Παραχωρήσεις στο Αιγαίο εισηγείται ο πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ κ. Λουκάς Τσούκαλης
Σχετικά νέος, πλούσια χαίτη, ευσταλής, μοιάζει να ήρθε στο στούντιο κατευθείαν από το γήπεδο του τένις. Μόνο η έκφραση του προσώπου και ο τόνος της φωνής εκπέμπουν την εικόνα του εθισμένου να ομιλεί από καθέδρας. Διότι ο κ. Τσούκαλης -καλεσμένος ενίοτε σε συζήτηση επί διεθνών θεμάτων- δεν εκφράζει απόψεις. Αποφαίνεται. Ο λόγος του, κοφτός, κατηγορηματικός, θυμίζει διάγνωση διεθνούς ιατρικής αυθεντίας, που δεν επιδέχεται συζήτηση, πολλώ δε μάλλον αμφισβήτηση. Αντιλαμβάνεσαι από την εικόνα και την εκφορά ότι αυτός ο εγκέφαλος δεν έχει θέση για αμφιβολίες και βασανιστικά ερωτηματικά. Είναι ασφυκτικά πλήρης από βεβαιότητες και αξιώματα. Ειναι γεγονός ότι σπανίζουν οι τηλεοπτικές εμφανίσεις του. Ίσως από δική του επιλογή, με το σκεπτικό ότι η συχνή εμφάνιση στα παράθυρα φθείρει. Ίσως και ελλείψει προσκλήσεων, οφειλόμενη στην εκτίμηση ότι αυτή η εικόνα δεν περνάει καλά στο γυαλί.
Ο καθηγητής Λ. Τσούκαλης είναι ο πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Εξωτερικής και Αμυντικής (!) Πολιτικής, του περιώνυμου ΕΛΙΑΜΕΠ. Ειναι αλήθεια ότι το «Αμυντικής» έχει περικοπεί εδώ και καιρό (για λόγους αιδημοσύνης;) από τον ολόγραφο τίτλο, μένει όμως στα αρχικά της ταυτότητας αυτού του Ιδρύματος. Πρόκειται βέβαια για τη γνωστή Μη Κυβερνητική Οργάνωση πού διακρίθηκε στον προπαγανδισμό του Σχεδίου Ανάν πριν από το κυπριακό δημοψήφισμα και που, αργότερα, οργάνωσε -σε συνεργασία με τη βρετανική κυβέρνηση- σειρά κλειστών «σεμιναρίων» για τη μεθόδευση παράκαμψης του «ΟΧΙ», της άρνησης του κυπριακού λαού να αυτοχειριασθεί. Το ΕΛΙΑΜΕΠ χρηματοδοτείται από διάφορες πηγές ποικίλης προέλευσης. Χρηματοδοτήθηκε και από το υπουργείο των Εξωτερικών για την «εκπαίδευση νέων ηγετών» και ενδεχομένως για την πανελλαδική εκστρατεία ενημέρωσης για τα αγαθά του μακαρία τη λήξει Ευρωσυντάγματος και για άλλα «προγράμματα». Είναι άγνωστο εάν εξακολουθεί να χρηματοδοτείται από τον ελληνικό προϋπολογισμό και αυτήν την εποχή των αιματηρών (για τους πληβείους) οικονομιών. Βέβαιο είναι ότι εγκέφαλοι του ΕΛΙΑΜΕΠ παραμένουν σύμβουλοι της εξωτερικής πολιτικής της χώρας και συμμετείχαν προ μηνών σε σύσκεψη υπό την προεδρία του υπουργού των Εξωτερικών.
Οι θέσεις «τους» άλλωστε θριαμβεύουν: « Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας» και «λύση (του Κυπριακού) στη βάση του σχεδίου Ανάν» παραμένουν οι αμετάβλητες συντεταγμένες της «εθνικής» στρατηγικής. Σε πείσμα της συντριπτικής αντίθεσης της ευρωπαϊκής και ελληνικής κοινής γνώμης στην τουρκική εισδοχή στη Ε.Ε., όσο και του κυπριακού λαού στο Σχέδιο Ανάν, στο συνταγματικό αυτό τερατούργημα, που καταλύει το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, όπως κατέδειξε, με την έκθεσή του, το οκταμελές διεθνές συμβούλιο εμπειρογνωμόνων.
