Ο καισαροπαπισμός των διαχειριστών της Εκκλησίας
Ένας ιδιότυπος «καισαροπαπισμός» διεκδικεί από την πλευρά των διαχειριστών της Εκκλησίας την οριοθέτηση «στεγανών» και την αναγνώριση εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας του «άβατου» στους κοινωνικούς αυτούς χώρους, ως συμβαίνει κατ’ αυτάς με την Εκκλησιαστική Παιδεία!
Οι δεσμοί των διαχειριστών της εκκλησιαστικής εξουσίας με το Κράτος και τους μηχανισμούς του είναι πολυπλόκαμοι και πολυδαίδαλοι. Ουδέποτε στη διαδρομή του νεοελληνικού βίου παρατηρήθηκε διαχωρισμός των μηχανισμών Κράτους-Εκκλησίας. Οι εκκλησιαστικοί παράγοντες διεκδίκησαν και επέβαλαν ισχυρή την παρουσία τους στον δημόσιο βίο της χώρας.
Το εκκλησιαστικό ιερατείο τήρησε απολύτως απόρρητα τα στοιχεία της ισχυρής αυτής διαπλοκής του ιδιότυπου a la Graeca «καισαροπαπισμού» επ’ ωφελεία και των δύο αξόνων της διαπλοκής, κρατικής εξουσίας-εκκλησιαστικής εξουσίας. Τα αρχεία ή τέλος πάντων τα οποιαδήποτε στοιχεία θα διευκόλυναν τη μελέτη του φαινομένου αυτού κρατούνται ζηλοτύπως μακράν τους φωτός της δημοσιότητας και της ανατομίας των ιστορικών μελετητών. Οι διαχειριστές της Εκκλησιαστικής Εξουσίας τα θεωρούν «εσωτερική υπόθεση της Εκκλησίας» και κατ’ αυτόν τον τρόπο παρεμποδίζεται η αντικειμενική αποτίμηση της εκκλησιαστικής παρουσίας στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της χώρας.
Και αυτό κατά πλήρη παραγνώριση από τις δύο πλευρές (πολιτική εξουσία, θρησκευτική εξουσία) της βασικής δημοκρατικής αρχής, ότι η αυτονομία της κοινωνίας δεν στηρίζεται σε «εκκλησιαστικά άβατα» ή σε έναν θρησκευτικό θεσμό. Προκύπτει από τις σχέσεις που οι άνθρωποι συνάπτουν μεταξύ τους και για τις οποίες είναι υπεύθυνοι.
Ο ιδιότυπος αυτός «καισαροπαπισμός» απειλεί ακόμη και την αυτονομία των θεσμών της κοινωνίας, ουσιώδους συστατικού στοιχείου μιας δημοκρατικής Πολιτείας.
Οι διαχειριστές της Εκκλησίας, όχι βεβαίως στο επίπεδο του δόγματος αλλά σ’ εκείνο της διάρθρωσης του οργανωτικού σχήματος της Εκκλησίας, και οι συμπεριφορές τους, αναδεικνύουν και πάλι στο προσκήνιο την αναγκαιότητα διαχωρισμού Κράτους-Εκκλησίας. Και αναμφισβητήτως ο όρος «διαχωρισμός» ουδόλως σημαίνει απουσία σχέσεων ή διαλόγου μεταξύ των δύο πλευρών.
«Αν ο διαχωρισμός αφαιρεί από την Εκκλησία κάθε υπόσταση δημόσιου θεσμού και καθιστά τη θρησκευτική λατρεία ιδιωτική υπόθεση, αυτό ουδόλως σημαίνει ότι η Εκκλησία απαγορεύεται να έχει δικούς της κανόνες εσωτερικής οργάνωσης και δυνατότητα να υπάρχει στον δημόσιο χώρο της κοινωνίας».
Η σύγχρονη κοσμική κοινωνία αγκαλιάζει τη διαφορετικότητα και στο θρησκευτικό πεδίο. Η νεοελληνική κοινωνία ζει στο πεδίο Κράτος-Θρησκεία, με στήριγμα ένα κεκτημένο του 19ου αιώνα στο σχήμα που καθόρισε η βαυαρική αντιβασιλεία στις αρχές της δεκαετίας του 1830 και θυμίζει, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, ένα είδος φετιχισμού!
Το ευοίωνο σε αυτήν την τάση για πολιτική κυριαρχία της θρησκευτικής εξουσίας είναι ότι εντός του οργανισμού Εκκλησία αναπτύσσεται μια αντίρροπη τάση που έχει ως στόχο να οδηγήσει την Εκκλησία σε μια γνήσια πνευματικότητα, ώστε να είναι πιο πιστή στην ίδια της τη φύση.
