Πολιτική κρίση προκαλεί ο νεοφιλελευθερισμός στη Γερμανία

Άμεση και δραματικότερη συνέπεια της αποστροφής των Γερμανών προς τα δύο μεγάλα κόμματα αποτέλεσε η αδυναμία τους να σχηματίσουν ακόμη και κυβέρνηση συμμαχίας, αξιοποιώντας μόνο τους παραδοσιακούς τους συμμάχους: οι μεν Σοσιαλδημοκράτες τους Πράσινους, οι δε Συντηρητικοί τους Φιλελεύθερους.

Η σημαντικότερη έκπληξη προήλθε από τον συντηρητικό συνασπισμό CDU/CSU. Όταν ο Σρέντερ ανακοίνωσε την επομένη των εκλογών στη Βόρεια Ρηνανία Βεστφαλία πως θα καταφύγει σε πρόωρες εκλογές, προσπαθώντας έτσι να ανακόψει την ταχύτατη πορεία πτώσης της επιρροής του, και μέχρι τον Ιούλιο το ποσοστό που λάβαιναν οι Συντηρητικοί από τις δημοσκοπήσεις έφθανε ακόμη και το 50%, ενώ φαινόταν κάτι περισσότερο από βέβαιη η δημιουργία κυβέρνησης με τους Φιλελεύθερους που είναι ένα κόμμα φιλικό προς τις επιχειρήσεις και τον οικονομικό ανταγωνισμό. Από τον Αύγουστο και μετά, όμως, η δημοτικότητά τους άρχισε να φθίνει. Αιτία για πολλούς ήταν η ίδια η υποψήφια Μέρκελ και συγκεκριμένα η έλλειψη επικοινωνιακών χαρισμάτων. Ερμηνεία εξαιρετικά βολική, αν πρέπει να μείνει ασχολίαστη η φρίκη που ένιωσαν οι Γερμανοί τη στιγμή που η Μέρκελ, βλέποντας να παίζει μόνη της ουσιαστικά απουσία σοβαρού πολιτικού αντιπάλου, άρχισε να εξαγγέλλει το θατσερικό της πρόγραμμα και ειδικότερα την αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ και την καθιέρωση ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή, με τον οποίο θα φορολογούνται άπαντες, είτε είναι ζάπλουτοι είτε πένητες. Πρόκειται για ένα μέτρο βαθιά αντιλαϊκό, μια και ανατρέπει την πάγια αρχή να φορολογούνται με χαμηλότερους συντελεστές τα φτωχότερα εισοδηματικά στρώματα και με υψηλότερους τα ανώτερα, που δεν το είχε εφαρμόσει ούτε η Θάτσερ. Ας μην αναζητείται, λοιπόν, η αιτία της συντριβής των Συντηρητικών, που γνώρισαν τη μεγαλύτερη ήττα που έχουν υποστεί σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο, παρά την πρωτοφανή στήριξη που δέχτηκαν από σημαντικούς διαμορφωτές της κοινής γνώμης όπως είναι για παράδειγμα οι γερμανικοί «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», στο άκομψο στυλ της Μέρκελ. Έπεσαν πιο χαμηλά ακόμη και από τις εκλογές του 2002 (35,2% από 38,5%), γιατί αποκάλυψαν κάποιες διαστάσεις του αντιλαϊκού τους προσώπου. Έτσι ο περίπατος μετατράπηκε σε εφιάλτη στον δρόμο με τις λεύκες.

Οι Σοσιαλδημοκράτες από την άλλη κατέγραψαν την εντελώς αντίθετη πορεία, καταφέρνοντας να αυξήσουν το 25% των δημοσκοπήσεων σε 34,3%. Απέφυγαν τη συντριβή, δεν απέφυγαν όμως την ήττα, καθώς το ποσοστό τους είναι κατά τέσσερις μονάδες χαμηλότερο ακόμη και από εκείνο που είχαν συγκεντρώσει το 2002 (38,5%), όταν ο καγκελάριος Σρέντερ, κάνοντας μια επίδειξη ικανοτήτων του γερμανικού κράτους πρόνοιας, αποζημίωσε και με το παραπάνω τους κατοίκους της Δρέσδης που είχαν πληγεί από τις πλημμύρες, ενώ υπερέβαλε εαυτόν σε αντιαμερικανισμό, προδιαγράφοντας τη στάση που θα τηρούσε για την επέμβαση στο Ιράκ. Κυρίως, όμως, τότε δημιούργησε ελπίδες για την εφαρμογή μιας φιλολαϊκής πολιτικής. Ελπίδες που διαψεύστηκαν παταγωδώς μετά λίγους μόλις μήνες, όταν το ένα αντιλαϊκό μέτρο διαδεχόταν το άλλο. Έτσι φτάσαμε στην άνοιξη που αναγκάστηκε να εξαγγείλει πρόωρες εκλογές.

