Ο Ελληνισμός σε κρίσιμη καμπή
Στην πρώτη φάση η Άγκυρα πέτυχε με τη Σύμβαση του Μοντρέ, το 1936, την αναθεώρηση του περιοριστικού γι’ αυτήν καθεστώτος των Στενών που είχε επιβληθεί με κείμενο προσαρτημένο στη Συνθήκη της Λωζάννης. Το 1939 η Τουρκία προσάρτησε στην επικράτειά της την Αλεξανδρέττα, που μέχρι τότε ανήκε στη Συρία.
Το 1941 η Τουρκία «προσφέρθηκε» να αναλάβει τη «φύλαξη» των νησιών μας στο ανατολικό Αιγαίο που είχαν καταληφθεί από τους ναζί.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1954, η Ελλάδα, ακαίρως κατά τη γνώμη μου, φέρνει το Κυπριακό στον ΟΗΕ και θέτει θέμα αυτοδιάθεσης. Αυτόνομίζω υπήρξε το μοιραίο λάθος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Έπρεπε να γνωρίζουν οι έλληνες διπλωμάτες ότι οι Βρετανοί θεωρούσαν ανέκαθεν την Κύπρο ως προκεχωρημένο φυλάκιο της αυτοκρατορίας που εμπόδιζε τη Ρωσία (αργότερα τη Σοβιετική Ένωση) να κατέλθει τα «θερμά ύδατα» της Μεσογείου και απέτρεπε την πρόσβαση προς τη Μ. Ανατολή και τις Ινδίες, γι’ αυτό άλλωστε την αγόρασαν από τους Οθωμανούς το 1878, επί κυβερνήσεως Ντισραέλι.
Όταν το Λονδίνο διέκρινε να διαγράφονται κάποιοι κίνδυνοι για το στρατηγικό τους προγεφύρωμα στην ανατολική Μεσόγειο, έβαλε στο «παιγνίδι» τους Τούρκους. Έτσι μετέτρεψε έναν αγώνα αυτοδιάθεσης, που ήταν «της μόδας» τα χρόνια εκείνα, σε ελληνοτουρκική διένεξη. Θρίαμβος για την Άγκυρα! Το Κυπριακό φέρνει σε αντιπαράθεση την Ελλάδα και τον κυπριακό ελληνισμό με τα στρατηγικά ενδιαφέροντα των Βρετανών και κατ’ επέκταση της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Τον Αύγουστο του 1956 η Ελλάδα σύρεται από τους Βρετανούς σε τριμερή διάσκεψη στο Λονδίνο όπου, εκτός από το Ηνωμένο Βασίλειο, συμμετέχουν η Ελλάδα και η Τουρκία. Απόντες οι Κύπριοι!
Δεν γνώριζε η διπλωματική μας υπηρεσία ότι σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης (άρθρα 16 και 20) η Τουρκία είχε παραιτηθεί ρητά από κάθε δικαίωμα πάνω στην Κύπρο; Στις 6 Φεβρουαρίου του 1959 συγκαλείται η Διάσκεψη της Ζυρίχης όπου η Ελλάδα μονογράφησε δύο συμφωνίες: Τη Συνθήκη Εγγύησης και τη Συνθήκη Συμμαχίας. Η πρώτη θα χρησιμοποιηθεί από την Άγκυρα ως πρόσχημα για να εισβάλει στην Κύπρο το 1974 και να καταλάβει το 40% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στις 12 Φεβρουαρίου του 1959 συνέρχεται στο Λονδίνο η πενταμερής διάσκεψη στην οποία η βρετανική κυβέρνηση παρουσιάζει μια σειρά κειμένων με τον γενικό τίτλο: «Συμφωνημένη βάση για την οριστική λύση του προβλήματος της Κύπρου». Ήταν ένα τερατώδες συνταγματικό κατασκεύασμα που διχοτομούσε νομικά την Κύπρο, έδινε υπερβολικά δικαιώματα στην τουρκική μειονότητα, απαγόρευε την ένωση με οποιαδήποτε άλλη χώρα ή ένωση κρατών και έδινε το δικαίωμα μονομερούς στρατιωτικής επέμβασης σε κάθε συμβαλλόμενο μέρος «… με σκοπό την επαναφορά τής διά της παρούσης συνθήκης δημιουργηθείσης καταστάσεως…».
