Χωρίς ουσιαστικούς όρους το ελληνικό «ναι» στην τουρκική ενταξιακή πορεία!

Η πραγματικότητα, δυστυχώς, δεν είναι ακριβώς έτσι. Η ελληνική πλευρά, με τη γνωστή πολιτική τής υποστηρίξεως της τουρκικής ενταξιακής πορείας, ως δήθεν στρατηγικού ελληνικού συμφέροντος, κινδύνευσε να υποστεί στο θέμα του Πρωτοκόλλου μια εξευτελιστική διπλωματική ήττα. Σε ένα θέμα δηλαδή, το οποίο συμφωνήθηκε στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου ως το ελάχιστο που έπρεπε να κάνει η Τουρκία για την επιβεβλημένη διπλωματική αναγνώριση της Κύπρου, χώρας μέλους σήμερα της ΕΕ, με την οποία η Άγκυρα συνδιαπραγματεύεται υποχρεωτικά την ένταξή της.

Με τη δήλωσή της η Άγκυρα υπαναχώρησε και από αυτήν την υποχρέωση που ανέλαβε ως προϋπόθεση για να της δοθεί τον Δεκέμβριο ημερομηνία για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Η βρετανική προεδρία, σε πλήρη συμπαιγνία με την Άγκυρα, έσπευσε να την καλύψει και να κάνει καθετί δυνατό για να αποφύγει εμπλοκή στην έναρξη των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων στις 3 Οκτωβρίου.

Η έναρξη των διαπραγματεύσεων δεν ήταν αυτονόητη και βέβαιη μέσα στο νέο πολιτικό σκηνικό που δημιούργησε η αντίθεση στο λεγόμενο Ευρωσύνταγμα και η επικράτηση του «όχι» στα δημοψηφίσματα της Γαλλίας και της Ολλανδίας. Πολύ περισσότερο, όταν η διαφαινόμενη τότε καθαρή νίκη των Χριστιανοδημοκρατών στις γερμανικές εκλογές, με τη δεδηλωμένη αντίθεσή τους στην τουρκική ένταξη, ενίσχυε αποφασιστικά τον δικαιολογημένο ευρωσκεπτικισμό για την Τουρκία και την ενταξιακή της προοπτική.

Η βρετανική προεδρία προσπάθησε να κάνει μπούμερανγκ για την ελληνική πλευρά την αντιδήλωση των «25»

Η βρετανική προεδρία βρέθηκε σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση μετά τη δυναμική παρέμβαση του γάλλου πρωθυπουργού Ντε Βιλπέν. Ο τελευταίος ύψωσε τον πήχη στο Κυπριακό και έθεσε ως αυτονόητο και αναγκαίο όρο για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας την αναγνώριση όλων των χωρών μελών της ΕΕ, περιλαμβανομένης της Κύπρου.

Για να εξουδετερώσει τη γαλλική υπερφαλάγγιση και να υποχρεώσει τη Γαλλία σε αναδίπλωση, η βρετανική προεδρία έσπευσε προς την ελληνική πλευρά. Επικαλέσθηκε τη γνωστή πολιτική της υπέρ της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, που δήθεν «συμφέρει» την Ελλάδα, και τον «κίνδυνο» να δημιουργηθεί εμπλοκή στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας «εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων»!

Η Αθήνα, παρασύροντας στην πολιτική αυτήν τη Λευκωσία, έδειξε άκρα επιφυλακτικότητα απέναντι στη νέα γαλλική τοποθέτηση και έσπευσε να δηλώσει ότι πρέπει οπωσδήποτε να αρχίσουν στις 3 Οκτωβρίου οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας, αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί ότι δεν τίθεται σε καμία περίπτωση για την ελληνική πλευρά θέμα βέτο.

Η βρετανική προεδρία, έχοντας οριοθετήσει με τον τρόπο αυτό την πολιτική τής ελληνικής πλευράς, επεδόθη σε ένα φιλόδοξο παιχνίδι, με στόχο όχι απλώς να καλύψει την Τουρκία αλλά να καταστήσει επιπλέον την αντιδήλωση των «25» μπούμερανγκ για την ελληνική πλευρά.

