Ένας Εφέτης βάζει φωτιά…
Όλα ξεκίνησαν από μια επιστολή που έστειλε ένας Εφέτης στο έγκυρο νομικό περιοδικό «Δίκη», που εκδίδει ο γνωστός καθηγητής Κώστας Μπέης και στην οποία εξέφραζε το παράπονο ότι δεν δημοσιεύθηκε μια απόφαση που είχε στείλει και στην οποία ήταν εισηγητής και κατέληγε ζητώντας τη διαγραφή του από τον κατάλογο των συνδρομητών! Θυμίζουμε ότι ο κ. Μπέης έχει θητεύσει σε κρίσιμες πολιτικές θέσεις επί κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου, στη Γενική Γραμματεία της Βουλής επί προέδρου Γιάννη Αλευρά και στη συνέχεια Γενικός Γραμματέας της Προεδρίας της Δημοκρατίας, όπου είχε τη σύγκρουση με τον Σαρτζετάκη.
Ο εφέτης Αθηνών κ. Κωνσταντίνος Ασημακόπουλος έστειλε στη «Δίκη» την πιο κάτω επιστολή:
«Πάτρα 13 Ιουνίου 2005
Προς τη ΔΙΚΗ, Μηνιαία Επιθεώρηση του Δικονομικού Δικαίου, Αγίου Ισιδώρου αριθμ. 35Με την παρούσα επιστολή μου θέλω να σας γνωρίσω ότι προ μηνών έστειλα προς δημοσίευση από το περιοδικό σας μία απόφαση του Εφετείου Αθηνών (Τμήμα Εργατικών Διαφορών), η οποία είχε εκδοθεί κατά πλειοψηφία και της οποίας ήμουν εισηγητής και στην πλευρά της μειοψηφίας.
Ματαίως περίμενα να τη δημοσιεύσετε, αν και είχα τις επιφυλάξεις μου ότι για λόγους σκοπιμότητας θα την ʽʽαπορρίπτατε”, άλλωστε είναι αναφαίρετο δικαίωμά σας να επιλέγετε τις αποφάσεις και τις γνωμοδοτήσεις που θα δημοσιεύσετε στο περιοδικό της ιδιοκτησίας σας.
Θα μπορούσα να σας στείλω και πάλι την απόφαση, αλλά νομίζω ότι θα είχε την ίδια τύχη.
Η θεωρία από την πράξη απέχει όσο η Ανατολή από τη Δύση.
Η ενέργειά σας όμως αυτή κλόνισε την εμπιστοσύνη μου απέναντι στο περιοδικό σας, του οποίου θέλω μετά τη λήξη του τρέχοντος έτους να διακοπεί η αποστολή του.
Θα μπορούσα να σας γράψω και άλλα πολλά για ʽʽσυντεχνίες” κ.λπ. αλλά δεν ωφελεί, μάλλον βλάπτει.
Μπορείτε να κάνετε χρήση της επιστολής μου.
Με εκτίμηση
Κων/νος Ασημακόπουλος
Εφέτης Αθηνών»
Η αιτία
Πριν προχωρήσουμε στην παράθεση της απάντησης του κ. Μπέη, αλλά και αποσπασμάτων της απόφασης, καθώς και της πρότασης του εισηγητή της μειοψηφίας, χρήσιμο είναι, για να καταλάβουν οι αναγνώστες, περί ποιας… ταμπακιέρας έγινε αυτή η αντιπαράθεση, να σημειώσουμε ποιο ήταν το αντικείμενο της αγωγής.
Ο ενάγων ήταν αναπληρωτής καθηγητής της Πολιτικής Δικονομίας στο Τμήμα Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και δικηγόρος στον Άρειο Πάγο και από το εναγόμενο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας όπου είχε προσληφθεί ως νομικός σύμβουλος διεκδικούσε το ποσόν των 8.316,65 ευρώ.
Ήταν ο κ. Κλαμαρής;
Κι εδώ, επειδή στο δημοσίευμα του περιοδικού «Δίκη» αποφεύγεται να αναφερθεί το όνομα του ενάγοντος καθηγητή κι επειδή πολλά κυκλοφορούν, ρωτάμε ευθέως αν ο ενάγων, ο οποίος διεκδικεί τα 8.316,65 ευρώ, είναι πράγματι ο διευθυντής του Νομικού Γραφείου του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή, καθηγητής κ. Κλαμαρής.
Άλλωστε και την αιχμή για «συντεχνίες» δεν τη διατύπωσε τυχαία ο κ. εφέτης. Αφορά το γεγονός ότι ο υπεύθυνος του περιοδικού κ. Μπέης ήταν συνάδελφος με τον ενάγοντα καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικής Δικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, γι’ αυτό και ο κ. Μπέης μιλάει, όπως θα δείτε στη συνέχεια, για «πανεπιστημιακά κουτσομπολιά» (!) και για «γραφικά ή θλιβερά καμώματα πανεπιστημιακών καθηγητών».
