Πολιτικές κινήσεις σε οικονομικό κενό

Ύστερα από μια παρατεταμένη περίοδο αναμονής και μπροστά στο απειλητικό φάσμα των ελλειμμάτων και της αποπαραγωγικοποίησης, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επέλεξε την οδό των μεταρρυθμίσεων, δηλ. την επέκταση των μηχανισμών της αγοράς και την ένταση του ανταγωνισμού.

Η επιλογή αυτή, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του κυβερνητικού επιτελείου, απέβλεπε σε δύο στόχους, πολιτικού και οικονομικού, αντίστοιχα, χαρακτήρα:

α) Ο πολιτικός στόχος αφορά στην ανάληψη δυναμικών πολιτικών πρωτοβουλιών και στην επίδειξη ισχύος απέναντι σε μια καθηλωμένη και διαπορούσα αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία αρκείται σε μία «εκ των ενόντων» μάχη οπισθοφυλακών.

Οι εκτιμήσεις και οι επιλογές αυτές της ΝΔ βασίζονται στη διαπίστωση ότι το ΠΑΣΟΚ και η ηγεσία του βρίσκονται εδώ και καιρό σε «πολιτικό κενό». Κι αυτό το κενό δημιουργείται με την απώλεια δύο βασικών πολιτικών ερεισμάτων: της αξιοπιστίας και της συνέχειας αφενός και της προοπτικής αφετέρου.

Πράγματι οι επιλογές της κυβερνητικής οκταετίας του ΠΑΣΟΚ διαμόρφωσαν τους θεσμικούς και ιδεολογικούς όρους για την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Οι επιλογές εκείνες νομιμοποίησαν τις σημερινές κυβερνητικές πολιτικές στο εργασιακό, στο ασφαλιστικό, στις ιδιωτικοποιήσεις, στην πλήρη απελευθέρωση της αγοράς. Οι πολιτικές της εποχής Σημίτη αποτέλεσαν την «προετοιμασία του πυροβολικού» κατά των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων, ώστε να μπορούν να εφαρμόζονται σήμερα πολιτικές της αγοράς χωρίς σοβαρές κοινωνικές αντιστάσεις, και το κυριότερο χωρίς ισχυρό αντίπαλο πόλο ιδεολογικών αρχών και κοινωνικών αξιών.

Κι αυτό γιατί το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να διατυπώσει ένα αντίπαλο κοινωνικοοικονομικό πρόγραμμα. Πρώτον γιατί δεσμεύεται από τις «δουλείες» του παρελθόντος και κατά δεύτερον οι αντιλήψεις που κυριαρχούν στην ηγετική του ομάδα δεν αποκλίνουν σημαντικά από τις κυβερνητικές επιλογές. Άλλωστε τα στρώματα και οι οικονομικές ομάδες στις οποίες απευθύνεται η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ελάχιστη σχέση έχουν με τα κοινωνικά στρώματα που στήριξαν -και ταυτίσθηκαν επί δεκαετίες- με το ΠΑΣΟΚ.

Κατά συνέπεια, ο πολιτικός στόχος της ΝΔ επιτεύχθηκε, χωρίς μάλιστα σοβαρές αντιστάσεις. Κι αυτό αποτελεί μια αξιοσημείωτη εξέλιξη σ’ ένα άνευρο και καθηλωμένο πολιτικό σκηνικό που αντιμετωπίζει την αδιαφορία ή ακόμα και την απόρριψη από μια σοβαρή μερίδα πολιτών.

β) Στο πεδίο της οικονομίας, οι λεγόμενες μεταρρυθμίσεις αποβλέπουν στην αλλαγή του θεσμικού και λειτουργικού πλαισίου της παραγωγικής δομής, γεγονός που έχει σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις.

Οι μικρές επιχειρήσεις οδηγούνται σε αδιέξοδο, η μη «διασφαλισμένη» εργασία τίθεται στην απόλυτη διάθεση των μηχανισμών του κέρδους. Οι κοινωνικές παροχές συρρικνώνονται χρόνο με τον χρόνο και οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας προορίζονται να αποτελέσουν τους μελλοντικούς «παρίες», από την άποψη των αμοιβών και των ασφαλιστικών δικαιωμάτων.

