Η μοίρα των βουλευτών της ελληνικής περιφέρειας
Μπορεί να είναι διαφορετικά τα (υποτιθέμενα) «παραστρατήματα» των δύο βουλευτών, αλλά η στάση τους και όσα είπαν -ο βουλευτής Πιερίας για εκείνους από όλα τα κόμματα που χρηματίζονται και ο συνάδελφός του από την Ξάνθη που τόλμησε το «ναι» σε ένα νομοσχέδιο που και το κόμμα του, όταν ήταν κυβέρνηση, εφάρμοζε- έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά. Με βασικότερο ότι και οι δύο «έπεσαν θύματα» των επικοινωνιακών αναγκών των κομμάτων τους και πλήρωσαν αμαρτίες άλλων που οι άτεγκτες ηγεσίες δεν μπορούν να ακουμπήσουν.
Βλέπετε, οι πανίσχυροι αγροτοσυνδικαλιστές του θεσσαλικού κάμπου μπορούν να λένε ό,τι θέλουν, αλλά η αυστηρότητα της Ρηγίλλης εξαντλείται στον «αδύναμο κρίκο» που στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο βουλευτής από τον Κολινδρό. Όπως και ο Στέφανος Μάνος μπορεί να προκαλεί ευθέως τους «πράσινους», που τον έκαναν βουλευτή, χαρακτηρίζοντας καλοδεχούμενο το νομοσχέδιο για τις συμπράξεις ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, που εισηγήθηκε ο παλαιός του συνεργάτης Γιώργος Αλογοσκούφης, αλλά στον ξανθιώτη πολιτικό δεν επιτρέπεται να δίνει θετική ψήφο σε κάποια άρθρα του. Ο Ευάγγελος Πολύζος που εκλέγεται από το 1996 και ο Παναγιώτης Σγουρίδης που βρίσκεται στη Βουλή από το 1989 και διετέλεσε αντιπρόεδρος του Σώματος ολόκληρη τη δεκαετία της προεδρίας του Απόστολου Κακλαμάνη είναι δύο κλασικοί εκπρόσωποι των πολιτικών από την περιφέρεια που βρέθηκαν στην «αφιλόξενη» πρωτεύουσα και δεν κατάφεραν να εισχωρήσουν στα ενδότερα αυτού που λέγεται «κεντρική πολιτική σκηνή».
Το σύστημα τους θέλει αχθοφόρους και χειροκροτητές
Παρά την πολύχρονη πολιτική τους παρουσία σε τοπικό επίπεδο, οι δύο συγκεκριμένοι βουλευτές, όπως άλλωστε και πάρα πολλοί άλλοι συνάδελφοί τους -τωρινοί, αλλά και παλαιότεροι- έμειναν έξω ή, στην καλύτερη περίπτωση, στις παρυφές του «συστήματος». Το «σύστημα», που τους χρειάζεται ως «αχθοφόρους» των λαϊκών προβλημάτων και… θαλαμοφύλακες και τους διασύρει με την αθλιότητα του… απουσιολογίου λες και είναι μαθητές του Δημοτικού, δεν θέλει να έχουν απόψεις και κυρίως να τις λένε, πράγματα που ενοχλούν. Οι μόνοι ρόλοι τους οποίους επιφυλάσσει γι’ αυτούς είναι εκείνοι του «εξομολογητή» των ψηφοφόρων και του χειροκροτητή των αποφάσεων της ηγεσίας. Έως εκεί. Ούτε δηλώσεις να κάνουν, ακόμη και όταν με αυτές λένε τα αυτονόητα (όπως ότι υπάρχουν άνθρωποι από όλα τα κόμματα που «τα πιάνουν»), ούτε να διατυπώνουν θέσεις, ανεξάρτητα αν με αυτές δείχνουν συνέπεια. Αυτή είναι, δυστυχώς, η μοίρα των επαρχιωτών βουλευτών που -συνειδητά ή μη- δεν έχουν γραφεία Τύπου και δεν συμβάλλονται με εταιρείες επικοινωνίας για να τους περνούν «παραπολιτικά» και να τους «κλείνουν» συνεντεύξεις. Και έτσι πρέπει να μείνουν τα πράγματα για όσους πολιτικούς δεν θέλησαν ή δεν απέκτησαν προσβάσεις στα μεγάλα αθηναϊκά συγκροτήματα Τύπου και στα μεγάλα κανάλια, τα οποία παρά την πληθώρα των εκπομπών τους ανακυκλώνουν την ίδια εικοσάδα πολιτικών που φιλοξενείται σε πρωινάδικα και βραδινά δελτία.
