Χειρότερο το τρίτο σχέδιο δηλώσεως που παρουσίασε η βρετανική προεδρία

Όπως θα ανέμενε κανείς, η βρετανική προεδρία παρουσίασε στη συνεδρίαση ένα τρίτο σχέδιο κοινής δηλώσεως, το οποίο ο κύπριος υπουργός Εξωτερικών κ. Ιακώβου χαρακτήρισε χειρότερο και από τα δύο προηγούμενα.

Η στάση της βρετανικής προεδρίας δεν πρέπει να εκπλήττει

Δεν αποτελεί έκπληξη η στάση της βρετανικής προεδρίας. Συνθέτει στην πολιτική που ακολουθεί δύο πολύ σημαντικούς στόχους. Ο πρώτος αναφέρεται στον μεγάλο κοινό αμερικανοβρετανικό στόχο της εντάξεως της Τουρκίας στην ΕΕ, που θα προσδιόριζε εκ των πραγμάτων, σε γεωπολιτικό επίπεδο, τη φυσιογνωμία και την προοπτική της Ευρώπης. Ο δεύτερος αναφέρεται ειδικότερα στο Κυπριακό.

Επιδιώκει αφ’ ενός να παραμερίσει το Κυπριακό ως εμπόδιο στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Αφ’ ετέρου να διασφαλίσει τους απαραίτητους όρους ώστε να καταστεί εφικτή η ντε φάκτο επιβολή του Σχεδίου Ανάν, με οριακές αλλαγές, και να μην μπορέσει η Κύπρος να αξιοποιήσει ως στρατηγικό πλεονέκτημα την ένταξή της στην ΕΕ, για μια δίκαιη, ευρωπαϊκή λύση.

Ειδικότερα, η βρετανική προεδρία, στο τρίτο απαράδεκτο σχέδιο της, αγνοεί προκλητικά τη θέση που εξέφρασε η μεγάλη πλεοινότητα των κρατών μελών σχετικά με την αναγνώριση της Κύπρου.

Ότι δηλαδή η Άγκυρα, εφόσον οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις θα έχουν διακυβερνητικό χαρακτήρα, οφείλει να αντιμετωπίσει το θέμα της αναγνωρίσεως της Κύπρου. Ο όρος της «νομικής ομαλοποιήσεως» τον οποίο εισήγαγε, ως υποκατάστατο, η βρετανική προεδρία, δεν κρίνεται ως αποδεκτός από τη μεγάλη πλειονότητα των κρατών μελών.

Την ίδια και χειρότερη στάση τηρεί η βρετανική προεδρία στο θέμα της εφαρμογής του πρωτοκόλλου. Στο προηγούμενο, «βελτιωμένο», σχέδιο περιέλαβε, ως «κυρώσεις», στην περίπτωση που η Άγκυρα δεν εφαρμόσει το πρωτόκολλο για την Κύπρο, να μην αρχίσει η διαπραγμάτευση των κεφαλαίων που συνδέονται με το πρωτόκολλο όπως π.χ. το κεφάλαιο των μεταφορών! Εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι τα προς διαπραγμάτευση κεφάλαια είναι 31, προφανώς δεν αποτελεί πρόβλημα για την Άγκυρα η σειρά διαπραγματεύσεως των διαφόρων κεφαλαίων.

Στο νέο σχέδιο κοινής δηλώσεως, η βρετανική προεδρία υιοθετεί την πρόταση του τούρκου υπουργού Εξωτερικών, κ. Γκιουλ, για παραπομπή του θέματος της εφαρμογής του πρωτοκόλλου στο Συμβούλιο Συνδέσεως ΕΕ – Τουρκίας. Προτείνει δηλαδή μια μεθόδευση που οδηγεί στην πλήρη υποβάθμιση του θέματος και στην απουσία οποιουδήποτε αποτελεσματικού μηχανισμού ελέγχου για την εφαρμογή του.