Αυτός ο «αντικληρικαλισμός», αν παραμένει μεν αδιαμόρφωτος δεν σημαίνει ότι στις αραιές τάξεις του δεν έχει απήχηση η ακραία έκφανση της «Αντικληρικαλιστικής Διακήρυξης» της ευρωπαϊκής ιντελιγκέντσιας:
«Ενάντια στους πωλητές ανοησιών και σ’ αυτούς που μας αλλοιώνουν το μυαλό. Ενάντια στους διαχειριστές της Εκκλησίας να υψώσουμε τη σημαία της λογικής…».
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ευφυής και έξυπνος τακτικιστής, επιδιώκει, ζηλώσας τη δόξα ενός Κ. Παπαρρηγόπουλου, να επενδύσει αυτόν τον ιδιότυπο «καισαροπαπισμό» με «ιστορική εγκυρότητα» και να αποδείξει τον αλληλοσυμπληρωματικό ρόλο Ελληνισμού και Χριστιανισμού!
Σε ιστορικό του πόνημα -δημοσιεύεται σε απογευματινή εφημερίδα- υπερμάχεται αυτού του αλληλοσυμπληρωματικού ρόλου και μάλιστα παραδόξως αρύεται επιχειρήματα ολιγότερο από τους ιδεαλιστές ιστορικούς και περισσότερο από τους ιστορικούς που χρησιμοποιούν ως μέθοδο εξέτασης των ιστορικών φαινομένων τον διαλεκτικό υλισμό.
Ασπάζεται τις απόψεις του μαρξιστή ιστορικού Καρλ Κάουτσκι («Η καταγωγή του Χριστιανισμού») ως προς τις συνθήκες παρακμής, πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής κ.λπ., που επικρατούσαν στη λεκάνη της Μεσογείου την «ύστερη ρωμαϊκή περίοδο», ώστε να προκύψει η αγωνία των ανθρώπων και να επιζητούν τη σωτηρία τους από την «έλευση του Μεσσία», αλλά αποσιωπά τα συμπεράσματα του γερμανού ιστορικού και κοινωνιολόγου!
Αναρριπίζει τη «θεωρία» ότι η ελληνική φιλοσοφία του 4ου π.Χ. αιώνα και ειδικότερα ο Πλάτωνας απετέλεσε τον «παιδαγωγόν ες Χριστόν» και αντιστρέφει την επιχειρηματολογία του Κάρολου Λαμπορντέν («Ελληνισμός-Χριστιανισμός») προς ενίσχυση των θέσεών του για την αλληλοσυμπλήρωση Ελληνισμού-Χριστιανισμού!
Η τακτική αυτή δεν αποσυμπλέκεται της προσπάθειας για διαιώνιση της πολιτικοθρησκευτικής σύγχυσης. Και επομένως δεν καθίσταται διαυγής η αναγκαιότητα της μη υποταγής της κοινωνίας στις τακτικές των διαχειριστών της Εκκλησίας ή και το αντίθετο.
Η «τακτική Χριστόδουλου», τακτική εναρμονισμένη με την παράδοση της «αλίευσης σε θολά νερά», αποσκοπεί να παγιώσει, σε μια εποχή έντονης αμφισβήτησης του ρόλου των διαχειριστών της Εκκλησίας, το «κεκτημένο», δηλαδή την συννομή της κρατικής Εξουσίας από κοινού με την πολιτική.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ως χαρακτηριστικός εκπρόσωπος των «Διαχειριστών της Εκκλησίας», δυσκολεύεται να αποδεχθεί την αρχή της κοσμικής κοινωνίας από τη στιγμή που απορρίπτει τη διάκριση ανάμεσα στον πνευματικό χώρο και τον εγκόσμιο, στον οποίο υπάγονται τα θέματα που αφορούν την Πολιτεία και τη διάρθρωσή της κατά τις επιταγές της δημοκρατικής αρχής της αντιπροσωπευτικότητας.
Οίκοθεν νοείται το Χρέος της Πολιτείας, της πολιτικής εξουσίας: να καταστήσει διακριτά τα όρια δράσης Κράτους-Εκκλησίας και βεβαίως να απορρίψει «καθέτως και οριζοντίως» την απαίτηση των «Διαχειριστών της Εκκλησίας» να καταστούν συννομείς στην ενάσκηση της Εξουσίας!