Δεν νοείται ανάπτυξη χωρίς σταθερότητα τιμών

Σε αυτές τις εξελίξεις προστίθενται κι άλλοι παράγοντες, όπως είναι η μείωση των επιτοκίων και η αύξηση της κατανάλωσης, που ενισχύουν τις πληθωριστικές πιέσεις, αλλά, από την άλλη μεριά, συμβάλλουν σημαντικά στην αύξηση του ΑΕΠ!

Πράγματι οι οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα επιβεβαιώνουν ότι ο χαμηλός πληθωρισμός και η πρόοδος προς τη σταθερότητα των τιμών συντελούν στην ταχύτερη άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας, δηλαδή στην ταχύρυθμη αύξηση του ΑΕΠ.

Κι ενώ έπρεπε στο σημείο αυτό ακριβώς να εντοπίζονται οι αρνητικές συνέπειες από την υπέρμετρη αύξηση της κατανάλωσης και την αύξηση των καταναλωτικών δανείων, στη χώρα μας οι κραυγές περιορίζονται μόνο σχεδόν στην υπερχρέωση των ελληνικών νοικοκυριών. Γιατί χωρίς διαρθρωτικά μέτρα αντιστάθμισης των σχετικών αρνητικών επιδράσεων από την αύξηση της ζήτησης και της πιστωτικής επέκτασης εντείνονται οι πληθωριστικές πιέσεις. Είναι αλήθεια ότι η επεκτατική αυτή επίδραση της κατανάλωσης και της υπερχρέωσης των νοικοκυριών μετριάζεται κάπως από τη μείωση των εσόδων από τόκους και από τη συνεχιζόμενη απαξίωση του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

Πέρα από τις επισημάνσεις αυτές για την ελληνική πραγματικότητα συμβαίνουν και μερικά οικονομικά παράδοξα, τα οποία καταδεικνύουν σε πόσο βαθμό τα διαρθρωτικά προβλήματα μεταβάλλουν τις ενδείξεις για θεραπεία σε οδυνηρές αντενδείξεις. Σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι η χώρα μας πρέπει να εξασφαλίζει συνεχώς υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (διπλάσιους σχεδόν από τον μέσο ευρωπαϊκό) για να συγκλίνει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδος προς το ευρωπαϊκό σε είκοσι χρόνια! Από την άλλη όμως μεριά, η επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται, όπως προβλέπεται για το 2005 και τα επόμενα χρόνια, ότι θα συμβάλει στη συγκράτηση των πληθωριστικών πιέσεων!

Υπάρχει κι άλλο παράδοξο. Η αύξηση των δανείων και, φυσικά, της κατανάλωσης είναι αναγκαία για την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης. Εκτιμάται ότι για την επίτευξη ρυθμού ανάπτυξης γύρω στο 4% απαιτείται αύξηση της κατανάλωσης περίπου κατά το ίδιο ποσοστό. Αυτό προϋποθέτει αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, μείωση της ανεργίας και βελτίωση των προσδοκιών των νοικοκυριών για τις οικονομικές εξελίξεις. Όλα, όμως, αυτά αποτελούν σοβαρές αντενδείξεις, αφού προκαλούν άνοδο του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου, συρρίκνωση των πόρων για επενδύσεις και πληθωριστικές πιέσεις που συντρίβουν το υπόβαθρο για σταθερότητα των τιμών.

Το συμπέρασμα, λοιπόν, που προκύπτει είναι ότι η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να είναι εγκλωβισμένη σε διαρθρωτικά προβλήματα, τα οποία πρέπει να αντιμετωπισθούν τώρα, δηλαδή μετά την κρίση, ακόμη γρηγορότερα και ίσως σε μια νοοτροπία που έχει στοιχίσει πολύ ακριβά στη χώρα μας και που συνίσταται στην εφαρμογή ή την πρόταση για εφαρμογή επεκτατικής ή «επιθετικής» οικονομικής πολιτικής χωρίς να υπάρχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις. Διότι σε καμία χώρα δεν μπορεί να εφαρμοσθεί επεκτατική οικονομική πολιτική με δημόσιο χρέος 100% του ΑΕΠ, με επικίνδυνα ελλείμματα στο ισοζύγιο, με χαμηλή ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα και, φυσικά, με μύριες αγκυλώσεις και διαρθρωτικά προβλήματα. Ας γίνει, επιτέλους, μάθημα το τραγικό πάθημα από την επεκτατική πολιτική, η οποία εφαρμόσθηκε μεταξύ 1979 και 1985 και η οποία οδήγησε στην κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας, επειδή ακριβώς δεν αντιμετωπίζονταν και τότε οι διαρθρωτικές αγκυλώσεις.


Σχολιάστε εδώ