Άνθρακες ο θησαυρός της αντιδήλωσης της ΕΕ

Απογοητευτική αλλά αναμενόμενη μετά την άρνηση της κυβέρνησης Καραμανλή (η οποία πειθανάγκασε και την κυβέρνηση της Λευκωσίας να την ακολουθήσει) να συμπαραταχθεί με τη μοναδική πραγματική «αντιδήλωση» που υπήρχε και την οποία πρότεινε χωρίς περιστροφές ο Γάλλος πρωθυπουργός Ντομινίκ ντε Βιλπέν: Να μην αρχίσουν καν οι ενταξιακές συνομιλίες στις 3 Οκτώβρη, αν προηγουμένως η Τουρκία δεν αναγνωρίσει την Κύπρο!

Θέση κρυστάλλινη και πολύ αποτελεσματική πολιτικά, με άμεσες συνέπειες για την Άγκυρα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η οποία εξ αντικειμένου θα έθετε την τουρκική πολιτική, οικονομική και στρατιωτική ελίτ μπροστά σε πολύ σοβαρά διλήμματα και θα την υποχρέωνε να πάρει αποφάσεις στρατηγικού χαρακτήρα. Θα έπρεπε ή να διακυβεύσει την ευρωπαϊκή της προοπτική ή να υποχωρήσει από την παρανοϊκή θέση ότι δεν αναγνωρίζει μια χώρα που είναι μέλος μιας διεθνούς ένωσης στην οποία θέλει να ενταχθεί – κάτι που δεν συνιστά δα και καμιά σοβαρή υποχώρηση αντικειμενικά, άσχετο αν οι Τούρκοι είχαν τόσο αποθρασυνθεί ώστε να το θεωρούν δήθεν «αδιαπραγμάτευτο».

Δυστυχώς, η Αθήνα και η Λευκωσία δεν στήριξαν αυτήν τη γραμμή και έτσι πέσαμε στους συμβιβασμούς και τις εκπτώσεις.

Παράταση… δέκα χρόνων!


Από τη στιγμή που οι συνομιλίες αρχίζουν την άλλη Δευτέρα άνευ όρων, αντικειμενικά οι όροι πλέον δεν μπορούν πάρα να διολισθήσουν προς την άλλη άκρη της διαδικασίας, προς το τέλος της. Από όροι – προϋποθέσεις έναρξης των διαπραγματεύσεων μεταβάλλονται αντικειμενικά σε όρους επισφράγισης της ένταξης. Με άλλα λόγια η Άγκυρα πήρε με τον τρόπο αυτόν παράταση δέκα – δεκαπέντε χρόνων (!) για να συμμορφωθεί με τις όποιες απαιτήσεις της ΕΕ όσον αφορά την Κύπρο.

«Η αναγνώριση όλων των κρατών – μελών είναι απαραίτητο συστατικό της ενταξιακής διαδικασίας.

Έτσι η ΕΕ υπογραμμίζει τη σημασία που αποδίδει στην ομαδοποίηση των σχέσεων μεταξύ της Τουρκίας και όλων των κρατών – μελών της ΕΕ το συντομότερο δυνατόν», αναφέρει χαρακτηριστικά η αντιδήλωση. Μπορεί κανείς να δεχτεί ότι αποτελεί κέρδος η αναγραφή ρητά της ανάγκης αναγνώρισης ως συστατικού της ενταξιακής διαδικασίας, είναι όμως ταυτόχρονα πασιφανής η προσπάθεια αποφυγής ρητών και κατηγορηματικών δεσμεύσεων.

Μόνο με την Κύπρο έχει πρόβλημα η Άγκυρα. Γιατί λοιπόν δεν μπήκε η πολύ απλή φράση «η ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας να ανασταλεί, αν δεν αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία»; Γιατί χρησιμοποιείται η λέξη «ομαλοποίηση» των σχέσεων και όχι «αναγνώριση»; Γιατί δεν προσδιορίζεται κανενός είδους συνέπεια η κύρωση για την Τουρκία, αν δεν συμμορφωθεί με την προτροπή «ομαλοποίησης» των σχέσεών της με τη Λευκωσία, παρ’ όλο που η «ομαλοποίηση» είναι πολύ ασαφέστερη έννοια από τη μονοσήμαντα προσδιορισμένη «αναγνώριση»;

Το ίδιο και για το Πρωτόκολλο


Ίδια και χειρότερη είναι η κατάσταση και με το περιβόητο Πρωτόκολλο που υποτίθεται ότι θα εξανάγκαζε την Άγκυρα να ανοίξει τα λιμάνια και τα αεροδρόμιά της σε κυπριακά πλοία και αεροπλάνα, αφού αναφέρεται στη διακίνηση αγαθών.

