Δεν πήραμε το μήνυμα…

Ήδη τα κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν χωρισθεί σε δύο παρατάξεις.

Μία υπό τη Γαλλία και την Αυστρία και μία υπό τη Μεγάλη Βρετανία, στην οποία έχουν ενταχθεί οι ατλαντιστές και, επιπροσθέτως, η Γερμανία και η Ιταλία. Η πρώτη ομάδα υποστηρίζει ότι η αντιδήλωση πρέπει να υποχρεώνει την Τουρκία να εφαρμόσει τουλάχιστον στην πράξη το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Σύνδεσης και ότι η Τουρκία πρέπει κάποτε να ομαλοποιήσει τις σχέσεις της με την Κυπριακή Δημοκρατία. Παράλληλα, η πρώτη ομάδα ζητά από την ΕΕ να τοποθετηθεί ότι η τουρκική δήλωση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα και να δημιουργηθεί σύστημα παρακολούθησης της εφαρμογής του πρωτοκόλλου. Η δεύτερη ομάδα έχει πάρει εντελώς φιλοτουρκικές θέσεις και υποστηρίζει ότι η Τουρκία έχει εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις της στους όρους που της ετέθησαν στη Σύνοδο Κορυφής του περασμένου Δεκεμβρίου και έτσι δεν χρειάζεται καμιά αντιδήλωση για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Είναι φανερό ότι η δεύτερη ομάδα, υποστηριζόμενη και από τις ΗΠΑ, είναι μεγαλύτερη και ισχυρότερη και ήδη έχει υπερισχύσει, ασχέτως αν και πάλι το θέμα παραπεμφθεί στη Σύνοδο των Υπουργών. Η πρώτη ομάδα και ιδιαίτερα η Γαλλία, που πριν από τις συνόδους είχε διακηρύξει ότι σε καμία περίπτωση δεν θα αρχίσουν ενταξιακές διαπραγματεύσεις, αν η Τουρκία δεν αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία, υπεχώρησε σημαντικά, διασώζοντας τα προσχήματα, ζητώντας απλώς την εφαρμογή του πρωτοκόλλου στην πράξη.

Η Ελλάδα αλλά και η Κύπρος κάπου κρύπτονται μεταξύ των κρατών της πρώτης ομάδος. Η Ελλάδα, έχοντας ως άξονα της στρατηγικής της στην εξωτερική της πολιτική την είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ, αποφεύγει να θέσει σκληρούς όρους που θα επηρεάσουν αρνητικά ή θα ματαιώσουν τις ενταξιακές διαδικασίες. Εν επιγνώσει της δεν ανέλαβε δραστηριότητες προ της συνόδου των οργάνων της ΕΕ, ώστε αφενός μεν να μη διακυβευτεί η έναρξη των τουρκικών ενταξιακών διαπραγματεύσεων, αφετέρου δε να μη χρεωθεί με αποτυχία η ελληνική πλευρά, αφού η μάχη μέσα στα δύο αυτά όργανα της ΕΕ ήταν άνιση, δεδομένης της υπεροχής της δεύτερης ομάδος της Μ. Βρετανίας. Χαρακτηριστική επιβεβαίωση αυτού του επιχειρήματος υπήρξε η μεταβολή της στάσεως της Γερμανίας, αλλά και η στάση που τήρησε η Ιταλία διά του υπουργού της των Εξωτερικών, του κ. Φίνι, ο οποίος δήλωσε ότι δεν πρέπει να τεθούν νέοι όροι στην Τουρκία παρά την άρνησή της να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία. Ο κ. Φίνι τα είπε αυτά, ενώ πραγματοποιούσε επίσκεψη (6η Σεπτεμβρίου) στην Αθήνα, έχοντας συνομιλίες με τον έλληνα υπουργό των Εξωτερικών.

Συμφώνησαν μάλιστα η Ελλάδα και η Ιταλία ότι η Τουρκία πρέπει να ξεκινήσει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις για την είσοδό της στην ΕΕ. Μέχρι τώρα η στάση της Ελλάδος μάς φαινόταν ανεξήγητη. Πιστεύαμε όλοι ότι αυτό μπορούν και αυτό κάνουν. Δηλαδή, πιο απλά, οι τούρκοι διπλωμάτες είναι ικανότεροι, η Τουρκία έχει την υποστήριξη των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας και γι’ αυτό υπερισχύει.

