Οι τόκοι του εξωτερικού χρέους πνίγουν την οικονομία

Δεν είναι μόνον οι εισαγωγές πετρελαίου που απειλούν την ισορροπία των εξωτερικών συναλλαγών της χώρας. Είναι κυρίως οι τόκοι του ελληνικού εξωτερικού χρέους που υπερέβησαν εφέτος τις πληρωμές των καυσίμων. Οι πληρωμές διά τόκους αυξήθησαν το α’ 7μηνον κατά 39%, στο πρωτοφανές ύψος των 4,7 δισ. ευρώ, καθιστάμενες το μεγαλύτερο κονδύλι εκροών συναλλάγματος μετά τις εισαγωγές των «λοιπών αγαθών» (17,5 δισ. ευρώ το α’ 7μηνον), ενώ οι πληρωμές για καύσιμα αυξήθησαν κατά 35% αντιστοίχως, στα 4,3 δισ. ευρώ.

Ως αποτέλεσμα των δυσμενών αυτών εξελίξεων, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και κεφαλαιακών μεταβιβάσεων άφησε το πρώτον 7μηνον έλλειμμα περίπου 7,2 δισ. ευρώ, 38% μεγαλύτερον απ’ ό,τι πέρυσι αντιστοίχως.

Τόκοι απερισκεψίας

Οι τόκοι του εξωτερικού χρέους της χώρας αυξάνονται σταθερά τα τελευταία χρόνια. Από 3,5 δισ. ευρώ το α’ 7μηνον του 2003, ανήλθαν εις 3,8 δισ. ευρώ αντιστοίχως το 2004 και έφθασαν εφέτος εις το δυσθεώρητον ύψος περίπου ενός δισεκατομμυρίου ευρώ τον μήνα (Ιούλιον). Εντός της τελευταίας τριετίας αυξήθησαν 64%, διαψεύδοντας άλλον έναν μύθον του ευρώ, ότι «μέσα στην ευρωζώνη θα πληρώνουμε λίγα για τόκους» και κατ’ επέκτασιν θα μειωθή η επιβάρυνσι του Δημοσίου. Η διάψευσι του μύθου των χαμηλών τόκων οφείλεται εις δύο παράγοντας:

1. Στη συνεχή αύξησι του δημοσίου χρέους (ΔΧ), το οποίον τόσον η προηγουμένη κυβέρνησι όσον και η παρούσα επεβάρυναν απευθείας με κεκρυμμένα ελλείμματα του ευρυτέρου δημοσίου τομέως. Ήδη το ΔΧ υπερέβη τα 214 δισ. ευρώ το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, από 200 δισ. ευρώ που ήταν πέρυσι αντιστοίχως και μάλιστα δίχως να συνυπολογισθούν οι εγγυήσεις που παρέχει το Δημόσιον εις διαφόρους ελλειμματικούς και χρεοκοπημένους κρατικούς οργανισμούς και επιχειρήσεις (ΟΣΕ, Ολυμπιακές Αερογραμμές, ΟΑΣΑ κ.λπ. κ.λπ.). Το ΔΧ της Ελλάδος στο 126% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος είναι το μεγαλύτερο μέσα στην ευρωζώνη.

2. Στη βραδεία αλλά σταθερά αύξησι των επιτοκίων που πληρώνει η Ελλάδα στους δανειστές της και στην απόκλισί των από τα ισχύοντα διά τις άλλες χώρες της ευρωζώνης. Έτερος μύθος του ευρώ ξεθωριάζει…

Συμφώνως με δημοσίευμα των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» της 9ης Σεπτεμβρίου ε.έ. (αποκρυβέν από τον ημέτερο διαπλεκόμενο Τύπον), η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) παρετήρησε ότι μεταξύ Μαρτίου και Αυγούστου του τρ. έτους εσημειώθη ραγδαία διεύρυνσι της διαφοράς επιτοκίων (spread) των ομολόγων των τριών χειροτέρων χωρών από πλευράς ελλειμμάτων της ευρωζώνης, δηλαδή της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδος, εν σχέσει με τα ομόλογα της Γερμανίας (σ.σ. που αποτελούν σημείο αναφοράς).

Πράγματι, «η Ελλάς, μαζί με τις δύο άλλες χώρες που παραβιάζουν τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκαρπούντο μέχρι πρότινος τα οφέλη (των χαμηλών επιτοκίων) εις βάρος των άλλων χωρών της ευρωζώνης», σύμφωνα με το άρθρον των Ρ. Άτκινς και Γ. Τεντ. Τελευταίως, όμως, οι παρασπονδούσες χώρες άρχισαν να χάνουν το ευεργέτημα αυτό. Η Ιταλία έφθασε να πληρώνει διαφοράν 25 σημείων βάσεως (σ.β.) (0,25%) στα 10ετή της ομόλογα, η Ελλάς 20 και η Πορτογαλία 13. Οι αυξήσεις αυτές γίνονται αισθητές, όταν συγκριθούν με τα μέχρι πρότινος επίπεδα επιτοκιακής διαφοράς που ξεκίνησαν από πολύ χαμηλά και πέρυσι ήσαν μόλις 15 σ.β. για τις δύο χώρες και 6 σ.β. για την Πορτογαλία.

