Κρίσιμες ώρες στα ελληνοτουρκικά στην Ε.Ε.
Τα μηνύματα αυτά έρχονται μετά τη νέα αποτυχία του Συμβουλίου Μονίμων Αντιπροσώπων της ΕΕ να συμφωνήσει σε μια κοινή αντιδήλωση των 25 σχετικά με το θέμα της δηλώσεως με την οποία η Άγκυρα συνόδευσε την υπογραφή του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Συνδέσεως. Το θέμα παραπέμφθηκε στην προσεχή συνεδρίαση, την 21η Σεπτεμβρίου, κανονικά την τελευταία πριν το άτυπο Συμβούλιο Υπουργών την 25η Σεπτεμβρίου.
Συγκεκριμένα, τόσο ο πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος που βρίσκεται στη Νέα Υόρκη για τη Σύνοδο της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ, όσο και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Κύπρος Χρυσοστομίδης, άφησαν με δηλώσεις τους ανοικτό το ενδεχόμενο η Κύπρος να μη συναινέσει τελικά στο διαπραγματευτικό πλαίσιο Τουρκίας – ΕΕ, εάν δεν καλυφθούν ικανοποιητικά οι ελάχιστες θέσεις της.
Ενδεικτική του νέου αυτού κλίματος είναι, μεταξύ άλλων, η δήλωση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ιδιαίτερα επιφυλακτικού ΑΚΕΛ, Ντίνου Κατσουρίδη, ότι: «θα πρέπει η Κυπριακή Δημοκρατία να κρίνει μεταξύ του κακού που θα προκύψει για το Κυπριακό από τυχόν παρεμπόδιση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας και του μεγαλύτερου κακού που θα προκύψει αν η Τουρκία πάρει διαβατήριο για έναρξη διαπραγματεύσεων χωρίς απολύτως καμία δέσμευση».
Η αγωνία δεν αφορά μόνον την Κύπρο
Η αγωνία αυτή δεν αφορά, ασφαλώς, μόνον την κυπριακή πλευρά. Αφορά την ελληνική πλευρά στο σύνολό της. Μέσα από το κείμενο της κοινής αντιδηλώσεως των 25, που προσπαθεί να επιβάλει η βρετανική προεδρία, είναι καταφανής ο στόχος του αμερικανοβρετανικού παράγοντα να μη τεθούν ουσιαστικές δεσμεύσεις στην τουρκική πλευρά. Να παραμερισθούν ουσιαστικά τα ελληνοτουρκικά θέματα ως εμπόδιο στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας.
Το θέμα δεν είναι καθόλου αμελητέο. Ολόκληρη η στρατηγική της υποστηρίξεως της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, ως δήθεν «συμφέρουσα» για την Ελλάδα, στηρίζεται στη θεωρία ότι η ελληνική πλευρά θα αξιοποιήσει ως μοχλό πιέσεως την τουρκική ευρωπαϊκή πορεία για την επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Η ελληνική πλευρά όμως διαπιστώνει στην πράξη ότι ενώ η ίδια έχει εγκλωβισθεί στην πολιτική της υποστηρίξεως της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, οι αναμενόμενοι όροι και προϋποθέσεις, σε ό,τι τουλάχιστον αφορά τα ελληνοτουρκικά θέματα, παραμένουν ζητούμενο σε νεφελώδες τοπίο. Από την άποψη αυτή, το κείμενο της κοινής αντιδηλώσεως των 25 για το θέμα του πρωτοκόλλου, είναι μια πολύ ανησυχητική ένδειξη, γιατί, προφανώς, θα αποτελέσει προηγούμενο και πρόκριμα για το διαπραγματευτικό πλαίσιο. Στην πραγματικότητα, σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, θα μεταφερθεί στο διαπραγματευτικό πλαίσιο αυτούσιο το κείμενο της δηλώσεως των 25.
