Η παρέμβαση στο Συμβούλιο των Μονίμων Αντιπροσώπων
1. Αποτελεί η τουρκική δήλωση αναπόσπαστο στοιχείο των συμφωνηθέντων εγγράφων μεταξύ της Κοινότητας και των Κρατών Μελών από τη μια και της Τουρκίας από την άλλη;
Αυτή δεν είναι η περίπτωση.
Πρόκειται για μονομερή δήλωση. Η επιστολή της Προεδρίας που συνοδεύει το Πρωτόκολλο υπογεγραμμένο εν ονόματι της Κοινότητας και των Κρατών-Μελών αποτελούσε απλώς και μόνο διαβιβαστική επιστολή. Παρά το περιεχόμενο της επιστολής του Τούρκου Πρέσβη, καθίσταται σαφές ότι ούτε η εν λόγω επιστολή, ούτε η δήλωση δεν έγιναν άμεσα ή έμμεσα αποδεκτές από την Κοινότητα και από τα Κράτη Μέλη της.
Δεδομένου ότι ο Τούρκος Πρέσβης δηλώνει στην επιστολή του ότι η τουρκική δήλωση «Is attached to Turkey’s signature of the Additional Protocol and is an integral part of this exchange of letters» θα ενδείκνυτο η ΕΚ και τα Κράτη-Μέλη της να υπενθυμίσουν σε μία αντιδήλωση τον εξ ολοκλήρου μονομερή χαρακτήρα της τουρκικής δήλωσης και να υπογραμμίσουν σαφώς το γεγονός ότι η εν λόγω δήλωση δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του Πρωτοκόλλου της Άγκυρας, ούτε παράρτημά της και ακόμη περισσότερο δεν έχει επισυναφθεί σε κάποια υποτιθέμενη ανταλλαγή επιστολών.
2. Το περιεχόμενο της τουρκικής δήλωσης καθιστά νομικά άκυρη την υπογραφή του Πρωτοκόλλου από την Τουρκία;
Η απάντηση είναι αρνητική.
Η εν λόγω απάντηση θα μπορούσε να είναι καταφατική εάν η δήλωση συνιστούσε στην πραγματικότητα ουσιαστική επιφύλαξη επί του αντικειμένου και του περιεχομένου του Πρωτοκόλλου 2 π.χ. εάν επιδίωκε να καταστήσει σαφές ότι η Τουρκία δεν προτίθεται να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο στο σύνολό του ή μερικώς, ή εάν έθιγε με οποιονδήποτε τρόπο το αντικείμενο ή το περιεχόμενό του. Ωστόσο, τίποτα στη δήλωση αυτή καθαυτή δεν αντιτίθεται στο περιεχόμενο και το αντικείμενο του Πρωτοκόλλου.
Η παρα. 4 της δήλωσης αναφέρει ότι η υπογραφή, η επικύρωση και η εφαρμογή του Πρωτοκόλλου δεν συνιστούν αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και δεν επηρεάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Τουρκίας που απορρέουν από τη Συνθήκη του 1960. Το εν λόγω στοιχείο της δήλωσης (Implementation) καθιστά σαφές ότι η Τουρκία προτίθεται να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο.
Είναι γεγονός ότι στις παρα. 3 και 5 της δήλωσής της, η Τουρκία αναφέρει ότι οι σχέσεις της με το βόρειο τμήμα της νήσου δεν πρόκειται να αλλάξουν, υπογραμμίζοντας ότι οι ελληνοκυπριακές αρχές ασκούν εξουσία μόνο στο νότιο τμήμα του νησιού. Εντούτοις, το Πρωτόκολλο 10 αναφέρει ρητώς ότι «η εφαρμογή του κεκτημένου αναστέλλεται στις περιοχές της Δημοκρατίας όπου η Κυβέρνηση δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο» (Άρθρο 1, παρα. 1). Ενδείκνυται να βεβαιωθεί ότι η πολιτική μη-αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία δεν εκδηλώνεται πρακτικά ούτε παρακωλύοντας ούτε παρεμποδίζοντας την ορθή εφαρμογή του Πρωτοκόλλου.
