Επίδομα θέρμανσης: σταγόνα στον ωκεανό της σπατάλης
Προσέξτε: είπαμε «πλούτου». Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί καμία κυβέρνηση να κάνει δίκαιη ανακατανομή όχι μόνο ανύπαρκτου πλούτου, αλλά άδειων δημόσιων ταμείων, υψηλών ελλειμμάτων και υψηλού δημόσιου χρέους, που αποτελούν εμπόδιο στην εφαρμογή αναγκαίας κοινωνικής πολιτικής. Το παράδοξο στη χώρα μας είναι ότι όλοι όσοι είναι έξω από τον χορό, όπως αντιπολίτευση, ζητούν ή προτείνουν να εφαρμοσθεί μία τέτοια κοινωνική πολιτική, τη στιγμή που γνωρίζουν ότι εξακολουθεί να εφαρμόζεται μια άδικη ανακατανομή των κρατικών εσόδων, δηλαδή δίδονται, μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, παροχές σε οικονομικά ισχυρότερα ή πιο προνομιούχα νοικοκυριά!
Τι είναι, για παράδειγμα, τα 300 εκατ. ευρώ που χρειάζονται, όπως εκτιμάται, για να δοθεί το περιβόητο πια επίδομα θέρμανσης; Είναι «σταγόνα» στον ωκεανό της σπατάλης που συνεχίζεται ακατάπαυστα επί είκοσι πέντε περίπου χρόνια. Είναι, για παράδειγμα, το ποσό αυτό το… περίπου ένα χιλιοστό των χρεών που αναλαμβάνει το κράτος για τη συντήρηση και λειτουργία μερικών δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών (συγκοινωνίες, αμυντικές βιομηχανίες, συνεταιριστικές οργανώσεις, ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ.). Είναι, για παράδειγμα, το ποσό αυτό, το… ένα τριακοστό του ποσού που σπαταλήθηκε για τη λειτουργία του περιβόητου Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων. Είναι, για παράδειγμα, το ποσό αυτό μικρότερο από εκείνο (400 εκατ. ευρώ) που πρέπει να επιστρέψει η χώρα μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τις αντικοινοτικές επιχορηγήσεις της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Είναι, για παράδειγμα, το ποσό αυτό το μισό εκείνου (600 εκατ. ευρώ), που πρέπει να επιστρέψει η χώρα μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την κακοδιαχείριση κοινοτικών πόρων.
Έχομεν χρείαν άλλων παραδειγμάτων; Όχι, βέβαια. Γιατί όλα αυτά σημαίνουν ότι δεν μπορεί -ή καλύτερα δεν πρέπει- κανείς να κάνει παροχές, όταν δεν κατορθώσει πρώτα να περιορίσει τη σπατάλη και να επιτύχει την πραγματική δημοσιονομική εξυγίανση. Γιατί τότε μόνο η ελληνική οικονομία θα εξασφάλιζε πρόσθετα κεφάλαια για πράγματι παραγωγικές επενδύσεις και υποδομές, οι επόμενες γενεές θα επωμίζονταν λιγότερο δημόσιο χρέος και θα εξασφαλίζονταν οι προϋποθέσεις για εφαρμογή πραγματικής κοινωνικής πολιτικής. Δεν θα ήταν υπερβολή αν αναφέραμε ότι η διάθεση πολύτιμων εθνικών κεφαλαίων χωρίς να πιάνουν τόπο ή, όπως λένε οι οικονομικοί νόμοι, χωρίς να έχουν έστω κι έναν ελάχιστο συντελεστή απόδοσης, είναι η βασική κακοδαιμονία της ελληνικής οικονομίας και η κυριότερη αιτία της μόνιμης παθογένειάς της. Το εκπληκτικό είναι ότι τις δυσμενείς συνέπειες της φιλέκδικης αυτής συμπεριφοράς των οικονομικών νόμων από τη σπάταλη διαχείριση των δημόσιων πόρων τίς πλήρωσαν μόνον και αποκλειστικά οι Έλληνες εργατοϋπάλληλοι και οι φορολογούμενοι και όχι, φυσικά, οι εκάστοτε διαχειριστές, οι οποίοι πάντοτε σχεδόν ανταμείβονταν στις εκλογές με την ανάδειξή τους στο αξίωμα του πρωθυπουργού, του υπουργού, του υφυπουργού και του βουλευτή. Δεν μπορεί ο οποιοσδήποτε και μάλιστα ελλειμματικός κρατικός προϋπολογισμός να αναλαμβάνει υποχρεώσεις από χρέη και καταπτώσεις εγγυήσεων δημόσιων οργανισμών δισ. ευρώ και από την άλλη μεριά να δίνει, έστω και αυτά τα ψίχουλα, αναλογικά, σε οικονομικά ασθενέστερα νοικοκυριά.
Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανείς πόσες πραγματικές μεταρρυθμίσεις για ένα βιώσιμο και ανταγωνιστικό ασφαλιστικό σύστημα θα πραγματοποιούνταν, πόσο υψηλές κατώτατες ή εθνικές συντάξεις θα δίδονταν, πόσα επιδόματα θα χορηγούνταν, πόσοι δρόμοι, πόσα νοσοκομεία, πόσα σχολεία, πόσα έργα υποδομής θα κατασκευάζονταν και πόσοι, ενδεχομένως, φόροι ή πόση λιτότητα δεν θα επιβάλλονταν, αν εξοικονομούνταν όλα αυτά τα τεράστια ποσά.
Σημειώνεται ότι η διαχείριση των εθνικών πόρων δεν γινόταν ποτέ στη χώρα μας με βάση την οικονομική αυτή αρχή, δηλαδή να πιάνουν οπωσδήποτε τόπο οι δημόσιες δαπάνες. Για τον λόγο αυτό ο Εμμ. Ροϊδης είχε καταγγείλει τη σπάταλη αυτή διαχείριση προ πολλών δεκάδων ετών με την επισήμανση ότι «η Ελλάς εδαπάνησε άπαν το χρήμα του λαού αντί έργων χρησίμων εις συντήρησιν κοπαδίου κομματικών κηφήνων, χάριν των οποίων στέργει την πενίαν, την κακοπραγίαν, την ασημότητα και τους εμπαιγμούς το κόσμου όλου…»!