Γαλλική αναδίπλωση: «Δεν μπορούμε να είμαστε πιο Κύπριοι από τους Κυπρίους»
Η ελληνική πλευρά αισθάνθηκε ιδιαίτερη ανησυχία μετά την αναδίπλωση της φιλικής Γαλλίας, η οποία ανταποκρίθηκε στις κρούσεις της βρετανικής προεδρίας για διμερή διαπραγμάτευση του κειμένου της κοινής αντιδηλώσεως των 25, ερήμην της Κύπρου.
Η βρετανική προεδρία είχε θέσει εξ αρχής ως στόχο να διασπάσει το μέτωπο της ελληνικής πλευράς και του σκληρού ευρωπαϊκού πυρήνα, με επικεφαλής τη Γαλλία. Η τελευταία έθεσε, στο υψηλότατο δυνατό επίπεδο, θέμα αναγνωρίσεως της Κύπρου από την Άγκυρα, πριν από την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων και πλήρους εφαρμογής, χωρίς διακρίσεις, του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Συνδέσεως.
Η θέση αυτή της Γαλλίας υπερακόντιζε τη θέση της στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου. Σε αυτήν, όλες οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, περιλαμβανομένης της Γαλλίας, είχαν ευθυγραμμιστεί στη συμβιβαστική γραμμή ότι αρκούσε να υπογράψει η Τουρκία το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Συνδέσεως. Η ελληνική πλευρά προέβη τότε σε στρατηγική υποχώρηση και δέχθηκε, κακώς, τη θέση αυτή.
Η Τουρκία, έχοντας εξασφαλίσει την παροχή ημερομηνίας για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων, κωλυσιέργησε συστηματικά. Επέλεξε την κατάλληλη στιγμή της βρετανικής προεδρίας για να υπογράψει το πρωτόκολλο και συνόδευσε την υπογραφή του με προκλητική δήλωση σε ό,τι αφορά την Κύπρο.
Η αλλαγή της γαλλικής πολιτικής συνδεόταν, ασφαλώς, με το νέο πολιτικό κλίμα που διαμορφώθηκε μετά το «όχι» στο Ευρωσύνταγμα. Η ελληνική πλευρά αντιμετώπισε τη νέα γαλλική πολιτική, και γενικά τα νέα πολιτικά δεδομένα στην Ευρώπη σε σχέση με την τουρκική ένταξη, με μεγάλη επιφυλακτικότητα και αμηχανία.
Από φόβο μήπως παρεξηγηθεί ότι άλλαξε πολιτική στο θέμα της υποστηρίξεως της εντάξεως της Τουρκίας ή ότι θέτει νέους όρους, πέραν εκείνων που καθορίστηκαν στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου, έφτασε στο σημείο να ξεμπροστιάζεται από τρίτες χώρες στο θέμα της διπλωματικής αναγνωρίσεως της Κύπρου από την Άγκυρα. Η ελληνική πλευρά όμως αρκούσε τη στιγμή αυτή να κάνει το ελάχιστο και αυτονόητο. Να ζητήσει είτε την απόσυρση της τουρκικής δηλώσεως, που δημιούργησε το πρόβλημα και αποτελεί παρασπονδία σε σχέση με τα συμφωνηθέντα στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου, είτε ικανοποιητική αντιδήλωση των 25, που να καλύπτει ουσιαστικά την ελληνική πλευρά.
Για να μπορεί όμως να υποστηρίξει αποτελεσματικά τη θέση αυτή, θα έπρεπε να στείλει σαφές μήνυμα από την αρχή ότι δεν τίθεται θέμα ενάρξεως των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Άγκυρας, εάν δεν λυθεί ικανοποιητικά το θέμα που δημιούργησε η ίδια η Άγκυρα με τη δήλωσή της.
