Κοινωνικά αγαθά και νεοφιλελευθερισμός
Ζούμε σήμερα στην πατρίδα μας το δεύτερο κύμα του νεοφιλελευθερισμού, μετά την πλημμυρίδα της προηγούμενης οκταετίας. Η συζήτηση για το άδηλο -και σκοτεινό- μέλλον των Ολυμπιακών Αερογραμμών, η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων στις ΔΕΚΟ, οι ιδιωτικοποιήσεις, σε κάθε τομέα δημόσιας-κρατικής δραστηριότητας, αποτελούν εξελίξεις που διαμορφώνονται κάτω από την ιδεολογική ηγεμονία του νεοφιλελεύθερου προτύπου. Πράγματι το «παιγνίδι» παίζεται στο «γήπεδο» του νεοφιλελευθερισμού και μάλιστα με τις ευλογίες των οικονομικών και πολιτικών ελίτ (και της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ).
Τα «επιχειρήματα» που χρησιμοποιούν οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού είναι απλά και «προφανή»: θέτουν κατ’ αρχάς μια σειρά «θετικών» κριτηρίων όπως η παραγωγικότητα, η απόδοση, η αξιολόγηση, η ανταγωνιστικότητα, τα οποία αντιπαραθέτουν προς μια δέσμη «δυσμενών διαπιστώσεων», που αφορούν τις λειτουργίες του κράτους και των δημόσιων επιχειρήσεων όπως η γραφειοκρατία, η αναποτελεσματικότητα, η διαφθορά, οι πελατειακές σχέσεις.
Με τον τρόπο αυτόν η σχέση δημόσιου – ιδιωτικού εμφανίζεται ως μια σχέση «καλού» – «κακού». Οι σύγχρονοι φιλελεύθεροι -ελεύθεροι- πολίτες συντάσσονται με τη στρατηγική της κυριαρχίας του ιδιωτικού, ενώ οι παραδοσιακοί -και ξεπερασμένοι- κρατιστές προασπίζουν τις φθίνουσες αξίες του Δημοσίου.
Αυτές τις λογικές, κι αυτό είναι το πιο σημαντικό, δεν τις εκφράζουν μόνο ακραίοι νεοφιλελεύθεροι (Μάνος, Ανδριανόπουλος κ.λπ.) που άλλωστε τις διατυπώνουν με ακραίο και απροκάλυπτο τρόπο. Οι απόψεις αυτές έχουν ενσωματωθεί σταδιακά σ’ ένα μεγάλο τμήμα των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού. Και το κυριότερο -και χειρότερο-, υιοθετούνται και από μια μερίδα πολιτών οι οποίοι αποδίδουν την οικονομική κρίση και την αποδυνάμωση των κοινωνικών θεσμών στον «κρατισμό» και στα αρνητικά φαινόμενα που τον συνοδεύουν.
Ασφαλώς δεν ζούμε σήμερα στην εποχή του κεϋνσιανού κράτους-πρόνοιας. Το μοντέλο της νεοφιλελεύθερης αγοράς κυριαρχεί σε παγκόσμια κλίμακα και αποτελεί βασικό πρότυπο οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως σε κάθε ιστορική περίοδο, σε κάθε κοινωνία του σύγχρονου κόσμου, υπάρχουν ορισμένα αγαθά που είναι αναγκαία για την επιβίωση και την αναπαραγωγή ολόκληρης της κοινωνίας. Δεν μπορούν δηλαδή να τεθούν κάτω από το κριτήριο της ιδιωτικότητας, να αναγορευθούν σε προϊόντα «προς επιλογήν».
Υγεία, εκπαίδευση, ασφάλιση, κοινωνικές υποδομές, ενέργεια, συγκοινωνίες, κοινωνικού χαρακτήρα υπηρεσίες, αποτελούν όρους και προϋποθέσεις τόσο για την ατομική όσο και τη συλλογική επιβίωση και πρόοδο. Όλα αυτά τα αγαθά απέκτησαν δημόσιο και κοινωνικό χαρακτήρα, γιατί η ένταξή τους στους ιδιωτικούς-επιχειρηματικούς μηχανισμούς τις μετατρέπει σε προϊόντα της αγοράς, αποκλείοντας τμήματα της κοινωνίας από την πρόσβαση προς τα αγαθά αυτά. Δεν μπορεί να καθορίζεται με βάση τα κριτήρια της αποδοτικότητας και της ανταγωνιστικότητας ποια νησιά π.χ. θα έχουν αεροπορικές ή ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες. Ή ακόμη, πώς θα κατανεμηθεί η ηλεκτρική ενέργεια, σε ποιες περιοχές θα υπάρξουν κοινωνικές υποδομές κ.λπ.