Όμως εδώ φανερώνεται κάτι εντελώς καινούργιο ή τουλάχιστον τώρα το αντιληφθήκαμε εμείς που δεν θέλαμε να καταλογίσουμε μειωτική πρόθεση στην ελληνική στάση έναντι της μη συμμόρφωσης της Τουρκίας στις αρχές του διεθνούς δικαίου και των αρχών της ΕΕ. Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι είναι συνειδητή επιλογή της χώρας μας η πάση θυσία είσοδος της Τουρκίας στην ΕΕ, με στόχο τον εξευρωπαϊσμό των Τούρκων ώστε να παύσουν την άγρια προκλητικότητα και επιθετικότητα κατά της Ελλάδος. Τώρα εξηγείται γιατί εγκαταλείψαμε παντελώς την αμυντική μας ικανότητα, γιατί μειώσαμε τη θητεία σε σημείο που οι μονάδες μας λόγω επάνδρωσης να μη θεωρούνται επιχειρησιακά ικανές, γιατί στα νησιά μας υπάρχουν απηρχαιωμένα όπλα, γιατί εισαγάγαμε τον θεσμό του επαγγελματικού στρατού, γιατί εγκαταλείψαμε τη στρατιωτική εκπαίδευση και τόσα άλλα που υποβάθμισαν τις Ένοπλες Δυνάμεις μας.

Είναι φανερό και συνάμα πολύ πικρό ότι οι επί σειράν ετών τώρα κυβερνήσεις μας έκαναν την εκτίμηση ότι δεν μπορούμε να τα βάλουμε με τους Τούρκους, δεδομένης της υπεροπλίας των και της μεγάλης αριθμητικής των υπεροχής. Ακόμα και όταν κορυφαίο στέλεχος μεγάλου κόμματος είπε «να βάλουμε την Τουρκία στην Ευρώπη για να μη μας “φάει” κανένα νησί», ακόμα και μετά τη δήλωση της προέδρου της Βουλής στην υποδοχή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, εμείς οι αφελείς ουδέποτε πιστέψαμε ότι αυτοί που μας διοικούν έχουν φτάσει στο σημείο της άτακτης υποχώρησης προ των τουρκικών απειλών που είναι γεγονός ότι με τρόπο ιταμό εκτοξεύονται από την απέναντι μεριά του Αιγαίου. Είναι, όμως, επίσης γεγονός ότι μας πικραίνει αφάνταστα η υποτίμηση των ικανοτήτων του στρατού μας και του λαού μας. Ποιος θα το περίμενε ότι η Ελλάδα του 21ου αιώνα, η Ελλάδα της ευμάρειας και της κατανάλωσης, των μεγάλων προϋπολογισμών και εξοπλισμών, η Ελλάδα της δημοκρατίας και της πιο χρυσής περιόδου της από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους, θα ήταν δυνατόν να βάζει την ουρά κάτω από τα σκέλια σε κάθε μουγκρητό του καθυστερημένου ανατολίτη. Οι πρόγονοί μας, που αντιστάθηκαν σθεναρά σε μεγάλες δυνάμεις και γράψανε χρυσές σελίδες στην παγκόσμια ιστορία, ίσως θα ντρέπονται για απογόνους σαν και εμάς, που τα παραδώσαμε όλα αμαχητί. Το κυριότερο, όμως, είναι τι μέλλον θα παραδώσουμε στα παιδιά μας. Είναι σίγουρο ότι αυτή η πολιτική της ηττοπάθειας θα αποθρασύνει την τουρκική βαρβαρότητα και κάποια στιγμή θα δούμε τα χειρότερα σε Έβρο και νησιά. Τότε, όμως, θα είναι πολύ αργά για τους Επιμηθείς Νεοέλληνες. Τα κακά επιστρέφουν σε αυτούς που τα ετοίμασαν, είχε πει ο Σενέκας και εμείς σίγουρα θα νιώσουμε πολύ γρήγορα στο πετσί μας τα επίχαιρα της απρονοησίας μας. Όπως η Κύπρος θρηνεί στα ερείπια που προκάλεσε η τουρκική θηριωδία, να μην έρθει και η στιγμή της δικής μας τιμωρίας για τη σημερινή μας πολιτική και υποχωρητικότητα. Προχθές μόλις ο τουρκικός όχλος κατέστρεψε την έκθεση για τα τουρκικά εγκλήματα του 1955, δίνοντας το σαφές μήνυμα ότι είναι έτοιμοι να επαναλάβουν αυτές τις θηριωδίες ακόμα και όντας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Δεν καταλάβαμε ακόμα ότι όπως και τα γεγονότα του 1955, έτσι και τα προχθεσινά ήταν οργανωμένα από το ίδιο το βαθύ κράτος της Τουρκίας; Ζούμε στη νιρβάνα μας και το μήνυμα δεν το πήραμε.


Σχολιάστε εδώ