Κοινωνική δραστηριότητα υπήρχε το 6.000 π.Χ. στην Κεφαλονιά!

Αρκετές ήταν οι ανακοινώσεις που προκάλεσαν το ενδιαφέρον συνέδρων και παρισταμένων. Σε μια από αυτές τις ανακοινώσεις με τίτλο «Το Σπήλαιο Δράκαινα Πόρου Κεφαλονιάς κατά τη Νεολιθική Εποχή: ανάκτηση και αξιοποίηση ενός πολύτιμου αρχείου για την κοινωνία της 6ης και της 5ης χιλιετίας π.Χ.» και εισηγήτρια τη δρα Γεωργία Στρατούλη, προϊστοριολόγο-αρχαιολόγο του ΥΠ.ΠΟ., παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα της αρχαιολογικής έρευνας στα παλαιότερα πολιτισμικά στρώματα του Σπηλαίου Δράκαινα. Το ασβεστολιθικό αυτό έγκοιλο ανασκάπτεται από το 1992 από την καθ’ ύλην αρμόδια Ειδική Περιφερειακή Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας (νυν) Νότιας Ελλάδας.

Οι ανασκαφές στον Προϊστορικό Τομέα του Σπηλαίου και η μελέτη του σχετικού αρχαιολογικού υλικού πραγματοποιείται από πολυμελή επιστημονική ομάδα, στην οποία συμμετέχουν ειδικευμένοι και ειδικευόμενοι αρχαιολόγοι σε διάφορα πεδία της Προϊστορικής και της Περιβαλλοντικής Αρχαιολογίας (π.χ. μελέτη της τεχνολογίας λίθινων και οστέινων εργαλείων, της κατασκευής πήλινων σκευών, αρχαιοβοτανολογικών και ζωοαρχαιολογικών καταλοίπων), καθώς και αρκετοί αρχαιομέτρες, όπως γεωλόγοι-μικρομορφολόγοι, ορυκτολόγοι, φυσικοί και χημικοί.

Το ερευνητικό αυτό πρόγραμμα έχει χρηματοδοτηθεί από το ΥΠ.ΠΟ. και αδιαλείπτως από το 1992 μέχρι σήμερα από τον Δήμο Ελειού-Πρόννων, ενώ τα δυο-τρία τελευταία χρόνια (2003-2005) σημαντική υπήρξε η οικονομική συμβολή του Institute for Aegean Prehistory, του Ιδρύματος Ιωάννη Φ. Κωστοπούλου, της INTRACOM, καθώς και ιδιωτών χορηγών από την ευρύτερη περιοχή του Πόρου.

Το Σπήλαιο Δράκαινα είναι μικρό, αθέατο και δυσπρόσιτο στις μέρες μας. Βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 70 μ., στη Ν. παρειά του απόκρημνου Φαραγγιού του Πόρου, πολύ κοντά στις ΝΑ ακτές της Κεφαλονιάς. Το φαράγγι αυτό, το «Στενό», όπως αποκαλείται από τους ντόπιους, αποτελεί μια φυσική δίοδο, που συνδέει την παράκτια ζώνη με την προστατευμένη παρακείμενη ενδοχώρα και από εκεί με τη λοιπή Κεφαλονιά.

Το Σπήλαιο σώζεται στις μέρες μας σε υπολειμματική μορφή, γιατί στη διάρκεια της σύνθετης γεωλογικής και πολιτισμικής ιστορίας του υπήρξε θύμα δραστικών επεισοδίων τεκτονικής δραστηριότητας και άλλων φυσικών διεργασιών, που -κατά τους προϊστορικούς κυρίως χρόνους- μετέβαλαν τη μορφή του και συνέβαλαν στην κατάρρευση τμήματος της οροφής του. Το στεγασμένο σήμερα τμήμα του, το οποίο και ερευνάται, έχει έκταση περίπου 70τ.μ., ενώ η μέγιστη έκτασή του -σύμφωνα με πρόσφατες στρωματογραφικές παρατηρήσεις και εκτιμήσεις των αρχαιολόγων- δεν πρέπει να υπερέβαινε άλλοτε τα 90-100 τ.μ.