Κατά τρίτο λόγο, η βρετανική προεδρία επιχειρεί, με μια νέα διατύπωση που εισάγει, να διασυνδέσει το θέμα της επιλύσεως του Κυπριακού με τις υποχρεώσεις της Τουρκίας για εφαρμογή του πρωτοκόλλου. Επιχειρεί δηλαδή να εξαρτήσει την εφαρμογή του πρωτοκόλλου από την επίλυση του Κυπριακού (για όσον χρόνο δεν λύεται το Κυπριακό, η Άγκυρα να μην έχει υποχρέωση να εφαρμόσει το πρωτόκολλο). Επιδιώκεται, επιπλέον, μέσα από τη διασύνδεση αυτή, να επαναφερθεί το κλίμα ότι η Τουρκία, με το «ναι» στο Σχέδιο Ανάν, συνεργάσθηκε για την επίλυση του Κυπριακού και ότι αν αυτό δεν έγινε δυνατό, οφείλεται στην «αδιαλλαξία» και το «όχι» της ελληνικής πλευράς. Το θέμα είναι πολύ σημαντικό, γιατί ένα καθαρό κέρδος για την ελληνική πλευρά στη σημερινή συγκυρία είναι η πλήρης αλλαγή του εχθρικού διπλωματικού κλίματος που είχε δημιουργηθεί εις βάρος της ελληνικής πλευράς, μετά το δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004.

Άλλοθι για τη βρετανική προεδρία η αιφνίδια δημιουργία ψεύτικης κινητικότητας με εξαγγελλόμενη νέα πρωτοβουλία Κόφι Ανάν

Για να ενισχύσει τους επιδιωκόμενους στόχους της, η βρετανική προεδρία έσπευσε να ανασύρει από τη γενική εφεδρεία τον Κόφι Ανάν, με διαρροές από το περιβάλλον του ότι ετοιμάζεται να διορίσει νέο ειδικό αντιπρόσωπο για το Κυπριακό.

Ο αγγλοαμερικανός παράγων, που ασκεί έντονες πιέσεις στην ελληνική πλευρά για υποστήριξη της τουρκικής ευρωπαϊκής πορείας, παρουσιάζει τη νέα κινητικότητα του Κόφι Ανάν ως μεγάλη εξέλιξη και «παραχώρηση» προς την ελληνική πλευρά.

Ούτε λίγο ούτε πολύ, παρουσιάζεται ως μια νέα αρχή για εξεύρεση λύσεως στο Κυπριακό με βάση το Σχέδιο Ανάν!

Το τι πραγματικά σημαίνει αυτό, φαίνεται πρώτα από όλα από τη σταθερή θέση της τουρκικής πλευράς, η οποία απορρίπτει οποιαδήποτε ουσιαστική τροποποίηση του Σχεδίου Ανάν. Η Άγκυρα εμμένει αδιάλλακτα στα όσα της έδωσε, για να πει το «να», η επιδιαιτησία Ανάν. Είναι μεγάλη αυταπάτη να πιστεύει κανείς ότι η Άγκυρα, που κλιμακώνει σε όλα τα επίπεδα την αδιαλλαξία της, θα συγκατατεθεί σε ουσιαστικές αλλαγές στο Σχέδιο Ανάν, για να γίνει αποδεκτό από την ελληνική πλευρά.

Η μόνη περίπτωση για να συμβεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα ήταν η πραγματική σύγκρουση των συμφερόντων και των στόχων της Άγκυρας στην Κύπρο με τα ευρύτερα συμφέροντα της ευρωπαϊκής της προοπτικής. Στο μέτρο που η Άγκυρα δεν μπαίνει μπροστά σε ένα τέτοιο δίλημμα και δεν καλείται να επιλέξει, δεν έχει κανέναν ουσιαστικό λόγο να επανεξετάσει και να επαναπροσδιορίσει την πολιτική της στην Κύπρο ή στο Αιγαίο.

Μια δεύτερη ένδειξη του τι πραγματικά σημαίνει η νέα κινητικότητα του Κόφι Ανάν είναι οι δηλώσεις του τελευταίου για τις «διασφαλίσεις» που έχει ανάγκη, πριν αναλάβει μια νέα πρωτοβουλία.