Συγκεκριμένα, παρουσίασε ένα σχέδιο δηλώσεως με το οποίο επεδίωξε τρεις βασικούς στόχους:

Πρώτον, να συνδέσει την αναγνώριση της Κύπρου από την Τουρκία με την επίλυση του Κυπριακού. Δηλαδή να είναι υποχρεωμένη η Τουρκία να αναγνωρίσει όχι τη σημερινή Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά το νέο κράτος που θα προκύψει μετά την επίλυση του Κυπριακού. Με δεδομένη μάλιστα την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από την ελληνική πλευρά, η τελευταία θα προβαλλόταν ως «υπεύθυνη» για τη μη λύση του Κυπριακού.

Δεύτερον, να παραπέμψει, με δήλωση των «25», το Κυπριακό στο διπλωματικό πλαίσιο του ΟΗΕ και των «καλών υπηρεσιών» του Κόφι Ανάν και να αποτρέψει την εμπλοκή της ΕΕ, που είναι προνομιακό διπλωματικό πεδίο για την ελληνική πλευρά, ιδιαίτερα σήμερα που η Κύπρος είναι ισότιμο μέλος της ΕΕ.

Τρίτον, να καλύψει την Άγκυρα για τη μη εφαρμογή, στην περίπτωση της Κύπρου, του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Ενώσεως.

Η ελληνική πλευρά πείσθηκε με την αντιδήλωση των «25» να δεχθεί χωρίς κανέναν άλλον όρο το διαπραγματευτικό πλαίσιο Τουρκίας – ΕΕ

Η ελληνική πλευρά, έχοντας δηλώσει εκ των προτέρων ότι δεν προτίθεται σε καμία περίπτωση να θέσει βέτο, βρέθηκε σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση να διαπραγματευθεί αποτελεσματικά το κείμενο της αντιδηλώσεως των «25» και να αποφύγει αυτά που επεδίωκε να περιληφθούν η βρετανική προεδρία. Η τελευταία υπενθύμιζε σταθερά ότι ήταν απαραίτητη και η δική της σύμφωνη γνώμη για να εγκριθεί από τους «25» η κοινή δήλωση. Σε διαφορετική περίπτωση δεν θα γινόταν δήλωση των «25» αλλά θα έμενε ως μόνη αντίδραση στην τουρκική δήλωση η θέση που είχε εκφράσει η προεδρία. Η Αθήνα εξάντλησε τα πυρομαχικά της για να επιτύχει ένα βελτιωμένο κείμενο αντιδηλώσεως που δεν θα την εξέθετε και δεν θα υπονόμευε καίρια τη θέση της Κύπρου στην ΕΕ, και συναίνεσε σιωπηρά στο διαπραγματευτικό πλαίσιο Τουρκίας – ΕΕ.

Η ελληνική πλευρά δεν έθεσε κανένα νέο όρο, με άλλοθι τον ισχυρισμό ότι αυτό θα ήταν πέρα από τις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής του Δεκεμβρίου. Η συναίνεση της ελληνικής πλευράς ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη για τη βρετανική προεδρία, που προσπαθεί να αποτρέψει νέους, αυστηρότερους όρους που προωθούν η Γαλλία και η Αυστρία. Το στοιχείο αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαπραγμάτευση του κοινού κειμένου της αντιδηλώσεως των «25».

Η ελληνική πλευρά, σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, ανέλαβε επιπλέον την υποχρέωση να μην εγείρει νέους όρους κατά την πορεία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Αναρωτιέται κανείς με ποιον τρόπο θα βοηθήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας την επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, όταν η επίλυσή τους παραμερίζεται συστηματικά ως προϋπόθεση προόδου και προβάλλονται γενικές αρχές, που ερμηνεύονται από κάθε πλευρά κατά το δοκούν.