Είναι αυτή η διάταξη την οποία επικαλέσθηκε ο Ετσεβίτ για να εισβάλει στην Κύπρο μετά το προδοτικό πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Από το καλοκαίρι του 1974 η Άγκυρα διακηρύσσει ότι έχει λύσει το Κυπριακό και ήδη τα νότια παράλιά της είναι ασφαλή. Ο στρατηγικός κλοιός γύρω από την Ανατολία έχει διασπασθεί! Έχοντας η Αθήνα αποδεχθεί, εμμέσως, τη δυνατότητα αναθεωρήσεως της Συνθήκης της Λωζάννης, με τη συμφωνία που αναφέραμε παραπάνω, με την οποία η Τουρκία καθίσταται εγγυήτρια δύναμη στην Κύπρο, η Άγκυρα μεταφέρει την πίεσή της στο Αιγαίο και στις 6 Αυγούστου του 1974 θέτει θέμα διχοτόμησής του με την έκδοση της παράνομης ΝΟΤΑΜ 714. Μετά την εισβολή, και για να εκδηλώσει τη δυσφορία της προς το ΝΑΤΟ για την αδιαφορία του στα κυπριακά γεγονότα, η ελληνική κυβέρνηση αποσύρει τις ένοπλες δυνάμεις μας από την ενοποιημένη δομή της συμμαχίας. Στην πραγματικότητα, η απόφαση αυτή ήταν χωρίς σημασία. Καμία μονάδα δεν μετακινήθηκε. Οι έλληνες αξιωματικοί που υπηρετούσαν στα ΝΑΤΟϊκά στρατηγεία της Νεάπολης και των Βρυξελλών παρέμειναν στις θέσεις τους. Ο μόνος που εγκατέλειψε τη θέση του ήταν ο έλληνας πρέσβης στην Επιτροπή Αμυντικού Σχεδιασμού (DPC). Ήταν κάτι που το πληρώσαμε πολύ ακριβά στη συνέχεια. Στις 9 Οκτωβρίου 1975 ο μόνιμος αντιπρόσωπός μας στην έδρα της Ατλαντικής Συμμαχίας (NAC) προτείνει την επάνοδο των ελληνικών ΕΔ στο ΝΑΤΟ! Αυτή ήταν η ευκαιρία που επιζητούσαν οι Τούρκοι για να θέσουν θέμα μεταβολής των ρυθμίσεων διοικήσεως και ελέγχου του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο.
Μέχρι το καλοκαίρι του 1974 η περιοχή αυτή ευρίσκετο υπό τον έλεγχο ελλήνων στρατιωτικών διοικητών. Τώρα η Άγκυρα αμφισβητούσε τις ρυθμίσεις αυτές και ζητούσε τροποποίησή τους. Χωρίς να προσδιορίζει συγκεκριμένα τις απαιτήσεις της στο Αιγαίο, η Τουρκία δεν εδέχετο την επάνοδο του έλληνα αντιπροσώπου στην DPC, όπου λαμβάνονται όλες οι κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις της συμμαχίας.
Τον Μάρτιο του 1972 αρχίζουν διαπραγματεύσεις με το ΝΑΤΟ, οι οποίες καταλήγουν σε σχέδιο συμφωνίας από 9 σημεία, στην οποία συμφωνούν τα μέλη της Στρατιωτικής Επιτροπής (MC) με την παρατήρηση ότι το θέμα των περιοχών ευθύνης πρέπει να επιλυθεί με διαπραγματεύσεις. Αυτό που ζητούσαν οι Τούρκοι!
Αρχίζουν νέες διαπραγματεύσεις που τώρα είναι δυσκολότερες για τη χώρα μας, διότι υπάρχει η δυσμενής παρατήρηση της MC.
Στο τέλος του 1979 ο στρατηγός Ρότζερς αντικαθιστά τον Χέιγκ ως Ανώτατος Σύμμαχος Διοικητής των Δυνάμεων Ευρώπης (SACEUR). Από ελληνικής πλευράς επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας είναι ο α΄ υπαρχηγός ΓΕΕΘΑ. Στις 20 Οκτωβρίου του 1980 ο SACEUR και η ελληνική αντιπροσωπεία συμφωνούν σε ένα σχέδιο, η διατύπωση του οποίου κρίνεται ικανοποιητική για την Ελλάδα.
