η κυβερνητική σταθερότητα δεν πρέπει να εξασφαλίζονται με τη συρρίκνωση της λαϊκής κυριαρχίας.
Αλλά και αν αυτό αποτελεί επιχείρημα για τους οπαδούς της κυβερνητικής σταθερότητας σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, αναιρείται στον τομέα της αυτοδιοίκησης, δεδομένου ότι εκεί η αυτοδιοικητική σταθερότητα δεν επηρεάζεται από την αρχή της δεδηλωμένης.
Εξάλλου, στην αυτοδιοίκηση πρέπει να γίνονται σεβαστές δύο αρχές: α) η αρχή της διευρυμένης δημοκρατικής νομιμοποίησης, η οποία ολοκληρώνεται μέσα από τις διαδικασίες των συνεργασιών στη δεύτερη Κυριακή και β) η αρχή της ακηδεμόνευτης λαϊκής κυριαρχίας των τοπικών κοινωνιών, η οποία υλοποιείται, ως έκφραση διοίκησης, με πρωτοβουλίες των πολιτών, μακριά από πατερναλισμούς και κεντρικές «καθοδηγήσεις». Και οι δύο αυτές θα λειτουργούν υπέρ της συνοχής της τοπικής κοινωνίας. Αντ’ αυτού εισάγει στην αυτοδιοίκηση τον δικομματισμό, ο οποίος διχάζει την τοπική κοινωνία και θέτει την αυτοδιοίκηση υπό τον έλεγχό του. Έτσι, όμως, παύει να είναι αυτοδιοίκηση και γίνεται ετεροδιοίκηση.
Ένα δεύτερο επιχείρημα, περισσότερο σαθρό και απροκάλυπτα λαϊκίστικο, αλλά και βαθύτατα αντιδημοκρατικό, είναι εκείνο το οποίο αναφέρεται στην εξοικονόμηση εκλογικών δαπανών. Αυτό θα μπορούσε να πείσει, αν είχε προηγηθεί η κατάργηση άλλων δαπανών, όπως οι ανωφελείς, οι αλόγιστες, οι ιδιοτελείς και οι κάθε είδους δημόσιες σπατάλες, οι μίζες, οι προμήθειες της διαφθοράς κ.λπ. Εδώ, όμως, στο όνομα του περιορισμού των δαπανών, περιορίζουμε τη δημοκρατία, φαλκιδεύουμε την έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας και μια τέτοια αντίληψη είναι βαθύτατα αντιδημοκρατική, θυμίζει άλλες εποχές, οι οποίες θεωρούσαν περιττή τη λαϊκή κυριαρχία και τις εκλογικές διαδικασίες.
Είναι παραπάνω από βέβαιο ότι αυτή η «λογική», η οποία στοχεύει στον έλεγχο των αποκεντρωμένων και αυτοδιοικητικών θεσμών της δημοκρατίας μέσα από τη συρρίκνωση της συλλογικής λαϊκής βούλησης, θα εξελιχθεί σε μπούμερανγκ απέναντι σε εκείνους που την «κουβαλάνε». Και αποδεικνύει ότι όχι μόνο δεν παραδειγματίστηκαν από τα λάθη των προγόνων τους, αλλά εννοούν να τα επαναλαμβάνουν άκριτα, μη συνειδητοποιώντας ότι βλάπτουν και τους θεσμούς αλλά και την παράταξή τους.
Η λαϊκή βούληση δεν εκφράζεται και δεν «μετριέται» με εκλογικά τεχνάσματα. Εκφράζεται και μετριέται μόνο με την απλή και ανόθευτη αναλογική. Την απλή αναλογική που η συντηρητική παράταξη ουδέποτε αποδέχθηκε, την απλή αναλογική που το ΠΑΣΟΚ υιοθέτησε ως αρχή, αλλά δεν υλοποίησε, εκτός από τη γνωστή πρόταση του 1989 προς την Αριστερά, την οποία οι ηγεσίες της αρνήθηκαν, προκρίνοντας άλλες επιλογές.