Στο ανώτερο τμήμα της αρχαιολογικής επίχωσης του Σπηλαίου έχουν αποκαλυφθεί κατάλοιπα από τη χρήση του ως Ιερό των Νυμφών, και άλλων ίσως θεοτήτων, που χρονολογούνται από τα τέλη του 7ου αι. π.Χ. και μέχρι τις αρχές του 2ου αι. π.Χ. και αποτελούν αντικείμενο επισταμένης μελέτης από την αρχαιολόγο κ. Ε.-Μ. Χατζιώτη, διευθύντρια της ανασκαφής. Πριν από τη χρήση του Σπηλαίου κατά τους ιστορικούς χρόνους είχε μεσολαβήσει μακρά περίοδος εγκατάλειψής του από τον άνθρωπο, μεταξύ του 2400 π.Χ. και του τέλους του 7ου αι. π.Χ. Η προϊστορική επίχωση του Σπηλαίου χρονολογείται -σύμφωνα με αρκετές ραδιοχρονολογήσεις από ασφαλή στρωματογραφικά σύνολα- κατά κύριο λόγο στους χρόνους της Ύστερης και της Τελικής Νεολιθικής Περιόδου, συγκεκριμένα στο χρονικό διάστημα μεταξύ του 5600/5500 και του 3700 π.Χ. περίπου (σε βαθμολογημένες τιμές/calibrated BC).

Το αρχαιολογικό υλικό από τη χρήση της Δράκαινας κατά τη Νεολιθική Εποχή είναι -κατά την άποψη της κ. Στρατούλη- μέρος του πολύ ενδιαφέροντος προϊστορικού αρχείου της ΝΑ Κεφαλονιάς, γενικότερα της Δυτικής Ελλάδας και των Βαλκανίων. Η διεπιστημονική έρευνα και μελέτη του αναδεικνύουν ενδιαφέροντα στοιχεία για τη δομή του Νεολιθικού Τοπίου, τη συμβολική διάσταση του Σπηλαίου Δράκαινα και του Φαραγγιού του Πόρου στην αναπαραγωγή της νεολιθικής κοινωνίας, τη διαμόρφωση της ταυτότητάς της, την ενίσχυση της συλλογικής μνήμης και τη συντήρηση ζωτικών δικτύων επικοινωνίας και «κοινωνικής αποθήκευσης» περίπου δύο χιλιετίες πριν από την εδραίωση του Ομηρικού Βασιλείου της Ιθάκης.

Επάλληλα κατασκευασμένα δάπεδα (lime plaster floors: έχουν αναγνωριστεί μακροσκοπικά τουλάχιστο έξι) από πρώτες ύλες που μεταφέρθηκαν στο Σπήλαιο, αποτμήματα εντυπωσιακά διακοσμημένων πήλινων σκευών, που άλλοτε θραύστηκαν στο Σπήλαιο και άλλοτε μεταφέρθηκαν και αποτέθηκαν σκόπιμα -και στις δυο περιπτώσεις- σε αποσπασματική μορφή σε αυτό, όπως και πολλές κυλινδρικές χάντρες από το αλιεύσιμο και στις γειτονικές ακτές όστρεο Dentalium, αλλά και εισαγόμενες δισκοειδείς και «κομβιό-σχημες» χάντρες από το μαλακό πέτρωμα τάλκης, που δεν επιχωριάζει στα Νησιά του Ιονίου, μαζί με λίγα εργαλεία κοπής και κατεργασίας του ξύλου από σκληρό γάββρο, πέτρωμα που επίσης δεν απαντάται στο Ιόνιο και προερχόταν -σύμφωνα με πρόσφατα αποτελέσματα πετρογραφικών και χημικών αναλύσεων τέχνεργων από τη Δράκαινα- από περιοχές της Πίνδου ή/και την Αργολίδα, και ακόμη ένα μεγάλο σύνολο βλητικών αιχμών κατά κύριο λόγο από ντόπιους πυριτόλιθους, ανθρωπόμορφα περίαπτα από το αλιεύσιμο όστρεο Spondylus gaederopus, πολλά τριπτά εργαλεία επιχρισμένα με κόκκινη χρωστική ουσία, μεγάλος αριθμός λεπτότοιχων σκευών για την κατανάλωση τροφής και ποτού, λίγα αγγεία τροφοπαρασκευής και κατάλοιπα γευμάτων, αλλά απουσία στοιχείων αποθήκευσης τροφών ή καταλοίπων σταβλισμού ζώων, συνιστούν τμήμα του πλούσιου αρχαιολογικού υλικού, που αποκαλύπτεται στις επιχώσεις της 6ης και της 5ης χιλιετίας στο Σπήλαιο Δράκαινα.