Με βάση αυτήν τη συμφωνία προβλέπεται ότι οι ελληνικές ΕΔ επανέρχονται στην ενοποιημένη στρατιωτική δομή του ΝΑΤΟ με τις ίδιες ρυθμίσεις που ίσχυαν προ του 1974. Η συμφωνία κρίνεται από τον Γ. Ράλλη και τον Ε. Αβέρωφ ότι διασφαλίζει την ελληνική πλευρά. Η αντιπολίτευση κατακεραυνώνει στη Βουλή τη συμφωνία. Όμως ο Ρότζερς, μετά την επανένταξη των δυνάμεών μας στο ΝΑΤΟ, δίδει δική του αυθαίρετη ερμηνεία στη συμφωνία και ισχυρίζεται ότι έπρεπε πρώτα να ιδρυθούν τα ΝΑΤΟϊκά στρατηγεία στη Λάρισα και μετά, με διαπραγματεύσεις, να καθορισθούν τα όρια ευθύνης τους. Αυτό ήταν, με βάση τη συμφωνία, απαράδεκτο. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η Άγκυρα δεν είχε διατυπώσει συγκεκριμένη πρόταση για το πώς ήθελε τις νέες ρυθμίσεις. Απλώς δεν συμφωνούσε με τις παλιές.
Γνωρίζαμε από επίσημα έγγραφα του τουρκικού γενικού επιτελείου, τα οποία είχαν περιέλθει στις υπηρεσίες μας, ότι στόχος της Άγκυρας ήταν η δημιουργία μιας «ζώνης ασφαλείας» δυτικά της Ανατολίας, η οποία να περιλαμβάνει και ελληνικά νησιά! Στη σύνοδο του ΝΑΤΟ τον Δεκέμβριο του 1992, για πρώτη φορά, η ελληνική πλευρά αποδέχεται την κατάργηση των περιοχών ευθύνης στο πλαίσιο αναδιοργανώσεως της δομής του ΝΑΤΟ! Ειδικώς για το Αιγαίο, καθορίζεται ότι για την κατανομή των στρατιωτικών αρμοδιοτήτων θα λαμβάνονται υπ’ όψιν μια σειρά από παράγοντες όπως:
«… Τα δικαιώματα και οι ευθύνες των χωρών σε σχέση με τις νόμιμες απαιτήσεις τους για την προστασία της εθνικής τους κυριαρχίας και της ασφάλειάς τους». Η ζώνη αυτή έπρεπε να είναι ικανού βάθους και ασφαλώς πάνω από ελληνικά νησιά!
Έτσι τον Δεκέμβριο του 1992, στη σύνοδο της DPC, η Άγκυρα κατήγαγε μια σημαντική νίκη και έκανε ένα αποφασιστικό βήμα προς τον τελικό της αντικειμενικό σκοπό, που είναι η ανατροπή τού στάτους κβο της Συνθήκης της Λωζάννης στο Αιγαίο.
Αποτελεί πηγή θλίψης για όσους αγωνίστηκαν για τη στήριξη της αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής του Α. Παπανδρέου, ότι η παραπάνω συμφωνία επισφραγίστηκε στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο από την ελληνική πλευρά το 1997 στη Μαδρίτη. Πράγματι, εκεί, στη λεγόμενη διακήρυξη της Μαδρίτης, ο πρωθυπουργός της Ελλάδος και ο πρόεδρος της Τουρκίας συμφώνησαν στις 8 Ιουλίου του 1997 ότι οι σχέσεις των δύο χωρών θα βασίζονται στις παρακάτω αρχές:
Σεβασμό στα νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα κάθε χώρας στο Αιγαίο τα οποία είναι μεγάλης σημασίας για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία τους…». Αναγνωρίζουμε δηλαδή ότι η Τουρκία έχει ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα στον χώρο του Αιγαίου που έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και εθνική κυριαρχία της! Αυτό επιτρέπει στην Άγκυρα να εγκαταστήσει, με τις ευλογίες μας, μια τουρκική ζώνη ασφαλείας πάνω από τα νησιά μας και ανατρέπει την πρόνοια της Συνθήκης της Λωζάννης που απαγόρευε την υπερπτήση των νησιών μας από την Οθωμανική (τότε) Αεροπορία!
Η σημερινή κατάσταση στο Αιγαίο – προοπτικές
Σήμερα, με τη λεγόμενη «νέα δομή» του ΝΑΤΟ, ο έλληνας αρχηγός της τακτικής αεροπορίας (ο ΑΤΝ στη Λάρισα έχει υποβιβασθεί σε απλό προϊστάμενο ενός κέντρου επιχειρήσεων (Coordinated Air Operations Center – CAOC) και είναι υφιστάμενος του αμερικανού διοικητή αεροπορικών δυνάμεων νότιας περιοχής που εδρεύει στη Σμύρνη με επιτελάρχη τούρκο αξιωματικό. Ο αμερικανός πτέραρχος είναι εξουσιοδοτημένος να αναθέτει αποστολές και να καθορίζει τομείς ευθύνης στον έλληνα και τούρκο διοικητή CAOC κατά την κρίση του. Με τη ρύθμιση αυτή είναι δυνατόν τμήματα της ελληνικής επικράτειας να βρεθούν υπό την «προστασία» τουρκικών μαχητικών!
