Η θέρμανση, η Ολυμπιακή και τα φιλελεύθερα κόμματα εξουσίας
Το να μη δίνει η κυβέρνηση επίδομα θέρμανσης, λέγοντας «δεν έχουμε λεφτά να το κάνουμε», μπορεί να παραπέμπει σε ειλικρίνεια, αλλά δεν παύει να δείχνει και μια συγκεκριμένη αντίληψη σκληρότητας για τη σχέση με τον κόσμο. Οι φιλελεύθεροι σε όλες τις εκδοχές τους και οι συντηρητικοί σε αρκετές από αυτές βασίζουν την πολιτική τους στον ορθολογισμό και την απόμακρη σχέση με τους πολίτες, επειδή ακριβώς λειτουργούν με όρους «απρόσωπου» που εμπεριέχουν κυρίως οικονομική και αριθμητική διάσταση των προβλημάτων.
Στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ τις εκδοχές αυτές προσωποποίησε ο Κ. Σημίτης και ορισμένα σημαντικά στελέχη του, όπως οι Γ. Παπαντωνίου, Ν. Χριστοδουλάκης, Α. Διαμαντοπούλου, Μ. Χρυσοχοΐδης (ασχέτως αν συγκρούονται τελευταία κατά τις συνεδριάσεις του Πολιτικού Συμβουλίου), με αποτέλεσμα η κυβερνητική θητεία του κ. Σημίτη (κυρίως της περιόδου 2000-2004) να ταυτιστεί με άσκηση πολιτικής φιλελεύθερου κόμματος. Οι ψηφοφόροι συμπεριφέρθηκαν ανάλογα και τιμώρησαν τους εκφραστές αυτής της πολιτικής κυρίως επειδή αυτοί προέρχονταν και εκπροσωπούσαν ένα κόμμα με διαφορετικά πολιτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά από τη Νέα Δημοκρατία. Αυτό σημαίνει πως δεν περίμεναν να εφαρμόσει το ΠΑΣΟΚ πολιτικές που συνάδουν με παραδοσιακή δεξιά αντίληψη, άρα εύλογα του απάντησαν στις εκλογές με ανάλογη σκληρότητα και ρεαλισμό.
Αντιθέτως, από τη Νέα Δημοκρατία το περιμένουν, επειδή ακριβώς αυτού του είδους οι πολιτικές, η απόσταση από το κοινωνικό κράτος και την κοινωνική αλληλεγγύη είναι μέρος του προγράμματός της. Ενισχύεται η πρωτοβουλία, η επιχειρηματικότητα, η ιδιωτική κινητικότητα εις βάρος του κράτους-ομπρέλα και του προστατευτισμού, αλλά αυτό είναι κάτι που οι ψηφοφόροι γνωρίζουν από πριν. Η ΝΔ δεν επιφυλάσσει εκπλήξεις όταν προσπαθεί να ιδιωτικοποιήσει την Ολυμπιακή, έκπληξη θα ήταν αν προσπαθούσε να τη διατηρήσει υπό κρατικό έλεγχο. Αν τώρα αρχίζουν να ενοχλούν αποφάσεις τέτοιου κλίματος, σημαίνει ότι δεν είχε γίνει απολύτως κατανοητό ότι στην κυβέρνηση έρχεται ένα συντηρητικό και φιλελεύθερο κόμμα να αντικαταστήσει ένα σοσιαλδημοκρατικό που στην τελευταία τριετή κυβερνητική του περίοδο είχε μεταβληθεί σε ακραιφνώς φιλελεύθερο. Ή ότι ήταν τόση η οργή με το μεταλλαχθέν ΠΑΣΟΚ ώστε οι πολίτες, ξεχνώντας τι πρεσβεύει ο άλλος που έρχεται, θεώρησαν περίπου αυτονόητο ότι πιο ανάλγητη κοινωνικά πολιτική δεν γίνεται, όσο δεξιός κι αν είναι ο άλλος.