Εάν η Τουρκία δεν εφαρμόσει το πρωτόκολλο τελωνειακής ενώσεως, απλώς δεν θα ανοίξουν προς διαπραγμάτευση τα σχετικά κεφάλαια

Η αντιδήλωση των «25» αρχίζει με την επισήμανση ότι η δήλωση, με την οποία η Άγκυρα συνόδευσε την υπογραφή του Πρωτοκόλλου τελωνειακής ενώσεως «είναι μονομερής, δεν αποτελεί μέρος του Πρωτοκόλλου και δεν έχει νομικές επιπτώσεις στις υποχρεώσεις της Τουρκίας σε σχέση με το Πρωτόκολλο».

Η διατύπωση αυτή είναι ικανοποιητική για την ελληνική πλευρά. Ικανοποιητική είναι η διατύπωση και του πρώτου μέρους του επομένου άρθρου 3 που αναφέρεται στην εφαρμογή του Πρωτοκόλλου, χωρίς διακρίσεις, για όλες τις χώρες.

Στο δεύτερο όμως μέρος του ίδιου άρθρου, για να μη δημιουργούνται αυταπάτες σχετικά με την εφαρμογή του πρωτοκόλλου, δηλώνονται τα εξής: «Η Κοινότητα και τα κράτη-μέλη τονίζουν ότι η έναρξη των διαπραγματεύσεων στα σχετικά κεφάλαια εξαρτάται από την εφαρμογή εκ μέρους της Τουρκίας των συμβατικών υποχρεώσεών της έναντι όλων των κρατών-μελών».

Με απλά λόγια, οι κυρώσεις εις βάρος της Τουρκίας, στην περίπτωση που δεν εφαρμόσει το Πρωτόκολλο σε ό,τι αφορά την Κύπρο, θα είναι να μην αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις για τα κεφάλαια που συνδέονται με το Πρωτόκολλο! Δηλαδή να μην αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις σε 2 ή 3 κεφάλαια από τα 36 που είναι υπό διαπραγμάτευση. Προφανώς, δεν έχει κανένα πρόβλημα η Άγκυρα να παραπέμψει τα κεφάλαια αυτά προς το τέλος, σε 10 ή 15 χρόνια!

Ως ταπεινή παρηγορία για την ελληνική πλευρά, προσετέθη στο τέλος του σχετικού άρθρου 3, η εξής αόριστη παράγραφος: «Η μη πλήρης εφαρμογή των υποχρεώσεων θα επηρεάσει τη συνολική πρόοδο των διαπραγματεύσεων»!

Η αναγνώριση της Κύπρου παραπέμπεται σε βάθος χρόνου

Στο επόμενο άρθρο 4 γίνεται αναφορά στο θέμα της αναγνωρίσεως της Κύπρου. Στο πρώτο μέρος επιβεβαιώνεται η αναγνώριση από τους «25» της Κυπριακής Δημοκρατίας ως μόνου «υποκειμένου Διεθνούς Δικαίου».

Η προσφιλής στη βρετανική πλευρά διατύπωση αυτή ενέχει και τον υπαινιγμό της αντιδιαστολής μεταξύ πολιτικής και νομικής πραγματικότητας. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον η Κύπρος έχει ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως Κυπριακή Δημοκρατία και καλύπτεται από τη Συνθήκη Προχωρήσεως, δεν είναι δυνατόν μια δήλωση των «25» να μην το επιβεβαιώνει.

Το σημαντικότερο είναι αυτό που ακολουθεί και αναφέρεται στην αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως χώρας μέλους της ΕΕ, από την Τουρκία. Το κείμενο βελτιώθηκε και η αναγνώριση αναφέρεται ως «απαραίτητο συστατικό της ενταξιακής διαδικασίας». Στα προηγούμενα σχέδια δηλώσεως η αναγνώριση συνδεόταν με την ένταξη, με την ευτυχή περάτωση δηλαδή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων και την ένταξη της Τουρκίας.

Σε ό,τι αφορά τον χρόνο της αναγνωρίσεως, αναφέρεται «το συντομότερο δυνατόν», μέχρι δηλαδή την επίλυση του Κυπριακού. Στο άρθρο 6 γίνεται λόγος για παρακολούθηση της προόδου που θα συντελεσθεί στην εφαρμογή του Πρωτοκόλλου κατά τη διάρκεια του 2006. Η σημασία της πρόνοιας αυτής περιορίζεται από το είδος των προβλεπομένων ασήμαντων κυρώσεων, σε περίπτωση μη εφαρμογής, για τις οποίες έγινε λόγος παραπάνω.