Είναι λυπηρό ότι έπειτα από αγώνες πολλών χρόνων με τους αμερικανούς «φίλους» μας, που μέσα από τους μηχανισμούς του ΝΑΤΟ στήριζαν τα τουρκικά συμφέροντα, αναδιπλωθήκαμε χωρίς να λάβουμε κανένα ισοβαρές πολιτικό αντάλλαγμα.
Τώρα οι Τούρκοι νομιμοποιούνται, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, να «αλωνίζουν» στο Αιγαίο. Η προσπάθεια της Άγκυρας να ανατρέψει το στάτους κβο στο Αιγαίο δεν περιόρισε τη δράση της στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ μόνο. Από καιρό τώρα προβάλλει διεθνώς μια σειρά από τεχνητά «προβλήματα» που δήθεν υπάρχουν στην περιοχή μας. Μερικά από αυτά είναι: το εύρος του εθνικού μας εναέριου χώρου που από το 1994 είναι 10 ΝΜ. Από το καλοκαίρι του 1975 η Άγκυρα έπαψε να αναγνωρίζει το εύρος των 10 ΝΜ, καθώς και την υποχρέωση υποβολής σχεδίων πτήσεως και από τα στρατιωτικά αεροσκάφη και επιδιώκει την αλλαγή των ρυθμίσεων στο FIR Αθηνών που έχουν καθορισθεί με διεθνείς συμφωνίες. Άλλο «πρόβλημα», κατά τους Τούρκους, είναι η αποστρατικοποίηση των νησιών τής Συνθήκης της Λωζάννης και των Παρισίων (Δωδεκάνησος), θέτοντας έτσι υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα αυτοάμυνας της Ελλάδας. Τελευταία οι Τούρκοι προβάλλουν και το λεγόμενο πρόβλημα των «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο, ισχυριζόμενοι ότι το καθεστώς εκατοντάδων νήσων, βραχονησίδων και βράχων στο Αιγαίο είναι ακαθόριστο.
Πάγια θέση της ελληνικής πλευράς είναι ότι δεν αναγνωρίζουμε την ύπαρξη τέτοιων «προβλημάτων» εκτός από εκείνο της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας. Το τελευταίο διάστημα έλληνες διπλωμάτες και νομικοί έχουν τακτικές συναντήσεις με τούρκους ομολόγους τους και υποτίθεται ότι συζητούν θέματα όχι μείζονος σημασίας. Αυτός είναι ο ισχυρισμός της ελληνικής πλευράς.
Φοβάμαι ότι με επιμονή της Άγκυρας, οι συζητήσεις έχουν ήδη επεκταθεί και σε άλλα σοβαρά ζητήματα, τα οποία θα κληθούμε να διαπραγματευθούμε σε κάποιο χρόνο στο προσεχές μέλλον.
Εξάλλου είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι η παραπομπή του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δεν θα αναδείξει ως παρεπόμενα ζητήματα, το πακέτο των «προβλημάτων» που από καιρό διαφημίζουν οι Τούρκοι. Ας είμαστε ρεαλιστές. Πρέπει να ομολογήσουμε ότι η παραπομπή στο Δικαστήριο της Χάγης δεν θα αποκαταστήσει τη σταθερότητα στην περιοχή. Είναι πολύ πιθανόν ότι στη Χάγη δεν θα λάβουμε ό,τι θεωρούμε νόμιμο και σύμφωνο με το Δίκαιο της Θάλασσας και τον διεθνή νόμο. Ο φόβος είναι ότι η Άγκυρα θα βγει κερδισμένη.