Το μήνυμα αυτό δεν στάλθηκε, δυστυχώς. Αντιθέτως, με τη συνεχή επανάληψη της υποστηρίξεως της ελληνικής πλευράς στην τουρκική ένταξη και στην έναρξη των ενταξιακών της συνομιλιών στις 3 Οκτωβρίου, δόθηκε η εντύπωση ότι αυτή είναι η πρώτη ελληνική προτεραιότητα. Αφέθηκε, με τον τρόπο αυτό, έδαφος στη βρετανική προεδρία και στον αμερικανικό παράγοντα να εκθέσουν τη γαλλική πλευρά και άλλες ευρωπαϊκές χώρες ως βασιλικότερες του βασιλέως στο Κυπριακό και να τις πιέσουν να αναδιπλωθούν.
Αυτό δεν δικαιολογεί, σε επίπεδο αρχών, τη γαλλική αναδίπλωση. Πολύ περισσότερο, δεν δικαιολογεί το ύφος της δηλώσεως που έκανε ο γάλλος πρεσβευτής στη Λευκωσία, ανακοινώνοντας την αλλαγή της γαλλικής στάσεως και τη διαμόρφωση κοινού σχεδίου κειμένου δηλώσεως Γαλλίας και βρετανικής προεδρίας. Εξομολογήθηκε όμως, για να δικαιολογήσει την αλλαγή, ότι «οι εταίροι της Γαλλίας, περιλαμβανομένης της Κύπρου και της Ελλάδος, επιθυμούσαν την έναρξη των τουρκικών διαπραγματεύσεων την 3η Οκτωβρίου. Στα τέλη Αυγούστου το Παρίσι μου διεμήνυσε ότι δεν μπορούσαμε να είμαστε πιο Κύπριοι από τους Κύπριους»!
Εάν τη στιγμή αυτή η ελληνική πλευρά δεν δείξει αποφασιστικότητα, θα υποστεί στρατηγική διπλωματική ήττα
Είναι αναμφισβήτητο ότι η βρετανική προεδρία κατόρθωσε να διαφοροποιήσει τη συμπαγή πλειοψηφία που στάθηκε στο πλευρό της Κύπρου κατά τις διαδοχικές συνεδριάσεις του Συμβουλίου Μονίμων Αντιπροσώπων. Το «κατόρθωμά» της δεν είναι, δυστυχώς, άσχετο με την άτολμη και επιφυλακτική στάση της ελληνικής πλευράς. Με τον συνεχιζόμενο εγκλωβισμό της ελληνικής πολιτικής σε μια άκριτη, χωρίς σαφείς όρους, υποστήριξη της τουρκικής ευρωπαϊκής πορείας και στη στρατηγική του σχεδίου Ανάν για το Κυπριακό.
Είναι η στιγμή η ελληνική πλευρά να επιδείξει επιτέλους την αναγκαία αποφασιστικότητα. Το μήνυμα να είναι απλό και σαφές. Η ελληνική πλευρά δεν μπορεί να συναινέσει και δεν θα συναινέσει σε ένα διπλωματικό πλαίσιο για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας, το οποίο θα παραπέμπει στις ελληνικές καλένδες τα ελληνοτουρκικά θέματα. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ήταν στρατηγική διπλωματική ήττα για την Ελλάδα και την Κύπρο, στο προνομιακό μάλιστα για αυτές ευρωπαϊκό πεδίο, όπου έχουν δικαίωμα βέτο. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο πρέπει να θεωρείται απαράδεκτο και αδιανόητο και οι ηγεσίες που χειρίζονται το θέμα στην Ελλάδα και την Κύπρο πρέπει να αναλάβουν τις ιστορικές ευθύνες τους.
ΥΓ.: Το Συμβούλιο Μονίμων Αντιπροσώπων συνεκλήθη σε έκτακτη συνεδρίαση την Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου. Η βρετανική προεδρία βιάζεται να κλείσει το θέμα πριν από τις γερμανικές εκλογές στις 18 Σεπτεμβρίου για να προλάβει πιθανές αντιρρήσεις της Γερμανίας για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας. Φαίνεται πως η ελληνική πλευρά, για άλλη μια φορά, σύρεται σε νέα υποχώρηση.
* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου