«Δεν θα μπορούσαμε να είμαστε πιο Κύπριοι από τους Κύπριους!»
Αργή γιατί η άρνηση συμπαράταξης Ελλάδας και Κύπρου εξέθεσε διεθνώς τη Γαλλία και την οδήγησε σε απομόνωση ακόμη και μέσα στους κόλπους της ΕΕ, υποχρεώνοντάς τη σε υποχώρηση και συμβιβασμό με την προκλητικά φιλοτουρκική Βρετανία, η οποία προοδεύει των «25» αυτό το εξάμηνο. Όπως και να το κάνουμε, καθόλου εύκολο δεν είναι για μια μεγάλη χώρα σαν τη Γαλλία να υποχρεωθεί σε πλήρη αναδίπλωση επειδή μια χώρα τόσο μικρή και ασήμαντη όπως η Κύπρος, η οποία μάλιστα έχει και το πρόβλημα, αρνήθηκε να συμπορευτεί με το Παρίσι – φυσικά, με σοβαρότατη πίεση και από την κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία καθόλου καλά δεν είδε τη γαλλική πρωτοβουλία και πήρε τις αποστάσεις της από την αρχή.
Πώς χάνουμε συμμάχους
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συνέντευξη του γάλλου πρεσβευτή σηματοδοτεί το άδοξο τέλος του σύντομου καλοκαιριού πολιτικών ελπίδων ότι οι ευνοϊκές συγκυρίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν την ΕΕ να ασκήσει σοβαρές πιέσεις επί της Τουρκίας για να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία.
Ο Αντελέν ντε λα Τουρ-ντι-Πεν συμπύκνωσε όλη την απογοήτευση της γαλλικής ηγεσίας σε δύο φράσεις της συνέντευξής του:
«Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι όλοι οι εταίροι, συμπεριλαμβανομένων της Κύπρου και της Ελλάδας, επιθυμούσαν την έναρξη των τουρκικών διαπραγματεύσεων την 3η Οκτωβρίου. Στα τέλη Αυγούστου, το Παρίσι μου διεμήνυσε ότι δεν θα μπορούσαμε να είμαστε πιο Κύπριοι από τους Κύπριους!», υπογράμμισε.
Αυτή είναι η καρδιά του ζητήματος: Η στάση των κυβερνήσεων Κ. Καραμανλή και Τ. Παπαδόπουλου οδήγησε τελικά τη γαλλική κυβέρνηση στη δυσχερέστατη θέση να εμφανίζεται διεθνώς ως «πιο Κύπρια από τους Κύπριους», καθιστώντας τη φυσικά αναξιόπιστη.
Ο γάλλος πρεσβευτής ανέφερε ένα ακόμη σωστό επιχείρημα, αποκαλυπτικό της πικρίας που αισθάνεται το Παρίσι από την έλλειψη ανταπόκρισης της ελληνικής και ελληνοκυπριακής πλευράς, δείχνοντας τη σοβαρότητα του προβλήματος:
«Η ένταξη της Τουρκίας έχει καταστεί πολιτικό ζήτημα σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, όχι μόνο στη Γαλλία. Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι γαλλικές εταιρείες έχουν τεράστια συμφέροντα στην Τουρκία. Αν, λοιπόν, λαμβάναμε υπόψη μόνο το οικονομικό μας συμφέρον, θα είχαμε την ίδια θέση με τη Γερμανία και την Ιταλία», τόνισε στη συνέντευξή του. Έχει δίκιο.
Βρετανική «αποικιοκρατία»
Λάθη, κακοί υπολογισμοί αλλά και συνειδητή υπονομευτική πολιτική δράση ηγετικών κύκλων εδώ και στην Κύπρο έφεραν το επιδιωκόμενο από κάποιους και απευκταίο για τους πολλούς αποτέλεσμα: Την ψύχρανση των σχέσεων της Λευκωσίας με εκείνες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις που θα μπορούσαν να συναρτήσουν πτυχές του Κυπριακού με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας.
Στόχος των κύκλων αυτών και των φερέφωνών τους στα ΜΜΕ και στον Τύπο είναι να παραμείνει το Κυπριακό εγκλωβισμένο στα χέρια των Αμερικανών, ώστε να επιχειρηθεί εκ νέου η επιβολή κάποιας παραλλαγής του απαράδεκτου Σχεδίου Ανάν.
Την Τετάρτη, όταν η Βρετανία έφερε στο Συμβούλιο των Μονίμων Αντιπροσώπων των «25», το COREPER, το τέταρτο απαράδεκτο σχέδιο αντιδήλωσης της ΕΕ, ο κύπριος πρέσβης Νίκος Αιμιλίου δεν άντεξε και εξερράγη, οργισμένος από το γεγονός ότι το Λονδίνο έκανε διμερείς επαφές με το Παρίσι για το κείμενο, αγνοώντας τη Λευκωσία.
«Η εποχή της αποικιοκρατίας έχει παρέλθει και δεν μπορεί η Μεγάλη Βρετανία ως προεδρία να αποκλείει την Κύπρο από διαβουλεύσεις», δήλωσε.
Γαλλικές προκλήσεις
Το κακό όμως είχε γίνει. Με εξαιρετικά πιεστικό ύφος ο γάλλος πρεσβευτής στην Κύπρο, στην προαναφερθείσα συνέντευξή του που δημοσιεύθηκε την ίδια μέρα που συνεδρίαζε το COREPER, επιδίωκε φορτικά και έμμεσα απειλητικά να κάνει την ελληνοκυπριακή κοινή γνώμη να αποδεχθεί το συμφωνημένο αγγλογαλλικό κείμενο της περιβόητης αντιδήλωσης.
«Είναι ο καλύτερος δυνατός συμβιβασμός», ισχυρίστηκε. «Θα θέλαμε, θα εκτιμούσαμε, θα απαιτούσαμε (!) τη στήριξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε αυτό το κείμενο», τόνισε.
Ελάχιστα συγκαλυμμένη ήταν η απειλή του, όταν το συνέδεσε με τις σχέσεις Κύπρου – ΕΕ: «Φυσικά χρειάζεται καλή πίστη. Αν δεν υπάρχει καλή πίστη, τότε δεν υπάρχει λόγος να είναι κανείς μέλος μιας λέσχης. Είναι καλύτερα να μείνει κανείς αμέτοχος, να μείνει εκτός(!)», υπογράμμισε.
Στροφή 180 μοιρών δηλαδή -από εκεί που η γαλλική κυβέρνηση υποστήριξε να μην αρχίσουν καν ενταξιακές συνομιλίες ΕΕ-Τουρκίας, αν η Άγκυρα δεν αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία, φτάσαμε στο σημείο να λέει ο γάλλος πρεσβευτής σχεδόν να… φύγει η Κύπρος από την ΕΕ, αν δεν δεχτεί το απαράδεκτο κείμενο που επιβραβεύει τη θρασύτητα της Τουρκίας!
Αποκαρδιωτικό παράδειγμα, ταυτόχρονα, για το πώς είναι δυνατόν λανθασμένες πολιτικές επιλογές της Αθήνας και της Λευκωσίας να οδηγήσουν ταχύτατα σε απώλεια δυνητικών συμμάχων.
Δεν είναι τυχαίο ότι στις δύο τελευταίες συνεδριάσεις του COREPER η Κύπρος και η Ελλάδα βρέθηκαν απομονωμένες να απολογούνται γιατί δεν στέργουν στην υιοθέτηση της απαράδεκτης αντιδήλωσης της ΕΕ, ενώ η εμφανής απροθυμία συμπαράταξής τους με τη Γαλλία είχε ήδη οδηγήσει σε αποδυνάμωση του αρχικού «σκληρού» μπλοκ, το οποίο συμπεριλάμβανε και την Αυστρία, σε κάποιο βαθμό τη Δανία κ.λπ.
Διδάγματα από τις ήττες
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μοιραίο, τραγικό πολιτικό λάθος, το έκαναν ο Κ. Καραμανλής και ο Τ. Παπαδόπουλος στις 17 Δεκέμβρη 2004, στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες, όταν αποδέχθηκαν την άνευ όρων έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων ΕΕ-Τουρκίας στις 3 Οκτώβρη 2005. Το λάθος αυτό πληρώνει η Κύπρος σήμερα, ενώ η Ελλάδα θα το πληρώσει ακριβότερα στο μέλλον.
Αυτό το λάθος δεν «ξεγίνεται». Βασίζεται στην εσφαλμένη στρατηγική επιλογή ότι δήθεν τα συμφέροντα της Ελλάδας και της Κύπρου εξυπηρετούνται καλύτερα, αν η Τουρκία ενταχθεί στην ΕΕ.
Στην πράξη όμως τι αποδείχθηκε;
Πρώτον, ότι η Αθήνα και η Λευκωσία, στους δέκα μήνες που κύλησαν από τότε, δεν τόλμησαν ούτε καν να φέρουν προς συζήτηση κάποιο θέμα σχετιζόμενο με τα ελληνοτουρκικά ή το Κυπριακό -το δεύτερο μπήκε επί τάπητος μόνο όταν το έβαλαν έμμεσα οι Γάλλοι, με τους δικούς τους στόχους και για τους δικούς τους λόγους.
Δεύτερον, όμως, αποδεικνύεται από τα όσα έγιναν τους τελευταίους δύο μήνες και κυρίως από την πικρή κατάληξη, ότι η Κυπριακή Δημοκρατία βγαίνει με πολύ πιο τραυματισμένα τη διεθνή της υπόσταση και μειωμένο το διεθνές της κύρος από αυτήν την ιστορία.
Άλλο πράγμα να «κρύβεται» η απαράδεκτη υποχώρηση Αθήνας και Λευκωσίας μέσα σε μια ομόφωνη απόφαση των «25», όπως έγινε τον Δεκέμβρη, και άλλο πράγμα να προτείνει μια ξένη χώρα να μην αρχίσουν διαπραγματεύσεις αν η Τουρκία δεν αναγνωρίσει την Κύπρο, εσύ να μην τολμάς να πάρεις τέτοια θέση και τελικά όλοι οι εταίροι να απαιτούν από εσένα να υποκύψεις και να δεχθείς την τουρκική θέση, να καταπιείς την ταπείνωση της δήλωσης της Άγκυρας και να επισημοποιηθεί έμμεσα, μέσω δήλωσης της ΕΕ, ότι η Τουρκία δεν χρειάζεται καν να σε αναγνωρίσει για να μπει στην ΕΕ!
Πρόκειται για νέα διπλωματική πανωλεθρία και δεν ωφελεί σε τίποτα να την καλύπτουμε, όσο και αν μας ενοχλεί και μας πονάει αυτή η πραγματικότητα. Με τον στρουθοκαμηλισμό πάντως σίγουρα δεν κάνουμε τίποτα. Απλώς φέρνουμε πιο κοντά τις νέες, πιο βαριές ήττες του προσεχούς μέλλοντος.
Η κατάσταση αλλάζει
Η κυβέρνηση Καραμανλή, προσκολλημένη στην προσδοκία αμερικανικής λύσης στο Κυπριακό, δεν έχει ακόμη αντιληφθεί ότι η στάση των Ευρωπαίων απέναντι στην Τουρκία μεταβάλλεται ριζικά.
Η ευρύτατα πλειοψηφική αντίθεση των ευρωπαϊκών λαών στην προοπτική ένταξης της Άγκυρας στην ΕΕ έχει αρχίσει τώρα να βρίσκει υποχρεωτική ανταπόκριση και σε ευρωπαίους ηγέτες, μετά τα αποτελέσματα των δημοψηφισμάτων για το Ευρωσύνταγμα στη Γαλλία και στην Ολλανδία.
Σήμερα γίνονται εκλογές στη Γερμανία. Οι Χριστιανοδημοκράτες έχουν ταχθεί ανοιχτά εναντίον της τουρκικής ένταξης. Αν νικήσουν και σχηματίσουν κυβέρνηση, η στάση του Βερολίνου προς την Άγκυρα θα υποστεί αλλαγές. Άλλωστε, ακόμη και ιστορικοί ηγέτες των Σοσιαλδημοκρατών, όπως ο πρώην καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ, τάσσονται πλέον ανοικτά κατά της ένταξης της Τουρκίας.
Όσο για τη Γαλλία, σύσσωμη πλέον η κυβερνητική παράταξη είναι εναντίον της Άγκυρας. Το ίδιο και στην Αυστρία, Δανία κ.λπ.
Όλες αυτές οι εξελίξεις παρέχουν δυνατότητες στην Ελλάδα και στην Κύπρο να παλέψουν για το Κυπριακό με καλύτερους όρους. Υπάρχουν δυνατότητες. Αρκεί η κυβέρνηση Καραμανλή να αποδεσμευτεί από τον δογματικό φιλοτουρκισμό της και την εναπόθεση της λύσης του Κυπριακού στους Αμερικανούς.