Τι λέει ο κ. Μπέης
Στην απάντησή του ο εκδότης του περιοδικού σημειώνει τα εξής (δημοσιεύουμε τα πιο σημαντικά σημεία):
«1. Η παραπάνω επιστολή διαβιβάστηκε αμέσως στο λογιστήριο του περιοδικού για να εκτελεστεί η επιθυμία του κ. επιστολογράφου να διαγραφεί από τον κατάλογο των συνδρομητών του επόμενου έτους 2006.
2. Επί της ουσίας της διαμαρτυρίας: Όντως τον Μάρτιο ε.έ. το ταχυδρομείο έφερε την απόφαση ΕφΑθ 1181/2004, με εισηγητή τον αποστολέα του φακέλου, πλην η απόφαση δεν αναφερόταν αμέσως ή εμμέσως σε κανένα (σοβαρό ή μη) ερμηνευτικό πρόβλημα του δικονομικού δικαίου, όπως κάθε αναγνώστης του περιοδικού μπορεί αμέσως να διαπιστώσει, διαβάζοντας το κείμενο αυτής της απόφασης, που ήδη, ως τεκμήριο, δημοσιεύεται (σελ. 1107 επ.), ύστερα από τον θόρυβο, τον οποίο περιέργως ο κ. εισηγητής της επέλεξε».
Σε άλλο σημείο ο κ. Μπέης παρατηρεί:
«Αν αυτή η διάσταση της συγκεκριμένης διαφοράς, στην οποία εκδόθηκε η απόφαση ΕφΑθ 1181/2004, την οποία εισηγήθηκε ο κ. αποστολέας της παραπάνω επιστολής, έχει ή δεν έχει ενδιαφέρον για τα δικαστικά και τα πανεπιστημιακά κουτσομπολιά, αναφορικά με κάποια γραφικά ή θλιβερά ή και αδιάφορα καμώματα ή νόμιμες ενέργειες πανεπιστημιακών καθηγητών, όλα αυτά ασφαλώς δεν προσφέρονται ως ύλη για τους οπωσδήποτε σοβαρούς αναγνώστες αυτού εδώ του περιοδικού, ούτε για τον συντάκτη αυτών των γραμμών, ως διατελέσαντα τακτικό (και από τριετίας, ομότιμο) καθηγητή της Πολιτικής Δικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μήτε και για τους άλλους συνεργάτες αυτού εδώ του περιοδικού, που μοχθούν να διεξάγουν επιστημονικό διάλογο από τις στήλες του, μακριά από τα έργα και της ημέρες διαφόρων συγκεκριμένων προσώπων της επικαιρότητας.
Γι’ αυτούς τους λόγους δεν αγγίζουν αυτό εδώ το περιοδικό, ούτε εμένα, οι απροσδόκητες αναφορές, στις οποίες προδήλως με (αδικαιολόγητο) βρασμό φαίνεται να παρασύρθηκε ο κ. επιστολογράφος, καθώς επέτρεψε στον αυτοσεβασμό του να εκτοξεύει δεινές κατηγορίες για δήθεν εκ μέρους της Δίκης και εμένα προσωπικώς επιλεκτικές δημοσιεύσεις αποφάσεων και γνωμοδοτήσεων, καθώς και για δήθεν μεθοδεύσεις, που τάχα προδίδουν συντεχνιακό πνεύμα. Ασφαλώς θα έπρεπε να σταθμίσει πιο ψύχραιμα, σε ποιον απευθυνόμενος δικαιούται να κάνει λόγο για την απόσταση ανάμεσα σε θεωρία και δικαστική πρακτική.
Οι συνεργάτες της Δίκης και ο συντάκτης αυτών των γραμμών θλίβονται για το περιεχόμενο και το ύφος που, δίχως λόγο, χωρίς καμία τεκμηρίωση, και με πρόδηλη έλλειψη περίσκεψης, χαρακτηρίζουν την παραπάνω επιστολή, που με κατάπληξη λάβαμε. Αλλά οπωσδήποτε το ʽʽήθος”, που αυτή εκφράζει, δεν αφορά εμάς εδώ».
Και το… ζουμί
Από την απόφαση του Εφετείου Αθηνών παραθέτουμε στη συνέχεια τα σημεία εκείνα που φωτίζουν τις διαφορές μεταξύ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και του καθηγητή (του κ. Κλαμαρή αν πράγματι εννοείται αυτός) και επιτρέπουν στον καθένα να διαμορφώσει τη δική του άποψη:
«Το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ., νομίμως εκπροσωπούμενο, την 30-10-1990 κατάρτισε μετά του ενάγοντος την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη έγγραφη σύμβαση, με την οποία προσελήφθη ο ενάγων, αναπληρωτής καθηγητής της Πολιτικής Δικονομίας στο Τμήμα Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Δικηγόρος στον Αρειο Πάγο, ως νομικός σύμβουλος με σύμβαση αορίστου χρόνου και με πάγια αντιμισθία.
Στα καθήκοντα του ενάγοντος, ως νομικού συμβούλου, ενέπιπταν και τα καθήκοντα του προϊσταμένου της νομικής υπηρεσίας του εναγόμενου, με την έννοια του άρθρου 92 Α § 3 Ν.Δ. 3026/54. Από το κείμενο της ανωτέρω συμβάσεως προκύπτει ότι ο ενάγων προσελήφθη και κατείχε τη θέση του νομικού συμβούλου του εναγόμενου με αντικείμενο απασχολήσεως τα αναφερόμενα καθήκοντα στον με αριθμό 3 ειδικότερο όρο της συμβάσεως.
Μετά την κατάρτιση της ανωτέρω συμβάσεως και με την Φ. 124/7/Β2-43/17-1 -1991 απόφαση του υφυπουργού εθνικής παιδείας και θρησκευμάτων παρεσχέθη στον ενάγοντα (μέλος Δ.Ε.Π. πλήρους απασχολήσεως) η άδεια να κατέχει, ως δεύτερη θέση και τη θέση του νομικού συμβούλου του εναγόμενου (Πανεπιστημίου Θεσσαλίας).
Από τις ανωτέρω όμως αναφερόμενες μεταγενέστερες διατάξεις του ν. 2530/1997 προκύπτει ότι μέλος ΔΕΠ πλήρους απασχολήσεως δεν μπορεί να κατέχει οποιαδήποτε έμμισθη θέση στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, πλην της εκ της ιδιότητας του προβλεπόμενης θέσης του μέλους δύο κατ’ ανώτατο όριο επιτροπών ή Δ.Σ. του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα, εκτός εάν βρίσκεται σε αναστολή.
Επομένως ο ενάγων, ο οποίος προσελήφθη από το εναγόμενο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ως νομικός του σύμβουλος, και η πρόσληψη του έγινε κατ’ εξαίρεση της αναστολής των διορισμών στο δημόσιο τομέα με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου με πάγια αντιμισθία σε αντίστοιχη θέση του συγκεκριμένου ΑΕΙ, για την κατοχή της οποίας ως δεύτερης, πλην του μέλους του ΔΕΠ στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών θέσης, αυτός (ενάγων) έλαβε άδεια με απόφαση του υπουργού εθνικής παιδείας και θρησκευμάτων και από την οποία θέση επέλεξε αυτός να λαμβάνει τα 3/4 των αποδοχών αυτής, δεν μπορεί έκτοτε (από την έναρξη ισχύος του ν. 2530/1997) να κατέχει τη θέση αυτή (νομικός σύμβουλος ΑΕΙ με πάγια αντιμισθία), εφόσον η αναφερομένη θέση δε μπορεί να ενταχθεί στην περ. ζ’ της § 2 του αρθρ. 2 ν. 2530/1997, και να θεωρηθεί ως άσκηση ελευθερίου επαγγέλματος από μέλους ΔΕΠ.
Συνεπώς η σύμβαση του ενάγοντος είναι άκυρη μετά την ισχύ του ανωτέρω νόμου (2530/1997) αυτός (ενάγων), μέλος ΔΕΠ πλήρους απασχολήσεως, δεν επιτρέπεται να κατέχει την έμμισθη θέση του νομικού συμβούλου στο εναγόμενο (ΑΕΙ) και κατά συνέπεια δεν δικαιούται ο ενάγων τις αιτούμενες αποδοχές (μισθούς Ιουνίου – Δεκεμβρίου 2001, δώρο Χριστουγέννων και επίδομα άδειας 2001), με βάση τη σύμβαση έμμισθης εντολής, και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκανε δεκτή την αγωγή ως προς την κύρια βάση της, έσφαλε κατά την ορθή εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και πρέπει κατά παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως να γίνει δεκτή αυτή (έφεση) ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση, να εξετασθεί εκ νέου η αγωγή και να απορριφθεί αυτή (αγωγή) ως αβάσιμη ως προς την κύρια βάση της.
Μετά την απόρριψη όμως της κύριας βάσης της αγωγής πρέπει να εξετασθεί η αγωγή ως προς την επικουρική της βάση, αυτή του αδικαιολόγητου πλουτισμού (αρθρ. 904 επ. ΑΚ), την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εξέτασε λόγω της παραδοχής της κύριας βάσης της αγωγής.
Με την επικουρική αυτή βάση ο ενάγων ζητεί την επιδίκαση του αιτούμενου χρηματικού ποσού ισχυριζόμενος ότι το εναγόμενο, στην θέση που κατείχε αυτός, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ʽʽθα ήταν αναγκασμένο να απασχολήσει άλλο δικηγόρο – νομικό σύμβουλο στην υπηρεσία του για τις ίδιες εργασίες και στον οποίο θα κατέβαλλε τα παραπάνω ποσά, τα οποία ωφελήθηκε σε βάρος μου, και έγινε πλουσιότερο σε βάρος της δικής μου περιουσίας και ο πλουτισμός αυτός σώζεταιʼʼ. Η βάση αυτής της αγωγής είναι νόμιμη.
Ο εφέτης εισηγητής ζητά να απορριφθεί
Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του δικαστηρίου τούτου (εισηγητή – δικαστή κ. Κων/νου Ασημακόπουλου) η επικουρική βάση της αγωγής του ενάγοντος από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι αξίωση για μισθό από μέρους του εργαζομένου υπάρχει όταν παρέχεται αντίστοιχη εργασία.
Ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται και στη σύμβαση αμειβόμενης εντολής. Απαραίτητο στοιχείο της βάσεως του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι η παροχή από μέρους του εργαζόμενου εργασίας ή στην περίπτωση της έμμισθης εντολής της εκτέλεσης της υπόθεσης που έχει ανατεθεί στον εντολοδόχο. Στην περίπτωση όμως του ενάγοντος δεν αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα θα κάλυπτε οπωσδήποτε τη θέση του νομικού συμβούλου του με έτερο του ενάγοντος δικηγόρο, εφόσον αυτό (εναγόμενο) προκήρυξε τη θέση αυτή δύο (2) φορές χωρίς όμως να προβεί και στην κάλυψή της ελλείψει επαρκών προσόντων των εκάστοτε υποψηφίων.
Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο ωφελήθηκε από την προσφορά συγκεκριμένων νομικών υπηρεσιών από μέρους του ενάγοντος με τη διεκπεραίωση νομικών υποθέσεών του εντός του επιδίκου χρονικού διαστήματος, αλλά και στην περίπτωση αυτή (διεκπεραίωση ορισμένων νομικών υποθέσεων) έχει αυτός (ενάγων) απαίτηση για κάθε μία χωριστή πράξη, με βάση τις σχετικές διατάξεις περί αμοιβών του κώδικα περί δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954)».
Τεράστιο ηθικό θέμα
Από όλα τα παραπάνω, στην περίπτωση που ο ενάγων καθηγητής είναι πράγματι ο σημερινός διευθυντής του Νομικού Γραφείου του πρωθυπουργού, δημιουργείται τεράστιο ηθικό θέμα για τον κ. Κλαμαρή. Διότι αποδεικνύεται ότι το 1997, επί κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ, η πρόσληψή του από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας που εγκαλεί, έγινε ΚΑΤ’ ΕΞΑΙΡΕΣΙΝ και αφού του δόθηκε άδεια από τον τότε υπουργό Παιδείας! Και σήμερα έχει διορισθεί από μία αντίπαλη κομματικά κυβέρνηση! Μήπως τότε ο κ. καθηγητής έδωσε όρκους πίστεως στο ΠΑΣΟΚ και σήμερα στη ΝΔ; Αν κάτι τέτοιο συμβαίνει, ωραίο παράδειγμα δίνετε στους φοιτητές σας, κύριε Κλαμαρή…
Υπάρχει όμως και ένα ακόμη ηθικό θέμα. Από την αγωγή του κ. καθηγητή προκύπτει ότι ζητάει τα 8.316,65 ευρώ για εργασία που δεν πρόσφερε! Είναι πρέπον; Να ζητάει χρήματα που δεν τα δούλεψε; Ένας αργόμισθος τι διαφορά έχει; Και για να μην υπάρχει αμφιβολία τι χρήματα διεκδικεί ο κ. καθηγητής -ο κ. Κλαμαρής αν πράγματι αυτός έχει προσφύγει ως ενάγων- κατά του Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας, παραθέτουμε στη συνέχεια την απαίτησή του όπως καταγράφεται στην απόφαση του Εφετείου:
«Ο ενάγων δικαιούται το ποσόν των 2.783.900 δραχμών (244.400 δραχμές βασικός μισθός + 71.000 δραχμές κίνητρο απόδοσης (παραγωγικότητας) + 18.000 δραχμές επίδομα σπουδών = 333.400 δραχμές Χ 7 μήνες = 2.333.000 δραχμές + 333.400 δραχμές αποδοχές ενός μήνα για Δώρο Χριστουγέννων + 166.700 δραχμές αποδοχές ½ μήνα για επίδομα αδείας) που αντιστοιχούν σε 8.316,65 ευρώ»!