Η ύπαρξη δύο δεξιών πολιτικών δεν ήταν (εύλογα) αποδεκτή από τον κόσμο, ενώ μπέρδευε πολλούς που επέμεναν να κρίνουν και να περιγράφουν τα τεκταινόμενα με πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους. Η Νέα Δημοκρατία και συγκεκριμένα ο πρόεδρός της Κ. Καραμανλής είχε συλλάβει αυτήν την παγίδευση των πολιτών και φρόντισε επιτυχημένα να οικοδομήσει προεκλογικά (όχι όμως μόνο τη δίμηνη προεκλογική περίοδο, αλλά επί έναν τουλάχιστον χρόνο) ένα λαϊκό προφίλ που του επέτρεπε τη σχετικά εύκολη προσέγγιση αρκετών προοδευτικών ψηφοφόρων. Το εγχείρημα αυτό δεν ήταν δύσκολο για τον ούτως ή άλλως λαϊκό και ευφυή Κ. Καραμανλή που είχε απέναντί του έναν κρύο και απρόσωπο απερχόμενο πρωθυπουργό (Κ. Σημίτης) και έναν Παπανδρέου (Γιώργος) που δεχόταν να αναλάβει το βάρος της ηγεσίας με σχεδόν βέβαιη την ήττα. Η μετατροπή της ΝΔ από αντιπολίτευση σε κυβέρνηση άρχισε πολύ φυσιολογικά να αποκαλύπτει την πολιτική και τις αρχές της, που δεν βρίσκονται σε ευθεία στοίχιση με τις λαϊκές επιθυμίες, έτσι όπως αυτές προσδιορίζονται από τις συνθήκες προστατευτισμού και αλληλεγγύης όπου είναι συνηθισμένη να ζει η ελληνική κοινωνία. Έτσι, επίσης, φυσιολογικά, το ΠΑΣΟΚ έχει τη δυνατότητα να κεντήσει σε έναν αντιπολιτευτικό καμβά που του πάει και γνωρίζει. Το «πρόβλημα» είναι ότι ο πρόεδρός του, χωρίς να είναι σημιτικός εκσυγχρονιστής, δεν θέλει να ταυτιστεί με όλα τα στοιχεία που προσδιορίζουν το παραδοσιακό ΠΑΣΟΚ προκειμένου να μην παγιδευτεί στα τείχη του κρατικού προστατευτισμού και της πρόνοιας για όλους χωρίς ουσιαστικά ανταλλάγματα. Με αυτήν τη λογική αποφεύγει να αγκαλιάσει όποια διεκδίκηση προβάλλεται από λογής λογής κοινωνικές ομάδες και να μεταβληθεί ο ίδιος σε σημαία της αντιπολίτευσης «κατά της Δεξιάς». Τούτο κοστίζει πολιτικά, μια και η δυσαρέσκεια κατά της κυβέρνησης δεν μεταβάλλεται σε άμεσο κέρδος για την αντιπολίτευση, με αποτέλεσμα να παραμένει στις μετρήσεις η διαφορά των τεσσάρων ποσοστιαίων μονάδων υπέρ της ΝΔ. Χωρίς να είναι καλή ή κακή η στάση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μένει ανοικτό το θέμα της κατάθεσης από την πλευρά του πρότασης για τα μεγάλα κοινωνικά θέματα, αλλά και τρόπου απάντησης στην κυβερνητική πολιτική. Όσο αυτές δεν κατατίθενται, τόσο το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου θα παρουσιάζει έλλειμμα σοβαρής εναλλακτικής λύσης, στον βαθμό που η αξιωματική αντιπολίτευση δεν πρέπει απλώς να αντιτίθεται, αλλά να αποτελεί σταθερή λύση και επιλογή των πολιτών.
Όχι βεβαίως με προβολή της πολιτικής που είχε ως κυβέρνηση, μια και αυτή καταδικάστηκε με σαφή τρόπο, όσο κι αν αρκετοί μέσα στο ΠΑΣΟΚ κάνουν ότι δεν το κατάλαβαν ή ότι κάτι άλλο συνέβη.