Το τελευταίο άρθρο 7 αναφέρεται στην υποστήριξη από τους «25» των προσπαθειών του Γ.Γ. του ΟΗΕ Κόφι Ανάν για την επίλυση του Κυπριακού. Το κείμενο είναι και στο άρθρο αυτό βελτιωμένο σε δύο σημεία. Κατά πρώτον λόγο, η αναφορά στον ΟΗΕ ως διπλωματικού πλαισίου για την επίλυση του Κυπριακού, δεν έχει χαρακτήρα αποκλειστικό. Κατά δεύτερον λόγο, γίνεται αναφορά, ως βάσεως για τη λύση του Κυπριακού, στις αρχές «επί των οποίων είναι θεμελιωμένη η ΕΕ».

Αυτό που θα έπρεπε, μετά την ένταξη της Κύπρου, να αποτελεί τη βάση και τη στρατηγική για μια δίκαιη ευρωπαϊκή λύση του Κυπριακού, εισάγεται ως συμπληρωματική αναφορά σε συνδυασμό με τις προσπάθειες του Κόφι Ανάν. Αντιπροσωπεύει όμως, έστω και με τη μορφή αυτή, μια πρόοδο και με την έννοια αυτή μπορεί να χαιρετιστεί ως μια μικρή νέα αρχή.

Συμπερασματικά, <Δ> η ελληνική πλευρά αντιπαρήλθε μια νέα μεγάλη ευκαιρία να επανατοποθετήσει τα ελληνοτουρκικά θέματα και το Κυπριακό πάνω σε μια νέα και στέρεη στρατηγική βάση. Η Τουρκία ουσιαστικά πήρε αυτό που ήθελε, που αποτελεί για αυτήν ένα τεράστιο στρατηγικό κέρδος, ανεξάρτητα από τις Συμπληγάδες μέσα από τις οποίες θα περάσει και από την τελική έκβαση της πορείας της.

Κατόρθωσε συγκεκριμένα, με τις υποχωρήσεις της ελληνικής πλευράς, να αποσυνδέσει και να παραμερίσει από την ενταξιακή της πορεία τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό. Παρέπεμψε σε βάθος χρόνου την αναγνώριση της Κύπρου και την εφαρμογή ακόμη του Πρωτοκόλλου, που ήταν η ελάχιστη υποχρέωση, που ανέλαβε ως αντάλλαγμα για την παροχή σε αυτήν ημερομηνίας ενταξιακών διαπραγματεύσεων, με τη συγκατάθεση της ελληνικής πλευράς.

Κατόρθωσε επίσης να καταστήσει ουσιαστικά όμηρο της ενταξιακής της πορείας την ελληνική πλευρά, που βολεύεται να εκτιμά ότι δήθεν η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας θα αποτελέσει νέο κεφάλαιο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Η πραγματικότητα είναι ότι η ελληνική πλευρά είπε «ναι» στην τουρκική ενταξιακή πορεία χωρίς ουσιαστικούς όρους. Απεμπόλησε μια ιστορική ευκαιρία να επανατοποθετήσει ρεαλιστικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και να οριοθετήσει αποφασιστικά την υποστήριξή της στην τουρκική ευρωπαϊκή προοπτική. Η Τουρκία μπορεί σήμερα να πορεύεται με ελληνική υποστήριξη προς την Ευρώπη και ταυτόχρονα να αλωνίζει με την αεροπορία της στο Αιγαίο, να διατηρεί το casus belli για τα 12 μίλια, να διεκδικεί γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο και να συνεχίζει την κατοχή στην Κύπρο μέχρι μια αποδεκτή απ’ αυτήν «λύση» του Κυπριακού με βάση τα τετελεσμένα γεγονότα.

Η ελληνική πλευρά δεν μπορεί να παραιτείται μονομερώς από τα στρατηγικά διπλωματικά της πλεονεκτήματα και να πανηγυρίζει για μικρά κέρδη σε τακτικό επίπεδο.

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου


Σχολιάστε εδώ