«Η απόφασι της ΕΚΤ να τονίσει το γεγονός είναι ουσιαστικής σημασίας για τους διαπραγματευτάς ομολόγων και τα κερδοσκοπικά κεφάλαια ανά τον κόσμον», παρατηρεί το άρθρον των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς». «Τα τελευταία χρόνια (σ.σ. από το 2001) από τις πλέον ενδιαφέρουσες εκφάνσεις του ευρώ ήταν η σύγκλισι των επιτοκιακών διαφορών μεταξύ των χωρών-μελών της ευρωζώνης, παρότι μερικές εξ αυτών (Ιταλία, Ελλάς, Πορτογαλία) παρεβίασαν ασυστόλως τους δημοσιονομικούς κανόνες της». Οι διαπρύσιοι οπαδοί του ευρώ ισχυρίζονται ότι η σύγκλισι αυτή απλώς εκφράζει την πεποίθησι της αγοράς στις μακροπρόθεσμες προοπτικές της ευρωζώνης.

Οι επικριτές της, όμως, παρατηρούν ότι η σύγκλισι των επιτοκίων έχει πιο ευλογοφανή αίτια. Δηλαδή, επειδή η ΕΚΤ θεωρεί πως τα ομόλογα των χωρών-μελών της έχουν όλα την ίδια αξία, ουσιαστικώς διαστρέφει την αγορά, συμπιέζοντας τεχνητώς τις επιτοκιακές διαφορές στις ημερήσιες συναλλαγές της.

Ορισμένες χώρες που παραβιάζουν τις υποχρεώσεις των ως μελών της ευρωζώνης δανείζονται εξίσου φθηνά με τις «ενάρετες» χώρες της ΕΕ. Τοιουτοτρόπως αναιρούν την πίεσι δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων και υποσκάπτουν τις προσπάθειες της ΕΚΤ να συμμορφώσει τις ατακτούσες χώρες, όπως λ.χ. η Ελλάς.

Εντούτοις, οι διαχειριστές διαφόρων κερδοσκοπικών κεφαλαίων στοιχηματίζουν ότι αργά ή γρήγορα οι επιτοκιακές διαφορές θα αποκλίνουν μεταξύ των δημοσιονομικώς «αμαρτωλών» και «εναρέτων» χωρών. Η ΕΚΤ, μάλιστα, με πρόσφατο «ουδέτερο πολιτικώς σχόλιό της» τονίζει ότι η διεύρυνσι των επιτοκιακών διαφορών έχει αρχίσει και τιμωρεί τις χώρες με μεγάλα χρέη όπως η Ελλάς και η Πορτογαλία. Κάτι που ήδη εμφανίζεται με τη μορφή επιβαρύνσεως των τόκων στο ελληνικόν ισοζύγιο πληρωμών.

Το εντεύθεν ενδεχόμενο πιστοληπτικής υποβαθμίσεως της Ελλάδος είναι ακόμη χειρότερο. Γράφει η ΕΚΤ, όσον αφορά στον σύνδεσμο μεταξύ των επιτοκιακών διαφορών και της πιστοληπτικής αξιοπιστίας: «Η μακροπρόθεσμη υποβάθμισι της πιστοληπτικής αξιοπιστίας της Ελλάδος και της Ιταλίας φαίνεται να συμπίπτει με την αύξησι των επιτοκίων, αν και η άμεση αντίδρασι της αγοράς ομολόγων στην υποβάθμισι δεν έγινε άμεσα αισθητή».

Προτού γίνουν γνωστές οι δημοσιονομικές διαψεύσεις της ελληνικής κυβερνήσεως περί δήθεν συμμαζέματος των ελλειμμάτων (βλέπε Αγροτική Τράπεζα, ΟΣΕ, τιτλοποίησι οφειλών κ.λπ., ελλείμματα), η ανησυχητική εικών άρχισε να εκδηλούται στο ισοζύγιο πληρωμών της χώρας. Ακόμη και αν έλειπαν οι ανατιμήσεις του πετρελαίου, η αύξησι των τόκων κατά ένα δισ. ευρώ περίπου, ευθύνεται μεγάλως διά την κατά 45% μείωσι των συναλλαγματικών αποθεμάτων της χώρας στα 1,9 δισ. ευρώ από 3,5 δισ. ευρώ πέρυσι αντιστοίχως. Τα αποθέματα αυτά επαρκούν για εισαγωγές μόλις 16 ημερών.

Τα γνωρίζει άραγε αυτά ο κ. Καραμανλής που πολλά τυρβάζει περί την… Ολυμπιακήν και άλλα λέγει εν Θεσσαλονίκη («θα αποκρατικοποιηθή») και έτερα εν Αθήναις («θα διατηρηθή»);


Σχολιάστε εδώ