Οι μηχανισμοί της ανισοκατανομής και του απηνούς ανταγωνισμού ενισχύουν ασφαλώς τις μεγάλες επιχειρήσεις, τις αλυσίδες των πολυκαταστημάτων, τους φορείς μεταπρατικών δραστηριοτήτων, τις μονοπωλιακού χαρακτήρα δομές της οικονομίας.

Η διεύρυνση του κύκλου των ισχυρών και οι αναπόφευκτες ανακατατάξεις στους συσχετισμούς δυνάμεων αποδυναμώνουν το κλειστό μέχρι σήμερα πολιτικοοικονομικό κύκλωμα της διαπλοκής και εισάγουν νέους «παίκτες» που αναζητούν νέους, δυναμικούς ρόλους.

Η κυβέρνηση της ΝΔ θεωρεί ότι μπορεί να διαπραγματευθεί με το διευρυμένο αυτό κύκλωμα από θέσεως ισχύος και με ευνοϊκότερους όρους από εκείνους που οδήγησαν στην κυριαρχία των δυνάμεων της διαπλοκής μέχρι πρόσφατα.

Το πολιτικό όμως πρόβλημα, που ανάγεται σε πρόβλημα της ίδιας της δημοκρατίας στη χώρα, είναι η αποκοπή του κυκλώματος αυτού από τις πολιτικές αποφάσεις και όχι ένας νέος -διευρυμένος- τύπος διαπραγματεύσεων της εκτελεστικής εξουσίας με τους φορείς της διαπλοκής. Αυτή ακριβώς είναι και η πιο κρίσιμη μάχη, το αποτέλεσμα της οποίας παραμένει ζητούμενο.

γ) Η όλη πολιτικοϊδεολογική εκστρατεία της ΝΔ, με πρόταγμα τις θεσμικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις θεμελιώνεται στη δημιουργία της ψευδαίσθησης ότι η ενίσχυση του κεφαλαίου -σ’ όλες του τις μορφές- θα οδηγήσει σε νέες επενδύσεις και σε μια συνεχή ανοδική αναπτυξιακή πορεία.

Δυστυχώς, καμία διασφάλιση δεν μπορεί να υπάρξει για την πραγματοποίηση του στόχου αυτού. Δεν υφίστανται ούτε πολιτικοί ούτε οικονομικοί θεσμοί και μηχανισμοί ικανοί να διοχετεύσουν τα υπερκέρδη σε παραγωγικές-επενδυτικές κατευθύνσεις. Ασφαλώς σε ορισμένους τομείς της οικονομίας θα αναδειχθούν «νησίδες» ανάπτυξης. Όμως αυτές δεν είναι ικανές να διαμορφώσουν ένα δυναμικό παραγωγικό/αναπτυξιακό περιβάλλον ικανό να ενεργοποιήσει τις παραγωγικές δυνάμεις σε εθνική κλίμακα και να οδηγήσει σε παραγωγικές πρωτοβουλίες.

Γι’ αυτό και ο οικονομικός στόχος των μεταρρυθμίσεων θα μετατίθεται συνεχώς για τα επόμενα χρόνια, μέχρι την πλήρη διάλυση των ψευδαισθήσεων. Πρακτική, άλλωστε, γνώση από το παρελθόν.

Συμπερασματικά, η ΝΔ ενώ έχει αποκτήσει την πολιτική πρωτοβουλία στο επίπεδο των χειρισμών, μέσω των νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων δημιουργεί ένα κλίμα κοινωνικής δυσαρέσκειας το οποίο θα συσσωρεύεται όσο οι οικονομικοί στόχοι παραμένουν απλώς ευχολόγια.

Δεν μπορούν όμως οι οικονομικοί στόχοι να είναι ασύμβατοι με τους πολιτικούς. Ούτε οι πολιτικές πρωτοβουλίες -και η κοινωνική τους νομιμοποίηση- μπορούν να συντελούνται σε οικονομικό κενό.

Κι αυτή ακριβώς η ασυμβατότητα μεταξύ οικονομίας και πολιτικής αποκαλύπτει και παρατείνει την κρίση της πολιτικής που θα εξακολουθήσει και στο ορατό μέλλον να διαχειρίζεται, απλώς, τις αποφάσεις των οικονομικών κέντρων και μηχανισμών.


Σχολιάστε εδώ