Παραμένει το γεγονός ότι τίποτε στη δήλωση δεν υποδεικνύει κάποια πρόθεση της Τουρκίας να μην εφαρμόσει το Πρωτόκολλο. Ως εκ τούτου, η εν λόγω δήλωση σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιφύλαξη, η οποία και θα μπορούσε να επηρεάσει το αντικείμενο και το σκοπό του Πρωτοκόλλου και η υπογραφή του Πρωτοκόλλου από την Τουρκία θα πρέπει να θεωρείται έγκυρη από νομική σκοπιά.
3. Απορρέει από το κείμενο της τουρκικής δήλωσης οποιαδήποτε βούληση της Τουρκίας να μην εφαρμόσει το Πρωτόκολλο;
Τίποτε στη δήλωση δεν καθιστά δυνατή την πρόβλεψη της συγκεκριμένης συμπεριφοράς της Τουρκίας στο μέλλον. Είναι αλήθεια ότι οι παρα. 3 και 5 είναι κάπως διφορούμενες και ότι πρόσφατα λήφθηκαν μέτρα από τις τουρκικές αρχές για πλοία υπό κυπριακή σημαία και αεροσκάφη που είναι εγγεγραμμένα στην Κυπριακή Δημοκρατία. Επιπρόσθετα, οι τουρκικές δηλώσεις κατά την πρόσφατη σύνοδο του Συμβουλίου Σύνδεσης ΕΕ-Τουρκίας (26 Απριλίου 2006) δεν οδεύουν στη σωστή κατεύθυνση.
Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το Άρθρο 66 της Απόφασης Νο 1/85 του Συμβουλίου Σύνδεσης ΕΕ – Τουρκίας σχετικά με την εφαρμογή της τελωνειακής σύνδεσης το Άρθρο 5 αυτής, το οποίο απαγορεύει δραστικά μέτρα που αντιστοιχούν σε ποσοτικούς περιορισμούς, οφείλει να ερμηνευθεί βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου – Άρθρο 28 της Συνθήκης της ΕΚ. Βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου, η παρεμπόδιση μεταφοράς εμπορευμάτων ισοδυναμεί με δραστικό μέτρο, το οποίο και απαγορεύεται από το Άρθρο 28 της Συνθήκης. Επίσης, τέτοια μέτρα, εάν υιοθετούνταν από τις τουρκικές αρχές εις βάρος των κυπριακών εμπορευμάτων, θα συνιστούσαν διάκριση μεταξύ Κρατών-Μελών, γεγονός που σημαίνει ότι για αυτά το τεστ συμβατότητας με το Κοινοτικό δίκαιο είναι ακόμη πιο αυστηρό.
Οι εν λόγω νομικές υποχρεώσεις της Τουρκίας διατυπώνονται και καθίστανται σαφείς μέσω του Πρωτοκόλλου για την εφαρμογή της Συμφωνίας της Άγκυρας. Η εφαρμογή του θα έπρεπε λοιπόν να επιφέρει αλλαγή της στάσης των τουρκικών αρχών σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης των κυπριακών πλοίων και αεροσκαφών. Συνεπώς, η τουρκική συμπεριφορά οφείλει να εξετασθεί.
Θα ήταν ενδεχομένως ενδεδειγμένο η αντιδήλωση της ΕΚ και των Κρατών-Μελών να υπογραμμίζει ότι η ΕΕ αναμένει από την Τουρκία την πλήρη και άνευ διακρίσεων εκπλήρωση των υποχρεώσεών της. Εν συνεχεία εναπόκειται στην Επιτροπή και τα Κράτη – Μέλη να εξετάσουν πώς έχουν τα πράγματα στην πράξη, συμπεριλαμβανομένης και της μεταχείρισης από την Τουρκία των Κυπριακών πλοίων και αεροσκαφών που μεταφέρουν εμπορεύματα στη χώρα αυτή.
