Η πολιτική κρίση στον «Γερμανό» της…

Το πολιτικό αδιέξοδο που προέκυψε μετά την πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση στη Γερμανία έρχεται να επιβεβαιώσει τη γενικευμένη κρίση που διαπερνά τα πολιτικά συστήματα σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες.

Στα «πρόσωπα» και στις «πολιτικές συμπεριφορές» του κ. Σρέντερ, της κ. Μέρκελ, αλλά και του ηγέτη των Πρασίνων κ. Φίσερ, απεικονίζεται και εκφράζεται με πιστότητα το αδιέξοδο τόσο της πάλαι ποτέ σοσιαλδημοκρατίας όσο και του (νεο)φιλελεύθερου προτύπου. Ένα αδιέξοδο που προκύπτει από τη σταδιακή σύγκλιση των δύο κλασικών στρατηγικών σε μια πολιτική που ενσωματώνεται στις επιταγές των μηχανισμών του ανταγωνισμού της ελεύθερης αγοράς.

Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ηττήθηκε για τον απλό λόγο ότι έπαψε να είναι σοσιαλδημοκρατικό. Γιατί υιοθέτησε μέτρα που αποδυνάμωσαν το κοινωνικό κράτος, καθήλωσαν την ανάπτυξη και οδήγησαν σε πρωτοφανή ύψη την ανεργία.

Τα μέτρα κατά του κοινωνικού κράτους που πρότεινε ο κ. Σρέντερ πριν από λίγους μήνες γκρέμισαν τις όποιες ψευδαισθήσεις και έδωσαν την ευκαιρία στην κ. Μέρκελ να εξαπολύσει τη νεοφιλελεύθερη «καταιγίδα» των προγραμματικών της διακηρύξεων με την οίηση που της προσέφερε η μεγάλη ποσοστιαία διαφορά των δημοσκοπήσεων.

Από εκεί και πέρα ο πολιτικός ανταγωνισμός είχε μεν ως περιεχόμενο το δίλημμα «περισσότερος ή λιγότερος νεοφιλελευθερισμός» -δηλαδή μια καθόλου ελκυστική πολιτική πρόταση- διεξάχθηκε όμως κατά κύριο λόγο στο πεδίο της πολιτικής επικοινωνίας, εκεί δηλαδή όπου η υπεροχή του κ. Σρέντερ είναι αναμφισβήτητη.

Το αποτέλεσμα των εκλογών αποδίδει ανάγλυφα το βάθος της πολιτικής κρίσης. Τα δύο μεγάλα κόμματα βγήκαν με απώλειες από την εκλογική αναμέτρηση, με χαμηλό βαθμό πολιτικής νομιμοποίησης και με χαμένη την αξιοπιστία τους στο κοινωνικοεκλογικό σώμα, κυρίως από την πλευρά της κ. Μέρκελ, το πρόγραμμα της οποίας κυριολεκτικά τρομοκράτησε μια μερίδα ψηφοφόρων.

Τα μικρότερα «συμμαχικά» κόμματα, παρά το ότι αποτελούν το πολιτικό άλλοθι των δύο μεγάλων κομμάτων, κινήθηκαν οριακά, αποδεικνύοντας το αδιέξοδο του συνόλου του πολιτικού συστήματος.

Ιδιαίτερα το Κόμμα των Πρασίνων, που ακολούθησε τα τελευταία χρόνια μια πορεία πολιτικού χαμαιλέοντος, έχει απολέσει κάθε σχέση με τις ιδρυτικές – διακηρυκτικές του αρχές και έχει μετατραπεί σε ένα πολιτικό σχήμα που συναρτά την ύπαρξη και την προοπτική του με τον «κυβερνητισμό». Αυτήν ακριβώς την πολιτική υπηρετεί και η επιλογή του κ. Φίσερ για την αποδέσμευσή του από κομματικά αξιώματα, προκειμένου το Κόμμα των Πρασίνων να είναι «ανοικτό» σε κάθε είδους κυβερνητική συνεργασία.

Το μόνο ίσως ελπιδοφόρο μήνυμα έρχεται από την πλευρά του Κόμματος της Αριστεράς που αποκαλύπτει την ανάγκη διατύπωσης ενός εναλλακτικού προτύπου απέναντι στο νεοφιλελεύθερο σχήμα των πολιτικών της διακυβέρνησης. Ασφαλώς οι προσωπικότητες των ηγετών του κόμματος αυτού -των κ. Λαφοντέν και Γκίζι- διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην άνοδό του, όμως υπάρχει ένα σημαντικό κοινωνικοεκλογικό σώμα που αναζητεί μια διέξοδο με «κοινωνικό» στίγμα.