Όπως υπογράμμισε η κ. Στρατούλη, οι στρωματογραφικές παρατηρήσεις, οι ραδιομετρικές αναλύσεις και η σύνθεση του συνόλου του αρχαιολογικού υλικού από τη Νεολιθική Δράκαινα υποδεικνύουν την περιστασιακή και επαναλαμβανόμενη χρήση της σε μεγαλύτερα ή μικρότερα διαστήματα, και επιπλέον τη μικρή κάθε φορά διάρκεια παραμονής ατόμων στο Σπήλαιο.

Μια απλουστευτική ερμηνευτική προσέγγιση του αρχαιολογικού υλικού της Νεολιθικής Δράκαινας θα οδηγούσε στο συμπέρασμα της χρήσης της ως μόνιμης εγκατάστασης ή ως χώρο ειδικευμένης παραγωγικής δραστηριότητας. Εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη και την τοποθεσία του Σπηλαίου στο επιβλητικό Φαράγγι του Πόρου, κομβικό σημείο για τις επικοινωνίες μεταξύ της προστατευμένης και πλούσιας σε μικροπεριβάλλοντα ενδοχώρας του νησιού (βλ. πρωτίστως την παρακείμενη στο Σπήλαιο Λεκάνη των Τζαννάτων στους πρόποδες του Αίνου, στην οποία πρέπει να αναζητηθεί πρωτίστως το οικιστικό δίκτυο των χρηστών της Δράκαινας και να προσανατολιστεί η συνέχεια της νεολιθικής έρευνας στην περιοχή) και των ακτών εντεύθεν του θαλάσσιου διαύλου μεταξύ Ιονίων Νήσων και των απέναντι ακτών της ηπειρωτικής χώρας, μπορούμε να οδηγηθούμε σε άλλες σκέψεις αποκωδικοποίησης του αρχαιολογικού υλικού από τα νεολιθικά στρώματα του Σπηλαίου.

Το Φαράγγι του Πόρου ήταν μια φυσική γέφυρα επικοινωνίας και διακριτό σημείο αναφοράς στα τοπογραφικά δεδομένα της περιοχής. Ευνοούσε ανά τους αιώνες την ανθρώπινη κινητικότητα, αλλά και την οριοθέτηση χώρων ή και τον έλεγχο της δραστηριότητας κοινωνικών ομάδων. Το μικρό Σπήλαιο, που βρισκόταν σε αυτό το κομβικό σημείο για τις επικοινωνίες, οι οποίες υποστήριζαν στρατηγικές επιβίωσης και κοινωνικής αναπαραγωγής, θα μπορούσε να συμμετέχει δυναμικά στη διαμόρφωση και επαναδιαμόρφωση της βιογραφίας, της ταυτότητας και της πολιτικής της νεολιθικής κοινωνίας στην περιοχή του. Η επίμονη πρακτική της κατά διαστήματα παρέμβασης στον χώρο του Σπηλαίου μέσω της διαμόρφωσης νέων επιφανειών χρήσης, ή του σφραγίσματος/ενταφιασμού των παλαιοτέρων, μπορεί να αποδοθεί σε κοινωνικές-συμβολικές συμπεριφορές επαναδιατύπωσης της μακροχρόνιας παρουσίας της νεολιθικής κοινωνίας στην περιοχή (ενδυνάμωση μνήμης) και ταυτόχρονα υπερκερασμού του παρελθόντος της χάριν του παρόντος και του μέλλοντος (λήθη). Σε ένα τέτοιο Χώρο-Τόπο με χαρακτηριστικά Μνημείου θα μπορούσαν να φιλοξενούνται μεταξύ άλλων διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως εορταστικές συναντήσεις ή τελετές, ενδοκοινοτικού ή και διακοινοτικού χαρακτήρα.