Στην αντιδήλωση η ΕΕ τονίζει όντως πως «η Τουρκία οφείλει να εφαρμόσει πλήρως το πρωτόκολλο σε σχέση με όλα τα κράτη – μέλη». Τονίζει όμως και ότι «η έναρξη των διαπραγματεύσεων στα σχετικά κεφάλαια εξαρτάται από την εφαρμογή εκ μέρους της Τουρκίας των συμβατικών υποχρεώσεών της έναντι όλων των κρατών – μελών». Αυτό σημαίνει πως οι διαπραγματεύσεις στα υπόλοιπα κεφάλαια μπορούν να διεξάγονται ανενόχλητα και τα λιμάνια της Τουρκίας να παραμένουν κλειστά για τους Κύπριους μέχρι τα τελευταία στάδια των συνομιλιών.

Αυτή η άμεση σύνδεση με τις διαπραγματεύσεις για τα «σχετικά κεφάλαια» αντικειμενικά εξουδετερώνει στην πράξη τη διατύπωση της αντιδήλωσης της ΕΕ ότι: «η μη πλήρης εφαρμογή των υποχρεώσεων θα επηρεάσει τη συνολική πρόοδο των διαπραγματεύσεων», η οποία είναι πολύ γενικότερη και θα υπόκειται στην πολιτική εκτίμηση -άρα τις τρέχουσες σκοπιμότητες- των «25» ανά πάσα στιγμή ως προς το αν η Τουρκία εφαρμόζει επαρκώς ή όχι τις συμβατικές της υποχρεώσεις.

Όταν η ΕΕ δεν βάζει ως προϋπόθεση έναρξης των διαπραγματεύσεων την αναγνώριση, θέμα που «βγάζει μάτια», αντιλαμβάνεται κανείς τι θα γίνεται κάθε φορά που θα πρέπει να εκτιμηθεί από 30 και πλέον ηγέτες πόσο καλά ή όχι εφαρμόζει το Πρωτόκολλο η Τουρκία, η οποία έτσι κι αλλιώς θα το εφαρμόζει άριστα για τους υπόλοιπους 29!

Ας μην έχουμε αυταπάτες και ας μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας ως προς το τι είναι βέβαιο πως θα αποφασίζουν…

Οι τουρκικές αντιδράσεις


Εύλογα γεννιέται το ερώτημα: Αν τα πράγματα είναι έτσι, τότε γιατί γκρινιάζουν οι Τούρκοι ηγέτες και γιατί επικρίνει την κυβέρνηση Ερντογάν μεγάλο μέρος του τουρκικού Τύπου;

Η απάντηση είναι απλή. Η τουρκική κυβέρνηση φώναζε γιατί έχει τόσο αποθρασυνθεί από τη μέχρι τώρα στάση της ΕΕ, ιδίως μετά την απόφαση του Δεκέμβρη του 2004, που έχει σχηματίσει την εντύπωση ότι μπορεί να τα πάρει όλα στο Κυπριακό και μάλιστα αμέσως τώρα, να μην αναλάβει απολύτως καμιά δέσμευση σε σχέση με τη Λευκωσία ούτε για το μέλλον.

Αν θυμηθούμε την επαίσχυντη στάση της μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν και τους εκβιασμούς που πήγε να ασκήσει πάνω στους Ελληνοκύπριους με τις απόπειρες πραξικοπηματικής εξίσωσης της νόμιμης κυπριακής κυβέρνησης με το κατοχικό καθεστώς του τουρκοκυπριακού τομέα, τις υποσχέσεις και προσπάθειες παράνομης οικονομικής ενίσχυσης των Τουρκοκυπρίων, κ.λπ. δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί κακοφαίνεται στην Άγκυρα να διαβάζει π.χ. στην αντιδήλωση της ΕΕ το αυτονόητο -ότι: «η ΕΕ και τα κράτη μέλη υπογραμμίζουν πως αναγνωρίζουν μόνο την Κυπριακή Δημοκρατία ως υποκείμενο Διεθνούς Δικαίου»- και να δυσανασχετεί. Το ίδιο και ο τουρκικός Τύπος, ο οποίος άλλωστε στο μεγαλύτερο μέρος του πρόσκειται στο στρατιωτικοπολιτικό κατεστημένο της αντιπολίτευσης.