Με φέσι το SPD

Σημαντική συμβολή στο αποτέλεσμα των Σοσιαλδημοκρατών είχε και η ψήφος των 600.000 Τούρκων που ζουν νόμιμα στη Γερμανία και έχουν δικαίωμα ψήφου. Η αντιπαράθεση που προηγήθηκε με επίκεντρο την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, έχοντας από τη μια μεριά τους Συντηρητικούς να διατυπώνουν ένα σθεναρό «όχι» και από την άλλη τους Σοσιαλδημοκράτες να ξεπερνούν την Άγκυρα σε ενθουσιώδεις δηλώσεις για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, ώθησε τους Τούρκους να καταψηφίσουν μαζικά τη Μέρκελ και να ψηφίσουν περισσότερο μαχητικά από ποτέ τον Σρέντερ. Υπολογίζεται ότι το 77% των τούρκων ψηφοφόρων καταψήφισε τους Συντηρητικούς.

Χαμένοι από την αναμέτρηση της προηγούμενης Κυριακής βγήκαν και οι Πράσινοι, λόγω της φθοράς κυρίως που υπέστησαν από τη συμμαχία τους με τους Σοσιαλδημοκράτες από το 1998 μέχρι τώρα και το σταδιακό ξεθώριασμα του ριζοσπαστικού τους προφίλ.

Μεγάλοι κερδισμένοι, αντιθέτως, ήταν οι Φιλελεύθεροι που αύξησαν την επιρροή τους κατά δυόμισι σχεδόν μονάδες και, περισσότερο όλων, το κόμμα της Αριστεράς, το οποίο συγκρότησαν από κοινού αποχωρήσαντες από τα αριστερά του SPD με ηγέτη τον Όσκαρ Λαφοντέν και το Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού με ηγέτη τον Γκ. Γκίζι. Το ποσοστό των ψήφων που συγκέντρωσε ανέρχεται στο 8,7% και είναι υπερδιπλάσιο των ψήφων που είχε λάβει μόνο του το ΚΟΔΗΣΟ πριν από τρία χρόνια, χωρίς να καταφέρει να μπει στη Βουλή.

Μεγάλη εντύπωση, όμως, προκαλούν οι διαφορές στην επιρροή του αριστερού κόμματος που καταγράφηκαν από τη μια άκρη της Γερμανίας ως την άλλη και για την ακρίβεια ανάμεσα στις δύο Γερμανίες που όριζε μέχρι το 1989 το τείχος του Βερολίνου. Μια ματιά να ρίξει κανείς στην εκλογική συμπεριφορά των κατοίκων τής πρώην Δυτικής και της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, δικαιούται να αναρωτηθεί κατά πόσον το τείχος γκρεμίστηκε ή εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα και τι στο καλό θα κληθούν να γιορτάσουν όλοι μαζί οι Γερμανοί σε δύο εβδομάδες με αφορμή τα 15 χρόνια από την επανένωση. Πράγματι. Στα κρατίδια που βρίσκονται ανατολικά του τείχους το αριστερό κόμμα δεν έπεσε κάτω από 17%, ενώ σε όσα βρίσκονται δυτικά του τείχους συγκέντρωσε κάτω από 9%, δηλαδή λιγότερο από τον εθνικό του μέσο όρο. Ακόμη και οι ίδιοι οι κάτοικοι του Βερολίνου ψήφισαν διαφορετικά. Στο δυτικό Βερολίνο το αριστερό κόμμα συγκέντρωσε για την ακρίβεια 7,2%, ενώ στο ανατολικό αναδείχθηκε δεύτερο κόμμα (!), κερδίζοντας το 29,5% των ψήφων. Εξίσου σημαντικές αποκλίσεις παρατηρήθηκαν και στις ψήφους που συγκέντρωσαν τα δύο μεγάλα κόμματα στο ανατολικό και στο δυτικό τμήμα της χώρας. Η διαφορά αυτή έχει σημασία να επισημάνουμε ότι δεν αποτελεί απομεινάρι των ψυχροπολεμικών διαιρέσεων, όπως μαρτυρά το γεγονός ότι το 1990 ο αρχιτέκτονας της επανένωσης Χέλμουτ Κολ είχε συγκεντρώσει στην Ανατολική Γερμανία το υψηλότερό του ποσοστό, ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα, που μετεξελίχθηκε σε Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού, είχε κερδίσει μόνο το 11% των ψήφων. Αντιθέτως, έλκει την προέλευσή της από τις αντιθέσεις νέας γενιάς, όπως είναι το διπλάσιο σε σχέση με τη Δυτική Γερμανία ποσοστό ανεργίας που δημιούργησε η επανένωση με τον υπαρκτό… καπιταλισμό.