Η πιθανότητα συγκρότησης κυβερνητικού σχήματος εκ μέρους των δύο μεγάλων κομματικών σχηματισμών αποτελεί την έκφραση ενός πολιτικού ρεαλισμού ή καλύτερα ενός πολιτικού κυνισμού που στηρίζεται όμως σε μια αδιαμφισβήτητη διαπίστωση: Δηλαδή στην ουσιαστική σύγκλιση ή και ταύτιση των οικονομικοκοινωνικών στρατηγικών των μεγάλων κομμάτων.

Εκφράζοντας την άποψη αυτή, ο γερμανός συνταγματολόγος Γιαν Ίψεν προτείνει συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, στις οποίες πρέπει από κοινού να προχωρήσουν Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες προκειμένου να προβούν σε μεταρρυθμίσεις «στο σύστημα των κοινωνικών παροχών αλλά και στο φορολογικό σύστημα, όπου Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες συμφωνούν στη μείωση του ανώτερου φορολογικού συντελεστή»… Η πρόταση αυτή δεν εκφράζει παρά την ανάγκη της συνταγματικής νομιμοποίησης του νεοφιλελευθερισμού, αφού, όπως φαίνεται, η πολιτική του νομιμοποίηση δεν μπορεί να διασφαλισθεί.

Βεβαίως το φαινόμενο της κρίσης του πολιτικού συστήματος δεν είναι «γερμανικό», αλλά αφορά ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη. Πριν από λίγα χρόνια στη Γαλλία ο σημερινός πρόεδρος κ. Σιράκ έλαβε μόλις το 18% στον πρώτο γύρο των εκλογών και εξελέγη με την ενεργοποίηση του «φοβήτρου» του Λεπέν, ενώ το Σοσιαλιστικό Κόμμα αγωνίζεται μάταια να επαναπροσδιορίσει την πολιτική και ιδεολογική του ταυτότητα. Αλλά και γενικότερα οι όποιες πολιτικές αλλαγές στις ευρωπαϊκές χώρες συντελούνται περισσότερο λόγω της αποτυχίας των κυβερνήσεων να διαχειρισθούν το πρότυπο της αγοράς και ελάχιστα οφείλονται στην πρόταξη πολιτικών και ιδεολογικών αρχών.

Η λαϊκή βούληση δεν μπορεί πια να εκφρασθεί με γνήσιο και αυθεντικό τρόπο μέσα από τα σύγχρονα πολιτικά συστήματα. Ζούμε σε καθεστώς «παρεμποδισμένης» δημοκρατίας, ενός μετανεωτερικού «πολιτικού καταναγκασμού», που απαξιώνει σταδιακά το περιεχόμενο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Πολιτική και κοινωνία έχουν εγκλωβιστεί, έχουν υποταχθεί στα προτάγματα της νεοφιλελεύθερης οικονομικοκοινωνικής στρατηγικής. Σ’ αυτό το σχήμα η πολιτική εξουσία προσπαθεί να περιορίσει το κοινωνικό κόστος που προκαλούν οι πολιτικές της αγοράς και να «υποστυλώσει» περιοχές του κατεδαφιζόμενου κοινωνικού κράτους. Η αγορά εισπράττει το όφελος, η πολιτική εισπράττει το κόστος και η κοινωνία υφίσταται τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.

Για να σπάσει το κλειστό αυτό κέλυφος είναι ανάγκη να υπάρξει ένας ριζικός επαναπροσδιορισμός της όλης κοινωνικοοικονομικής στρατηγικής, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, που θα αντιμετωπίσει συντονισμένα τα προβλήματα της ανάπτυξης, της ανεργίας, της ενίσχυσης των κοινωνικών θεσμών.

Ασφαλώς κάποιοι «ρεαλιστές» θεωρούν τέτοιου είδους προτάσεις ουτοπικές… Θα ήταν όμως καλύτερο να μας απαντήσουν τι απέδωσε ο νεοφιλελευθερισμός 15 χρόνια μετά το Μάαστριχτ και ποιος ευθύνεται για την οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση που διαπερνά σήμερα την Ευρώπη. Και τελικά ποιο μέλλον μάς περιμένει…


Σχολιάστε εδώ