Επανέρχεται δηλαδή στις αξιώσεις που είχε εγείρει κατά την προηγούμενη περίοδο για αναγνώριση σ’ αυτόν από τα τα δύο μέρη δικαιώματος επιδιαιτησίας.

Οι «διασφαλίσεις» που ζητά στη σημερινή συγκυρία αναφέρονται προς το παρόν σε «δεσμεύσεις» της πλευράς που είπε «όχι» στο δημοψήφισμα, δηλαδή της ελληνικής, σχετικά με τα όρια των αλλαγών στο Σχέδιο Ανάν που επιδιώκει.

Με απλά λόγια, ο αμερικανοβρετανικός παράγων, διά στόματος Ανάν, θέλει να δεσμεύσει από πριν την ελληνική πλευρά ότι δεν θα ζητήσει ουσιαστικές αλλαγές στο Σχέδιο Ανάν, που θα ανέτρεπαν τη «φιλοσοφία» και την «ουσία» του.

Η επαναδραστηριοποίηση του Κόφι Ανάν, τη στιγμή που το Κυπριακό έρχεται στο επίκεντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων και διασυνδέεται εκ των πραγμάτων με την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, έχει ως πραγματικό στόχο να παραμερίσει το Κυπριακό ως εμπόδιο στον ευρωπαϊκό δρόμο της Τουρκίας και να τορπιλίσει την ανάδειξη του θέματος ως ευρωπαϊκού προβλήματος που πρέπει να λυθεί με βάση τις ευρωπαϊκές αρχές και κανόνες, όπως επιτάσσει η ιδιότητα σήμερα της Κύπρου ως κράτους μέλους.

Η ελληνική εξωτερική πολιτική αμήχανη μπροστά σε μια ιστορική ευκαιρία

Τα δεδομένα αυτά δείχνουν σαφώς πόσο μεγάλο είναι το έλλειμμα στρατηγικής που χαρακτηρίζει την ελληνική εξωτερική πολιτική.

Παραμένει καθηλωμένη σε μια στρατηγική που αντιμάχεται τη σημερινή θέση της Κύπρου ως κράτους μέλους της ΕΕ. Προβάλλεται ως δικαιολογία ότι η ίδια η ΕΕ δεν θέλει να εμπλακεί στο Κυπριακό και ότι για να αποφύγει τις περιπλοκές και τα προβλήματα, βολεύεται να αφήσει το θέμα στον ΟΗΕ του Κόφι Ανάν, σ’ ένα πλαίσιο δηλαδή ελεγχόμενο από τον αμερικανοβρετανικό παράγοντα. Υπάρχουν όμως πολλοί τρόποι για να θέσει κανείς το θέμα σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο βασικός και καθοριστικός είναι η διεκδίκηση από την ελληνική πλευρά των θεσμικών δικαιωμάτων που έχει σήμερα η Κύπρος ως χώρα μέλος και η σταθερή απόκρουση κάθε προσπάθειας υπαγωγής της Κύπρου σε καθεστώς δεύτερης κατηγορίας μέσα στην ΕΕ.

Οποιαδήποτε υποχώρηση στο επίπεδο αυτό, θα συνιστούσε απεμπόληση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και φαλκίδευση του μεγάλου στρατηγικού πλεονεκτήματος που απέκτησε η Κύπρος με την ένταξη. Η Ελλάδα δεν μπορεί να διαπραγματευθεί αποτελεσματικά, όταν αφοπλίζεται εκ των προτέρων με δηλώσεις που προβάλλουν ως δήθεν στρατηγική προτεραιότητα για την Ελλάδα την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας. Η επίμονη και κουραστική προβολή του ιδεολογήματος ότι δήθεν συμφέρει την Ελλάδα η ένταξη της Τουρκίας, βλάπτει την Ελλάδα και τη διαπραγματευτική της ικανότητα. Ασφαλώς η Ελλάδα δέχεται ασφυκτικές πιέσεις. Εν όψει της συνεδριάσεως του Συμβουλίου Μονίμων Αντιπροσώπων στις Βρυξέλλες στις 7 Σεπτεμβρίου, είχε σπεύσει πάλι στην Αθήνα ο αμερικανός βοηθός υφυπουργός Εξωτερικών Μάθιου Μπράιζα για να ασκήσει πιέσεις στην ελληνική πλευρά υπέρ της εντάξεως της Τουρκίας.