Οι κύριοι Τσούκαλης και Κουλουμπής (γεν. δ/ντής, ο δεύτερος, του ΕΛΙΑΜΕΠ) είναι περιοδικοί συνεργάτες της «Καθημερινής». Μετά μακράν περίοδο αλλαγής θεματολογίου, προφανώς οφειλόμενη σε απρόσφορο, τότε, κλίμα, ο πρώτος και πρόεδρος του Ιδρύματος, επανέρχεται στα προκείμενα, με άρθρο της περασμένης Κυριακής, στο πρώτο μέρος του οποίου αναπτύσσει το θεώρημα ότι «συμφέρει την Ευρώπη μια Τουρκία που βρίσκεται στην ευρωπαϊκή σφαίρα επιρροής …». Επειδή «η Τουρκία έχει ειδικό βάρος σημαντικό, λόγω μεγέθους και γεωγραφίας τουλάχιστον και γι’ αυτό ενδιαφέρει την Ευρώπη, όχι μόνο την Αμερική». Κατά τον αρθρογράφο, «θα ήταν τεράστιο σφάλμα να υποτιμούμε τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει στη Τουρκία τα δύο τελευταία χρόνια. Υπήρξαν επίσης -αποφαίνεται- αλλαγές και στην εξωτερική πολιτική, τόσο στην αντιμετώπιση του Κυπριακού (!) όσο και στις σχέσεις με τις Η.Π.Α. Μπορεί να μη μας αρκούν στα θέματα που μας αφορούν άμεσα, αλλά δεν είναι διόλου αμελητέες…».
Ετσι τα βλέπει ο αμετάπειστος θιασώτης του σχεδίου Ανάν. Δικαίωμά του. Το δεύτερο μέρος του άρθρου είναι όμως περισσότερο ενδιαφέρον. Επειδή ο κ. Τσούκαλης δεν περιορίζεται στην επιδοκιμασία της κυβερνητικής προσήλωσης «στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας» – και στην έναρξη των διαπραγματεύσεων ένταξης (που αφόπλισε συμμάχους και προβλήθηκε ως αποστομωτικό επιχείρημα από τους κυρίους Γκιουλ και Στρο σε πρόσφατες δηλώσεις και άρθρα τους). Προειδοποιεί ότι σφάλλουν οι κυβερνήσεις (της Ελλάδος και της Κύπρου) αν νομίζουν ότι με τη διαδικασία των συνεχών ευρωπαϊκών εξετάσεων στις οποίες θα υποβάλλεται η Τουρκία, κατά τις μακρές ενταξιακές διαπραγματεύσεις και την παράλληλη (πιθανή;) ενίσχυση των δικών μας διαπραγματευτικών θέσεων, η άλλη πλευρά θα ταυτιστεί κάποτε με τις δικές μας θέσεις:
«Θα ήταν-προειδοποιεί- τεράστιο σφάλμα να πιστέψουμε ότι το Κυπριακό θα λυθεί μόνο και μόνο επειδή η Τουρκία επιθυμεί να μπει στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση. Η Λύση του Κυπριακού προϋποθέτει ένα πολιτικό συμβιβασμό ανάμεσα στις δύο κοινότητες του νησιού, ένα συμβιβασμό που θα είναι, όμως, ευκολότερα βιώσιμος στα πλαίσια της Ε.Ε.»
Κούκου! Νάτο πάλι το Σχέδιο Ανάν! Πολιτικό συμβιβασμό ανάμεσα στις δυο κοινότητες… εισηγείται ο κ. Τσούκαλης. Ως εάν ήταν ο κ. Ταλάτ αυτεξούσιος τουρκοκύπριος ηγέτης, διαπραγματευτής, όχι πειθήνιο ενεργούμενο της Αγκύρας…
Αλλά πολιτικό συμβιβασμό εισηγείται ο πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ και στα διμερή θέματα. Γράφει: «Δεν διαπραγματευόμαστε τίποτα είναι ένα σύνθημα που ηχεί ωραία στα αυτιά, αλλά απευθύνεται μάλλον σε αφελείς… Εφ’ όσον παραδεχθούμε ότι μια συνολική συμφωνία στο Αιγαίο συνεπάγεται ορισμένες παραχωρήσεις και από τη δική μας πλευρά, θα πρέπει να αποφασίσουμε τι θεωρούμε διαπραγματεύσιμο και τι όχι και κυρίως ποια είναι η καλύτερη για μας χρονική στιγμή για να ξεκινήσουμε μια ουσιαστική διαπραγμάτευση».