Η προσέγγιση των πολυδιάστατων στρατηγικών επιβίωσης και αντιλήψεων της δυναμικής νεολιθικής κοινωνίας προσφέρεται, όπως πρότεινε η αρχαιολόγος, για σύγχρονη αξιοποίηση μέσω μιας ποικιλίας βιωματικών και άλλων δράσεων με περιεχόμενο εκπαιδευτικό, ψυχαγωγικό, ιστορικό και προπάντων ανθρωποκεντρικό.

Η αρχαιολογική έρευνα, υποστήριξε η κ. Στρατούλη, δεν χρειάζεται να δημιουργεί αρνητικά ισοζύγια, ούτε τα προϊόντα της να εκλαμβάνονται ως σιωπηρές και μουσειακές κατηγορίες τεχνο-πραγμάτων ή αντικείμενα ανάγνωσης μόνο από ειδικούς. Αντίθετα, το προϊόν της μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο πρόσφορης επένδυσης για τη σύγχρονη κοινωνία, να υποστηρίξει νέες μορφές ανάπτυξης, αρκεί να τις αναζητήσουμε και να τις διαμορφώσουμε σε επίπεδο περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης. Παραδείγματα τέτοιων επενδυτικών προσπαθειών, που συνδυάζουν ποικιλία πρόσληψης και αειφόρας διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς, υπάρχουν αρκετά εντός και εκτός των συνόρων της χώρας μας.

Πολύχρονες εμπειρίες και σύγχρονες αντιλήψεις για την πρόσληψη και αξιοποίηση αρχαιολογικών χώρων και υλικού πολιτισμού στρέφονται στη δυνατότητα ταυτόχρονης προβολής και βίωσης τόσο των ίδιων των χώρων, όσο και των κινητών ευρημάτων τους. Στην περίπτωση της Νεολιθικής Δράκαινας, η κ. Στρατούλη διατύπωσε την άποψη ότι ο επισκέπτης μιας μελλοντικής έκθεσης του πλούσιου αρχαιολογικού υλικού της δεν πρέπει να αποστερηθεί της επαφής με τον μνημειακό τόπο του Φαραγγιού του Πόρου και του περιβάλλοντός του, γιατί τότε θα αδυνατεί να αντιληφθεί τη δυναμική του Χώρου-Τόπου, που διαχρονικά υπήρξε σοβαρή οικονομική και κοινωνικοϊδεολογική συνιστώσα της πολύμορφης ιστορίας της περιοχής. Η ιστορικότητα και το πολυσήμαντο του Φαραγγιού φαίνεται ότι εκφράζονται στις μέρες μας από τη λαϊκή παράδοση ως απήχηση-προβολή ενός συλλογικού ασυνείδητου.

Η προβολή του ζωτικού αυτού χώρου για την τοπική κοινωνία θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο ειδικής μελέτης, η οποία θα μεριμνούσε όχι μόνο για την ασφαλή διέλευση από το Φαράγγι πεζών και οχημάτων, αλλά και για τη δημιουργία σημείων στάσης και ενημέρωσης των επισκεπτών του Πόρου και του νησιού για τη διαχρονική ιστορία του Φαραγγιού. Με κάποιους τρόπους πρέπει να γίνει πρωτότυπη σήμανση και της παρουσίας στο Φαράγγι του Σπηλαίου Δράκαινα, στο οποίο η πρόσβαση είναι προς το παρόν αρκετά επικίνδυνη. Διαμόρφωση, όμως, ενός φιλικού προς το περιβάλλον μονοπατιού (π.χ. κατασκευή λίθινης ή ξύλινης κλίμακας και πλευρικών στηριγμάτων), καθώς και μικρές διευθετήσεις στον χώρο της ανασκαφής, ώστε να αναγνωρίζεται η μακρόχρονη ιστορία των επιχώσεων του Σπηλαίου με τη παρουσίαση οπτικοακουστικού υλικού για τις ανασκαφές σε αυτό και τα αποτελέσματά τους, θα έδινε τη δυνατότητα μιας ιδιαίτερης εμπειρίας σε επισκέπτες που αγαπούν τη φύση και τη ιστορία, τις αναβάσεις και την πεζοπορία.


Σχολιάστε εδώ