Ενισχύεται ο ριζοσπαστισμός

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέταση των εκλογικών αποτελεσμάτων κατά μεγάλα πολιτικά μπλοκ. Αν, για παράδειγμα, αθροίσουμε το ποσοστό που έλαβαν την προηγούμενη εβδομάδα τα δύο κόμματα της Δεξιάς μαζί με το κόμμα των Φιλελευθέρων και το συγκρίνουμε με το ποσοστό που έλαβαν αθροιστικά οι δύο αυτοί πολιτικοί χώροι το 2002, θα δούμε ότι η διαφορά που υπάρχει είναι αμελητέα και ανέρχεται περίπου στο 1%. Αν δε σε αυτό το μπλοκ συμπεριλάβουμε και τους νεοφασίστες του ΝPD που (διαψεύδοντας τις προβλέψεις που διατυπώνονταν για σημαντική τους άνοδο) συγκέντρωσαν 744.000 ψήφους και το 1,6% ως ποσοστό, καταλήγουμε ότι το συντηρητικό μπλοκ αυτή την τριετία ποσοτικά έμεινε απαράλλαχτο! Το ίδιο παρατηρείται και στην άλλη μεριά του πολιτικού φάσματος. Στο 51,1% έφτανε το ποσοστό των Σοσιαλδημοκρατών μαζί με αυτό των Πρασίνων και της Αριστεράς το 2002 και στο ίδιο ακριβώς ποσοστό (51,1%) ανέρχεται και τώρα!

Πίσω, όμως, από αυτήν την πραγματικά εκπληκτική ομοιότητα αποκρύπτονται πολύ σημαντικές διαφοροποιήσεις της κοινωνίας και βαθιές μεταβολές σε σχέση με το 2002.

Η πρώτη αφορά τάσεις αποστοίχισης από το πολιτικό σύστημα και επαναπροσδιορισμού της θέσης των Γερμανών ως προς αυτό. Η μειωμένη συμμετοχή στις εκλογές (από 79,1% σε 77,7%), η αύξηση των άκυρων ψηφοδελτίων (από 1,2% σε 1,6%) και ο διπλασιασμός σχεδόν (από 16% σε 28%) εκείνων που αποφάσισαν τι θα ψηφίσουν την τελευταία ημέρα -ανατρέποντας τις προγνώσεις των εταιρειών δημοσκόπησης- δείχνουν ότι η σύγκλιση των δύο μεγάλων κομμάτων προς νεοφιλελεύθερες αντιλαϊκές θέσεις θέτει σε δοκιμασία τη σταθερότητα του ίδιου του πολιτικού συστήματος και τα θεμέλια των δύο κομμάτων. Το κενό, όμως, που αφήνουν πίσω τους -και αυτό πολύ περισσότερο ισχύει για τη σοσιαλδημοκρατία- καλύπτεται από δυνάμεις που έχουν πολύ πιο ριζοσπαστικό, βαθιά αντινεοφιλελεύθερο προσανατολισμό!

Η επόμενη μέρα

Το συμπέρασμα που εξάγεται, με βάση την επιτυχία του αριστερού κόμματος, αφορά τη δυνατότητα επιβίωσης σήμερα εκείνων των κομμάτων που αμφισβητούν από τα αριστερά τη σοσιαλδημοκρατία. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Σρέντερ, διαπιστώνοντας τον κίνδυνο που διατρέχει το κόμμα του μακροπρόθεσμα, απέκλεισε από το ίδιο το βράδυ των εκλογών το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης συμμαχίας με το κόμμα του Όσκαρ Λαφοντέν.