Η συμφωνία του Ελσίνκι -συνεχίζει- έθετε το πλαίσιο και τα χρονικά περιθώρια, αλλά η σημερινή κυβέρνηση «καλώς η κακώς» αποφάσισε να μη βιαστεί, ενώ η προηγούμενη «δεν είχε προετοιμάσει την κοινή γνώμη για κάτι τέτοιο». Ο κ. καθηγητής και κυβερνητικός σύμβουλος αμφιβάλλει εάν θα είναι τα πράγματα ευνοϊκότερα για μας στο μέλλον και με ποιες προϋποθέσεις. Και συμβουλεύει «να μη προσφύγουμε στην εύκολη λύση της συνεχούς αναβολής, επειδή πιστεύουμε ότι η όποια τελική συμφωνία θα έχει πολιτικό κόστος. Και η διατήρηση της εκκρεμότητας έχει το δικό της κόστος που είναι πολύ μεγάλο».
Είναι σαφές ότι και με «εξευρωπαϊσμένη Τουρκία» ο πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ θεωρεί μονόδρομο τον «πολιτικό συμβιβασμό» στην Κύπρο και «ορισμένες παραχωρήσεις και από τη δική μας πλευρά» (δηλαδή μόνο από τη δική μας, αφού εμείς «δεν διεκδικούμε τίποτα» και επομένως δεν τίθεται θέμα παραχωρήσεων και της άλλης πλευράς) στα διμερή θέματα. Και επίσης σαφές ότι συμβουλεύει την κυβέρνηση να παραβλέψει το πολιτικό κόστος, να προετοιμάσει την κοινή γνώμη και να επισπεύσει την ουσιαστική διαπραγμάτευση και τις συνακόλουθες παραχωρήσεις για μια συνολική συμφωνία.
Ότι αυτά παραπέμπουν σ’ εκείνες τις ουρανοκατέβατες φράσεις της κ. Προέδρου της Βουλής στην προσφώνησή της στον νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, περί «περιορισμού των συνόρων και της κυριαρχίας, χάριν της ειρήνης και της ευημερίας» μπορεί να είναι απλή σύμπτωση, ή να μην είναι. Σύμβουλος της εξωτερικής μας πολιτικής είναι ο κ. Τσούκαλης, δικαιούται να συμβουλεύει την κυβέρνηση και δημόσια, ή να λειτουργεί σαν ιχνηλάτης στην «προετοιμασία της κοινής γνώμης». Άλλωστε το έδαφος προκύπτει γόνιμο. Γάμοι και βαφτίσια «επωνύμων στην Πόλη», τούρκικα μπαράκια με belly dancers στα κοσμικά θέρετρα, τούρκικα σεβντά-σίριαλ στα κανάλια: η τουρκολαγνεία σαρώνει το πρώην Γιουνανιστάν. Ακόμη και οι «φάκελοι» που άνοιξαν στα κανάλια, με την επέτειο των Σεπτεμβριανών, για τις τουρκικές ωμότητες από το 1922, συγκλίνουν στην επωδό: Να τα αφήσουμε όλα αυτά πίσω μας. Τώρα νέο κεφάλαιο γαμήλιων εναγκαλισμών (με φόντο τις επιδρομές και «αναχαιτίσεις» στο Αιγαίο…)
Αυτό που όμως δεν δικαιούται ο κ. καθηγητής, αυτό που είναι απαράδεκτο και αποκρουστικό -και που κίνησε στην παρούσα αντίδραση- είναι να στιγματίζει και συγκαλυμμένα να απειλεί όσους διαφωνούν με τις θέσεις και υποδείξεις του, όσο και με την ακολουθούμενη από το 1996 πολιτική, με τη φράση:
« Όσοι θέλουν να δώσουν ξανά τις μάχες του 1922, του 1821 και του 1453 δεν είναι απλώς υπερβολικά συντηρητικοί, είναι και επικίνδυνοι.»
Διότι, με τους χαρακτηρισμούς του επιχειρεί να παραδώσει στη χλεύη και να φιμώσει κάθε φωνή αντίστασης στο κήρυγμα του ραγιαδισμού της κατεστημένης μοναδικής «ορθής σκέψης», ενώ παράλληλα καταγγέλλει όσους συνεχίζουν να έχουν φωνή αντίστασης ως «επικίνδυνους». Τι εισηγείται, άραγε, για την αντιμετώπιση αυτών των «επικίνδυνων συντηρητικών» (!), ο προοδευτικός κ. Τσούκαλης; Μήπως να αποσταλούν προς εγκλεισμό στο Γκουαντανάμο;