Καμία ρητή δέσμευση


Εμείς όμως απαιτείται να κάνουμε μια ψύχραιμη αποτίμηση τόσο του πλαισίου που δημιουργεί η αντιδήλωση, όσο και του από πού ξεκινήσαμε στο θέμα των σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας και πού έχουμε φτάσει σήμερα.

Τον Δεκέμβρη, κατά εγκληματικό τρόπο και με άμεση συνενοχή της Αθήνας και Λευκωσίας, οι «25» δεν καθόρισαν ως όρο έναρξης των ευρωτουρκικών διαπραγματεύσεων την αναγνώριση της Κύπρου από την Τουρκία. Τώρα, με την αντιδήλωση, με έμμεσο τρόπο επιβεβαιώνεται ότι ΕΕ και Τουρκία μπορούν άνετα να διαπραγματεύονται επί δέκα ή δεκαπέντε χρόνια χωρίς να υπάρχει ανάγκη αναγνώρισης, η οποία υποτίθεται πως έχει μετατεθεί για το τέλος των συνομιλιών, πριν από την ένταξη. Ακόμη χειρότερα, ούτε για τότε υπάρχει ρητά δέσμευση! Άλλο πράγμα να έγραφε η δήλωση της ΕΕ: «Η ένταξη είναι αδύνατη, αν δεν προηγηθεί η αναγνώριση» και εντελώς άλλο πράγμα να γράφει, όπως τώρα, ότι η αναγνώριση όλων των κρατών – μελών είναι: «απαραίτητο συστατικό της ενταξιακής διαδικασίας».

Η δεύτερη διατύπωση, πολύ πιο αόριστη, αφήνει μεγάλα περιθώρια νέου γύρου ομηρικών συζητήσεων μετά δέκα χρόνια.

Βαριά του τάφου σιωπή


Υπάρχουν όμως κι άλλα ζητήματα πολύ σοβαρότερα, τα οποία αποσιωπώνται και κοντεύουμε να τα ξεχάσουμε κι εμείς. Σε απολύτως κανένα από τα έγγραφα που καθορίζουν το πλαίσιο της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας δεν αναφέρεται τίποτα ούτε για κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου ούτε για αποχώρηση τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων!

Αντιλαμβανόμαστε τι τραγική υποχώρηση έχουν κάνει οι κυβερνήσεις Αθήνας και Λευκωσίας; Αυτό σημαίνει ότι από τη στιγμή που Άγκυρα και Βρυξέλλες ρυθμίσουν τα θέματα π.χ των τραπεζών ή των αγροτικών προϊόντων και οδηγήσουν, χωρίς μέχρι τότε να έχει προηγουμένως λυθεί το Κυπριακό, σε αίσιο πέρας τις ευρωτουρκικές διαπραγματεύσεις, η Τουρκία θα μπει πανηγυρικά στην ΕΕ και εξίσου πανηγυρικά θα συνεχίσει να κρατάει υπόδουλη τη μισή Κύπρο, με τη σύμφωνη γνώμη της Αθήνας και της Λευκωσίας! Έχουμε τρελαθεί τελείως;

Και βλέπει κανείς τον πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή, αντί να προσπαθεί να ευαισθητοποιήσει την Ευρώπη μπροστά σ’ αυτόν τον κίνδυνο και να προσπαθεί να αποτρέψει αυτήν την τραγωδία θέτοντας έστω και μονομερώς ως όρο προς την Άγκυρα το «Δεν υπάρχει περίπτωση ένταξης, αν δεν υποχωρήσουν τα κατοχικά στρατεύματα», να βγαίνει σε συνέντευξή του στη «Φιγκαρό» και να λέει τι; Ότι… δεν είναι έντιμο να προτείνει η ΕΕ στην Τουρκία «προνομιακή σχέση» και όχι πλήρη ένταξη!

Τι να πει έπειτα κανείς…


Σχολιάστε εδώ