Σε αυτό το φόντο τα σενάρια που προδιαγράφονται για την επόμενη μέρα, τα οποία θα έχουν οριστικοποιηθεί μέχρι τις 2 Οκτώβρη, οπότε θα γίνουν και οι εκλογές στη Δρέσδη, είναι τα εξής:

Πρώτον, σχηματισμός κυβέρνησης από Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινους και Φιλελεύθερους -συνδυασμός που χαρακτηρίζεται και… φανάρι, μια και σε αυτό παραπέμπουν τα χαρακτηριστικά χρώματα των τριών παραπάνω κομμάτων: κόκκινο, πράσινο και κίτρινο. Ενδεχόμενο που συγκεντρώνει πολύ μικρές πιθανότητες, καθώς ο ηγέτης του φιλελεύθερου κόμματος των μάνατζερ είχε δηλώσει με γερμανική σαφήνεια: «Θέλω κυβέρνηση με τους Χριστιανοδημοκράτες».

Δεύτερον, σχηματισμός κυβέρνησης από Χριστιανοδημοκράτες, Φιλελεύθερους και Πράσινους -συνδυασμός που χαρακτηρίζεται και ως… σημαία της Τζαμάικας, καθώς στο μαύρο, το κίτρινο και το πράσινο χρώμα της παραπέμπουν τα χαρακτηριστικά χρώματα των τριών παραπάνω κομμάτων. Σε αυτό το σενάριο είναι εμφανές πως ο άγνωστος παράγοντας είναι οι Πράσινοι λόγω των διαφωνιών τους για τη φορολογική και περιβαλλοντική πολιτική της Δεξιάς. Αδύνατο, πάντως, δεν θεωρείται, μια και οι Πράσινοι έχουν δείξει πως μπορούν να προσαρμόζονται ακόμη και στα πιο διαφορετικά πολιτικά περιβάλλοντα. Για να διευκολυνθεί δε αυτό το σενάριο αποχώρησε από την ηγεσία του κόμματος ο Γιόσκα Φίσερ που είχε ταυτιστεί με τους Σοσιαλδημοκράτες.

Τρίτον, σιωπηρή υποστήριξη 24 τουλάχιστον βουλευτών του αριστερού κόμματος που μαζί με τους Πράσινους και τους Σοσιαλδημοκράτες θα σχηματίσουν τον μαγικό αριθμό 307, ο οποίος συγκροτεί την πλειοψηφία μεταξύ των 613 αντιπροσώπων που θα έχει στο εξής η Βουλή (ενώ μέχρι τώρα είχε 603). Σε τούτη την περίπτωση είναι εμφανές πως το αριστερό κόμμα θα οδηγηθεί σε κρίση, μια και η υπερψήφιση του Σρέντερ θα ισοδυναμεί με διάσπασή του.

Τέταρτο ενδεχόμενο είναι η συγκρότηση ενός μεγάλου συνασπισμού εξουσίας μεταξύ Δεξιάς και Σοσιαλδημοκρατών, που θα επιτευχθεί με την ταυτόχρονη αποχώρηση των δύο ηγετών που έδωσαν την προηγούμενη Κυριακή τη μάχη της καγκελαρίας. Παρότι είχε ξανασυμβεί κάτι τέτοιο την τετραετία 1966-1969, από ελάχιστους σήμερα θεωρείται ευκταίο σενάριο.

Πέμπτο και τελευταίο ενδεχόμενο, που θα αξιοποιηθεί ώστε να δοθεί λύση στο πρόβλημα σχηματισμού κυβέρνησης, είναι η προκήρυξη νέων εκλογών μέσα στο επόμενο διάστημα, με κριτήριο να συγκροτηθεί ισχυρή κυβέρνηση που θα προωθήσει τις αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις.

Ανεξαρτήτως του σεναρίου που τελικά θα προκριθεί, το σίγουρο είναι πως η ψήφος των Γερμανών κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί συνέχεια του γαλλικού «όχι», μια και φρενάρει τα σχέδια αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων, δείχνοντας ταυτόχρονα πως το γκρέμισμα της ασφάλισης, η διάλυση του κράτους πρόνοιας και οι απολύσεις επισείουν τεράστιο πολιτικό κόστος, κοινώς μαύρισμα!


Σχολιάστε εδώ