Μετά λοιπόν την απώλεια της Κύπρου, από δικά μας σφάλματα, τίθενται υπό αμφισβήτηση και οι πρόνοιες της Συνθήκης της Λωζάννης. Οι Τούρκοι, με ρυθμίσεις του ΝΑΤΟ, απέκτησαν δικαιώματα στρατιωτικού ελέγχου στο Αιγαίο, πάνω και γύρω από ελληνικά εδάφη. Με δεδομένη αυτήν την κατάσταση, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι η προσφυγή στη Χάγη, που ασφαλώς επηρεάζεται από το αγγλοαμερικανικό λόμπι, συνιστά κίνδυνο για τα νόμιμα συμφέροντά μας. Αναφέραμε πιο πάνω ότι οι Αμερικανοί στηρίζουν στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, και όχι μόνον, τις επιδιώξεις της Τουρκίας. Αυτό το πράττει η Ουάσινγκτον όχι από συμπάθεια προς τους Τούρκους, αλλά διότι έτσι προωθούνται και οι δικές της επιδιώξεις.
Οι ΗΠΑ πάντοτε ήσαν αντίθετοι στον αποκλειστικό έλεγχο (στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ) του Αιγαίου από την Ελλάδα. Επιθυμούν να έχει το Πεντάγωνο τον έλεγχο. Αυτό διασφαλίζει την ελεύθερη πρόσβαση των δυνάμεών τους και από την πύλη του Αιγαίου προς τη Μαύρη Θάλασσα για να μπορούν από εκεί να ασκούν επιρροή σε περιοχές της Κεντρικής Ασίας και της λεκάνης της Κασπίας, που είναι πλούσιες σε ενεργειακά αποθέματα. Εκτιμάται ότι τα αποθέματα αυτά ξεπερνούν εκείνα του Κουβέιτ, του Κόλπου του Μεξικού και της Β. Θάλασσας.
Το Κυπριακό, οι τελευταίες εξελίξεις
Παρά την εκφρασθείσα αρχικά πρόθεση των ευρωπαϊκών δυνάμεων να μη δεχτούν την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία αν η τελευταία δεν υπογράψει το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Ένωσης, φαίνεται ότι με παρέμβαση της βρετανικής προεδρίας επικράτησαν στο Συμβούλιο των Μονίμων Αντιπροσώπων δεύτερες σκέψεις προς την κατεύθυνση μιας ηπιότερης αντιμετώπισης της Άγκυρας. Ήδη έχει υποβληθεί στο συμβούλιο μια σειρά κειμένων «αντιδηλώσεως» των «25» στη δήλωση της Τουρκίας ότι δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία. Κατά τον χρόνο που γράφονται αυτές οι γραμμές, έχουν επέλθει μερικές βελτιώσεις στο αρχικό σχέδιο αντιδηλώσεως προς την κατεύθυνση που επιθυμούν Αθήνα και Λευκωσία, που όμως δεν κρίνονται επαρκείς για την επίτευξη συμφωνίας.
Συγκεκριμένα γίνεται αναφορά για «στενή παρακολούθηση της πλήρους εφαρμογής του Πρωτοκόλλου εντός του 2006». Επίσης ανασυντάχθηκε η προτελευταία παράγραφος του αντισχεδίου ως εξής:
«Στο πλαίσιο αυτό η ΕΕ και τα κράτη-μέλη συμφωνούν στη σημασία των προσπαθειών του Γ.Γ. του ΟΗΕ να επιτευχθεί συνολική ρύθμιση του Κυπριακού, σύμφωνα με τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και τις ιδρυτικές αρχές της ΕΕ και ότι μια δίκαιη και βιώσιμη λύση θα συμβάλει στην ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή».
Η διατύπωση αυτή ενισχύει την προοπτική εφαρμογής του ευρωπαϊκού κεκτημένου στην Κύπρο, αλλά περικλείει και «υπόδειξη» των «25» για υπερψήφιση ενός νέου Σχεδίου Ανάν, που ασφαλώς δεν θα διαφέρει σε καίρια σημεία του με εκείνο που καταψήφισε ο κυπριακός λαός και το οποίο στην ουσία νομιμοποιούσε το σημερινό καθεστώς στην Κύπρο.
Μετά και την εκφρασθείσα, κατά τον επισημότερο τρόπο, πρόθεση της ελληνικής πλευράς να μην ασκήσει το δικαίωμα βέτο σε καίρια θέματα των ευρωτουρκικών σχέσεων, δίδεται η εντύπωση «φινλανδοποίησης» της εξωτερικής μας πολιτικής.
Αν η Τουρκία επιτύχει μια a la carte ένταξη στην ΕΕ, αυτό, σε συνδυασμό με τον υπερπληθυσμό των δυτικών παραλίων της Ανατολίας, θα δημιουργήσει ανισορροπίες που στη διαδρομή του χρόνου πιθανώς θα οδηγήσουν στη μεταβολή του πολιτικού χάρτη στην περιοχή.