Τα κριτήρια τα οποία θέτει ως βάση της συζήτησης το νεοφιλελεύθερο «επιχείρημα» δεν είναι συμβατά, δεν είναι συγκρίσιμα προς εκείνα τα οποία τίθενται ως όροι των κοινωνικών λειτουργιών και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Τα κριτήρια του νεοφιλελευθερισμού ανάγονται άμεσα στο οικονομικό επίπεδο, πρόκειται για αξίες και λειτουργίες που αφορούν τους οικονομικούς μηχανισμούς της αγοράς. Η κοινωνία όμως δεν μπορεί να «προσομοιωθεί» προς ένα πρότυπο μηχανισμού της αγοράς.
Τα κοινωνικά, δημόσιου χαρακτήρα, κριτήρια ανάγονται ευθέως στο κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, αφορούν μια κοινωνία αλληλεγγύης και ανάπτυξης, γι’ αυτόν τον λόγο περιβάλλουν και υπερβαίνουν τα οικονομικά κριτήρια και με κανέναν τρόπο δεν μπορούν να υπαχθούν σε αυτά, όπως ακριβώς επιδιώκει το νεοφιλελεύθερο πρότυπο.
Γι’ αυτό και η εφαρμογή τόσο των οικονομικοπαραγωγικών όσο και των δημόσιου-κοινωνικού χαρακτήρα κριτηρίων μπορεί να οριοθετηθεί σε δύο ξεχωριστά επίπεδα.
Σε μια επιχείρηση του Δημοσίου π.χ. η ορθολογική λειτουργία και διαχείριση, η αξιοκρατική στελέχωση, η παραγωγική απόδοση και η αποτελεσματική παροχή υπηρεσιών αποτελούν κοινώς αποδεκτά κριτήρια τα οποία αφορούν στην οικονομική – διοικητική και παραγωγική της λειτουργία.
Υπάρχει όμως ένα δεύτερο επίπεδο κριτηρίων, που αφορούν την προσφορά κοινωνικών υπηρεσιών και αγαθών τα οποία αναφέρονται είτε στο κοινωνικό σύνολο είτε σε ειδικές κοινωνικές ομάδες. Εάν τα αγαθά αυτά αναχθούν σε οικονομικά μεγέθη της αγοράς, τότε ή θα επιβαρύνουν καθ’ ολοκληρίαν τους πολίτες ή θα καταργηθούν σταδιακά για μια μερίδα του πληθυσμού.
Γι’ αυτό και το κοινωνικό αυτό κόστος θα πρέπει να αναχθεί στον χώρο της δημόσιας οικονομίας, να ενταχθεί στους κρατικούς πόρους που αφορούν δαπάνες δημόσιου – επενδυτικού χαρακτήρα. Μόνο μέσα από αυτόν τον διαχωρισμό οι αρνητικές λειτουργίες του παραδοσιακού κρατικιστικού προτύπου μπορούν να αρθούν, χωρίς να θίγεται ο κοινωνικός χαρακτήρας των προσφερόμενων αγαθών και υπηρεσιών.
Μόνο μέσα από παρόμοιου χαρακτήρα διακρίσεις και ιεραρχήσεις μπορεί να διεξαχθεί ένας αποδοτικός διάλογος, ή ακόμα και αντιπαραθέσεις, όχι μόνο για την Ολυμπιακή αλλά και για μια σειρά αλλαγών. Αλλιώς θα επικρατήσει η «λογική» της νεοφιλελεύθερης αγοράς που δεν αποτελεί παρά έναν παραλογισμό που οδηγεί σταδιακά στην, τεχνολογικά οργανωμένη, «κοινωνία της ζούγκλας».