Έχουν συμβιβασθεί…
Αλλά επειδή αυτή η στήλη δεν θέλει να χαριστεί σε κανέναν, οφείλουμε να πούμε ότι οι περισσότεροι βουλευτές από την περιφέρεια είναι αλήθεια ότι έχουν συμβιβαστεί με αυτήν τη μοίρα. Το βλέπει κανείς στον τρόπο που συμπεριφέρονται. Διαφωνούν με πολλά, αλλά μιλούν σπανίως. Λένε διάφορα τολμηρά κατ’ ιδίαν, αλλά δημοσίως αποφεύγουν να τα επαναλάβουν και όταν τους δίνεται η ευκαιρία να μιλήσουν, τα βρίσκουν «όλα καλά καμωμένα» από τις ηγεσίες τους.
Αν αποφάσιζαν πολλοί μαζί να πουν ανοιχτά όσα κουβεντιάζουν μεταξύ τους στο εντευκτήριο, στο καφενείο, στο περιστύλιο και στους διαδρόμους της Βουλής, ίσως πολλά πράγματα να ήταν διαφορετικά στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα. Δεν το κάνουν όμως. Ίσως επειδή δεν τολμούν να αναλάβουν το ρίσκο να τους «κόψουν» από τα ψηφοδέλτια ή από τον φόβο ότι θα χάσουν την ελπίδα να γίνουν κάποτε υφυπουργοί … Και σε αυτό ακριβώς, δηλαδή στο να μην τολμούν να λένε δημοσίως αυτά που λένε κατ’ ιδίαν, κατέτειναν και οι εκφοβιστικές ενέργειες της περασμένης Τετάρτης κατά του Πολύζου, που διαγράφηκε με συνοπτικές διαδικασίες μόλις το θέμα έπαιξε στα κεντρικά δελτία των καναλιών, αλλά και του Σγουρίδη, που τη γλίτωσε στο… τσακ, ίσως γιατί είχε προηγηθεί η ΝΔ ή και επειδή η δική του ενέργεια έγινε γνωστή αργά τη νύχτα και έπαιξε ως δεύτερη είδηση στα νυχτερινά δελτία.
Το «φόρτωμα» και τα «δοβλετοποιημένα» ρουσφέτια
Τα μέτρα που λήφθηκαν κατά των δύο βουλευτών, πάντως, ίσως να μην είναι άσχετα και με το κλίμα που δημιουργείται την τελευταία περίοδο στις κοινοβουλευτικές ομάδες των δύο κομμάτων εξουσίας. Δεν είναι λίγα τα κοινοβουλευτικά στελέχη που γυρίζουν από τις διακοπές τους και τις επαφές που είχαν στην επαρχία με πολύ βαρύ «φορτίο». Οι περισσότεροι είναι φορτωμένοι με την πίεση των ανθρώπων τους στις περιφέρειες που εκλέγονται.
Οι κυβερνητικοί, όπως ομολογούν, δεν μπορούσαν να σταθούν από τις διαμαρτυρίες του κόσμου για την ακρίβεια, την οικονομική ανέχεια και την ανεργία, αλλά και από τα πιεστικά αιτήματα για διορισμούς, οι οποίοι γίνονται μεν, αλλά, όπως λέγεται, κατά τρόπο «δοβλετοποιημένο» που έχει ως αποτέλεσμα οι βουλευτές να καρπώνονται μόνο την γκρίνια και την κριτική για ανικανότητα. Τι σημαίνει αυτό; Οι υπουργοί, αλλά και δήμαρχοι ή νομάρχες που εξασφαλίζουν εγκρίσεις για προσλήψεις, κρατούν για τους εαυτούς τους τη «μερίδα του λέοντος» και μοιράζουν, όταν μοιράζουν, «ψίχουλα» στους βουλευτές, τα πολιτικά γραφεία των οποίων έχουν μετατραπεί σε γραφεία (μάταιων προσπαθειών) για εύρεση εργασίας.