Η ένταξη της Τουρκίας, είπε, αποτελεί «στρατηγική επιλογή» για την αμερικανική πολιτική! Οι λόγοι γι’ αυτό είναι προφανείς. Γιατί όμως να αποτελεί εθνικό δήθεν συμφέρον και στρατηγική επιλογή της Ελλάδος;

Η ελληνική πλευρά πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα και να μην αποδεχθεί εκβιασμούς της βρετανικής προεδρίας για την αποδοχή σχεδίου δήθεν κοινής δηλώσεως των «25» που δεν την καλύπτει. Ως συνήθως, επιδιώκεται να πεισθεί με πιέσεις η ελληνική πλευρά, για να καμφθούν στη συνέχεια οι αντιρρήσεις των άλλων χωρών, που δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να είναι βασιλικότεροι του βασιλέως.

Η ελληνική πλευρά θα πρέπει να έχει κατά νου ότι τα όσα θα συμφωνηθούν για την κοινή δήλωση των «25» θα περιληφθούν αυτούσια στη συνέχεια και στο διαπραγματευτικό πλαίσιο στο οποίο επενδύει η ελληνική πλευρά μεγάλες ελπίδες για τον «έλεγχο» της τουρκικής ευρωπαϊκής πορείας. Είναι εκπληκτικό η ελληνική πλευρά να έχει σήμερα στη διάθεσή της αποφασιστικά διπλωματικά μέσα και στο πλευρό της την πλειονότητα των χωρών μελών, μεταξύ αυτών ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες, και όμως να αισθάνεται αμήχανη. Να επιδεικνύει ατολμία στη διεκδίκηση αυτών που είναι αυτονόητα για κάθε χώρα μέλος της ΕΕ.

Η σημερινή ευρωπαική συγκυρία είναι μια ιστορική ευκαιρία για την ελληνική πλευρά. Δεν υπάρχουν περιθώρια νέων υποχωρήσεων χωρίς μέγιστη στρατηγική ζημιά. Η ελληνική πλευρά πρέπει να επιμείνει σταθερά σε μια κοινή δήλωση των «25» που να την καλύπτει πραγματικά και θα διαφυλάσσει τη θέση της Κύπρου στην ΕΕ, όπως προσδιορίζεται επακριβώς από τη συνθήκη προσχωρήσεως. Πρέπει επίσης να επανεκτιμήσει τη θέση της σχετικά με τις προοπτικές «λύσεως» του Κυπριακού με βάση το Σχέδιο Ανάν.

Η πρόσφατη δημοσιοποίηση του εγγράφου 8 ξένων διεθνολόγων και συνταγματολόγων που αναφέρεται διεξοδικά σ’ αυτό το σχέδιο, αποτελεί πραγματικό καταπέλτη. Ολες σχεδόν οι βασικές πρόνοιες του Σχεδίου Ανάν συγκρούονται με θεμελιώδεις αρχές του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.

Η ελληνική πλευρά είναι καιρός να αναπροσαρμόσει τη στρατηγική της και να αναδείξει το ευρωπαϊκό πεδίο, που διέπεται από μια ορισμένη θεσμική και έννομη τάξη στην οποία έχει λόγο και βέτο, ως το κύριο πεδίο διπλωματικού της αγώνα, με διακηρυγμένο στόχο μια ευρωπαϊκή λύση του Κυπριακού, σύμφωνα με τις αρχές, τους κανόνες και το κοινοτικό κεκτημένο της ΕΕ.

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής


Σχολιάστε εδώ