4. Αποτελεί νομική υποχρέωση της Τουρκίας να αναγνωρίσει ρητώς, de jure, την Κυπριακή Δημοκρατία προκειμένου να ξεκινήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας με την ΕΕ;
Υπενθυμίζεται ότι οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις δεν θα διεξαχθούν μεταξύ της Ένωσης και της Τουρκίας, αλλά μεταξύ της Τουρκίας και των 25 Κρατών – Μελών της Ένωσης.
Συνεπώς, προκύπτει ότι η έναρξη των διαπραγματεύσεων θα επιφέρει αναπόφευκτα την de facto αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία.
Άλλωστε, είναι σαφές ότι το τέλος των διαπραγματεύσεων, σε περίπτωση που έχουν ως αποτέλεσμα την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, θα επιφέρει αναπόφευκτα την de jure αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία.
Πέραν των δύο ανωτέρω διαπιστώσεων, υπάρχει νομική υποχρέωση που θα επέβαλε την de jure αναγνώριση με την έναρξη των διαπραγματεύσεων; Πιστεύω ότι η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι αρνητική. Δεν θεωρώ ότι υπάρχει κανόνας δικαίου που να επιβάλει τέτοια υποχρέωση. Το ερώτημα λοιπόν είναι αποκλειστικά πολιτικό: το καθένα από τα σημερινά 25 Κράτη – Μέλη οφείλει να αποφασίσει, σε πολιτικό επίπεδο, εάν επιθυμεί να απαιτήσει de jure αναγνώριση κατά την έναρξη των διαπραγματεύσεων ή να περιμένει μια μεταγενέστερη ημερομηνία, δεδομένου ότι και τα δύο σενάρια είναι νομικώς επιτρεπτά.
5. Η επανάληψη της θέσης της Τουρκίας για μη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας μπορεί να παραμείνει αναπάντητη;
Όπως ανέφερα ήδη, η επανάληψη της τουρκικής πολιτικής για αυτό το ζήτημα, δεν θέτει σε αμφισβήτηση τη νομική ισχύ της υπογραφής του Πρωτοκόλλου. Η Τουρκία οφείλει και μπορεί να εφαρμόσει εξ ολοκλήρου τις υποχρεώσεις της, παρά τη νομική μη αναγνώριση. Αυτό σημαίνει ότι η επίσημη μη αναγνώριση της Κύπρου επ’ ουδενί δεν πρέπει να αποτελέσει πρόσχημα ή μέσο για να δημιουργηθεί ένα εμπόδιο ή να επηρεασθεί η εφαρμογή του Πρωτοκόλλου. Εναπόκειται στην Επιτροπή και τα Κράτη – Μέλη να ελέγξουν την όλη κατάσταση.
Εντούτοις, η Τουρκία επαναλαμβάνοντας τα περί μη αναγνώρισης της Κύπρου, δεν σέβεται τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΕ και εφαρμόζει πολιτική που αντίκειται στην πάγια πολιτική της ΕΕ, ως αυτή έχει υιοθετηθεί στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ. Ως εκ τούτου, η εν λόγω δήλωση δύσκολα μπορεί να παραμείνει αναπάντητη. Η αντιδήλωση της ΕΚ και των Κρατών-Μελών της θα μπορούσε να καταγράφει τη δυσαρέσκειά της για την στάση αυτή της Τουρκίας και να υπενθυμίσει την θέση της ΕΕ σχετικά με την Κυπριακή Δημοκρατία και το εφαρμοστέο διεθνές δίκαιο.
1. Το Πρωτόκολλο αφορά στην εφαρμογή της Συμφωνίας Σύνδεσης μεταξύ της ΕΚ και της Τουρκίας με τα 10 νέα Κράτη-Μέλη συμπεριλαμβανομένης και της Κυπριακής Δημοκρατίας.
2. Βλέπε άρθρα 19 και ακόλουθα της Συνθήκης της Βιέννης και του 1969 επί του δικαίου των συνθηκών.