Έτσι οι περισσότεροι βουλευτές βαρέθηκαν πια να μοιράζουν τις προκηρύξεις του ΑΣΕΠ, τις οποίες, άλλωστε, δεν καταδέχονται ούτε να τις πάρουν στα χέρια τους οι υποψήφιοι για διορισμό (αφού με αυτά που βλέπουν γύρω τους δεν μπορούν να πιστέψουν ότι εφαρμόζεται πουθενά το σύστημα της μοριοδότησης) και προσπαθούν να στραφούν προς τον ιδιωτικό τομέα για να βολέψουν όσους μπορούν.
Αλλά και εκεί οι προοπτικές δεν είναι ευοίωνες, όχι μόνο γιατί οι διαθέσιμες θέσεις δεν είναι πολλές και οι μεγαλοεπιχειρηματίες ενδίδουν μόνο στους «μεγαλόσχημους», αλλά και επειδή η πλειονότητα αυτών που πάνε στα πολιτικά γραφεία θέλουν τη σιγουριά του Δημοσίου.
Κατακραυγή κατά του Γιώργου
Αλλά και οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ που βρέθηκαν το καλοκαίρι στις περιφέρειες δεν πέρασαν καλύτερα από τους «γαλάζιους» συναδέλφους τους.
Μπορεί στα δικά τους γραφεία να μην επικρατούσε ο συνωστισμός που υπήρχε στα γραφεία των Νεοδημοκρατών, αυτό, όμως, δεν ήταν και τόσο παρήγορο. Μόλις ξέφευγαν από την ερημιά των δικών τους γραφείων και βρίσκονταν σε κόσμο που τους αναγνώριζε, η γκρίνια που αντιμετώπιζαν ίσως ήταν και μεγαλύτερη από εκείνη των πολιτικών τους αντιπάλων.
«Τι κάνετε; Πού είστε; Γιατί δεν αντιπολιτεύεστε; Γιατί είστε τόσο ανύπαρκτοι;», ήταν τα πιο ήπια από τα ερωτήματα με τα οποία έρχονταν αντιμέτωποι, ακόμη, όπως λένε ορισμένοι, και από ανθρώπους που δεν ψήφισαν το ΠΑΣΟΚ στις τελευταίες εκλογές.
Εχθροί και φίλοι του προέδρου του ΠΑΣΟΚ επιμένουν ότι το ηγετικό προφίλ του Γιώργου Παπανδρέου στην κοινωνία είναι ανύπαρκτο. Ορισμένοι μάλιστα μιλούν για «κατακραυγή» σε βάρος του και αναρωτιούνται πώς μπορεί να αντιστραφεί αυτό το αρνητικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί, σε μια περίοδο που η κυβέρνηση έχει πάρει όλα τα μέτρα που θα μπορούσαν να της προκαλέσουν φθορά.
Φθινοπώριασε και άρχισε να φρακάρει το γκαράζ…
Μπορεί να αρχίζει να φθινοπωριάζει, αλλά στους τύπους η Βουλή βρίσκεται ακόμη στο… καλοκαίρι.
Βλέπετε, μόλις την περασμένη Πέμπτη ολοκλήρωσε τις εργασίες του το δεύτερο θερινό τμήμα της Βουλής και από μεθαύριο Τρίτη ξεκινά το τρίτο, στο οποίο, ως συνήθως, μετέχουν οι παλαιοί βουλευτές όλων των κομμάτων και σε σχέση με το προηγούμενο (στο οποίο συμμετείχαν κυρίως οι νέοι) θα έχει και την εξής διαφορά: Σε αυτό θα υπάρχει κοινοβουλευτικός έλεγχος (συζήτηση δηλαδή ερωτήσεων και επερωτήσεων) που δεν υπήρχε στο τμήμα του Αυγούστου. Αν κρίνουμε, πάντως, από την κίνηση στο γκαράζ της Βουλής, το καλοκαίρι έχει φύγει προ πολλού. Εδώ και αρκετές μέρες τα πρωινά στον υπόγειο χώρο στάθμευσης της Βουλής γίνεται το αδιαχώρητο, ακόμη και σε ώρες που δεν υπάρχουν συνεδριάσεις. Και πολλοί, βλέποντας κόσμο και κοσμάκη να παρκάρει το αυτοκίνητό του για να κάνει άνετα τις δουλειές του ή τα ψώνια του στο κέντρο της Αθήνας, αναρωτιούνται τι θα γίνει, όταν η Βουλή (από τον επόμενο μήνα) θα λειτουργεί σε κανονικούς ρυθμούς και με τους 300 βουλευτές -αντί των 100 που έχουν τα θερινά- να πρέπει να είναι παρόντες.