Πενιχρά αποτελέσματα για την ελληνική πλευρά στο Συμβούλιο Υπ. Εξωτερικών της ΕΕ

Ο γάλλος πρωθυπουργός, αναθεωρώντας σημαντικά τη γαλλική πολιτική, όπως εκφράσθηκε στη Σύνοδο Κορυφής του περασμένου Δεκεμβρίου, έθεσε επιτακτικά το θέμα της αναγνωρίσεως της Κύπρου από την Άγκυρα πριν από την έναρξη των προβλεπομένων για τις 3 Οκτωβρίου ενταξιακών συνομιλιών. Εκτίμησε επίσης ότι η τουρκική δήλωση αναιρεί στην ουσία το περιεχόμενο του Πρωτοκόλλου και επομένως η υπογραφή του υπό τις συνθήκες αυτές δεν συνιστά εκπλήρωση των όρων που τέθηκαν προς την Τουρκία από το συμβούλιο κορυφής του Δεκεμβρίου.

Αγώνας υπέρ της Άγκυρας από τη βρετανική προεδρία

Η βρετανική προεδρία, υποστηρίζοντας ως κοινό αμερικανοβρετανικό στόχο την ενταξιακή προοπτική της Άγκυρας και ταυτιζόμενη με αυτήν σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, επεδίωξε δύο τακτικούς στόχους. Πρώτον, να αποσυνδέσει την τουρκική δήλωση από την υπογραφή του Πρωτοκόλλου και να θεωρήσει ως κεκτημένη την εκπλήρωση του όρου που έθεσε προς την Τουρκία η Σύνοδος Κορυφής για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Δεύτερον, να αποφύγει οποιαδήποτε συζήτηση για αναγνώριση της Κύπρου από την Άγκυρα, ισχυριζόμενη ότι αυτό δεν περιλαμβανόταν στους όρους που είχαν τεθεί τον Δεκέμβριο, προσθέτοντας μάλιστα με ύπουλο τρόπο ότι η Κυπριακή Δημοκρατία αναγνωρίζεται δήθεν από την ΕΕ μόνον ως υποκείμενο Διεθνούς Δικαίου.

Για την επίτευξη των στόχων αυτών, η βρετανική προεδρία επιδίωξε και πέτυχε η αντίδραση της ΕΕ να εκδηλωθεί είτε με τη μορφή νομικής ερμηνείας, με τη βοήθεια της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, είτε μιας αντιδηλώσεως της ΕΕ που να καλύπτει την Κύπρο. Η πρώτη εκδοχή απερρίφθη ως απαράδεκτη και συμφωνήθηκε κατ’ αρχάς ως απάντηση μια αντιδήλωση της ΕΕ.

Για να διασφαλίσει την αποσύνδεση του θέματος της τουρκικής δηλώσεως από την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, η βρετανική προεδρία δεν δίστασε από πλευράς της να απειλήσει με βέτο την έγκριση οποιασδήποτε σκληρής αντιδηλώσεως της ΕΕ. Σε μια τέτοια περίπτωση, αν δεν εγκρινόταν δηλαδή μια κοινή δήλωση των «25», θα έμενε εκ των πραγμάτων στο τραπέζι μόνο η άκρως φιλοτουρκική δήλωση της βρετανικής προεδρίας.

Με τον τρόπο αυτό, η βρετανική προεδρία οριοθέτησε την κοινή δήλωση των «25», ώστε να μη θέτει υπό αμφισβήτηση την έναρξη των διαπραγματεύσεων και άφησε ως μόνη διέξοδο την πρόταση σκληρών όρων στο διαπραγματευτικό πλαίσιο. Στο πνεύμα αυτό, πρότεινε ένα πρώτο σχέδιο δηλώσεως, το οποίο απερρίφθη. Επανήλθε με ένα δεύτερο, βελτιωμένο, το οποίο όμως πάλι δεν καλύπτει τα βασικά σημεία που ενδιαφέρουν την ελληνική πλευρά. Συγκεκριμένα, περιλαμβάνει τα εξής οκτώ σημεία:

«Η ΕΕ αναγνωρίζει την υπογραφή εκ μέρους της Άγκυρας του Πρωτοκόλλου επεκτάσεως της τελωνειακής συνδέσεως της Τουρκίας».

Η σαφής αυτή δήλωση απορρίπτει τη θέση ότι η δήλωση της Άγκυρας αναιρεί στην ουσία την υπογραφή του Πρωτοκόλλου. Για το θέμα αυτό, το ίδιο σημείο περιορίζεται απλώς σε έκφραση απογοητεύσεως. Η ΕΕ «εκφράζει την απογοήτευσή της που η Τουρκία θεώρησε απαραίτητο να προβεί σε διακήρυξη όσον αφορά την Κύπρο κατά την ώρα της υπογραφής του Πρωτοκόλλου». Ακόμη και η έκφραση απογοητεύσεως είναι έτσι διατυπωμένη ώστε να μη αναφέρεται στο περιεχόμενο της διακηρύξεως. Αντιθέτως, γίνεται, υπαινιγμός ότι η μη αναγνώριση είναι πάγια θέση της Τουρκίας. Ασκείται κριτική, δηλαδή, μόνο στο άκαιρο της δηλώσεως αυτής.

Στο σημείο 2 γίνεται προσπάθεια να παρουσιασθεί η τουρκική δήλωση ως μη αποτελούσα μέρος του Πρωτοκόλλου και ως μη έχουσα καμία νομική ισχύ.

Αναφέρεται συγκεκριμένα: «Καθίσταται απόλυτα σαφές ότι η δήλωση της Τουρκίας είναι μονομερής, δεν αποτελεί μέρος του Πρωτοκόλλου και δεν έχει οποιαδήποτε νομική επίπτωση στις υποχρεώσεις της Τουρκίας». Η ίδια όμως η τουρκική δήλωση αναφέρει ότι είναι αναπόσπαστο μέρος της υπογραφής του Πρωτοκόλλου. Με τη μορφή αυτή θα επικυρωθεί επίσης από την τουρκική Εθνοσυνέλευση. Το μόνο θέμα που τίθεται για την τουρκική πλευρά είναι η εφαρμογή του Πρωτοκόλλου.

Ο όρος αυτός τίθεται κατά σαφέστερο τρόπο στο επόμενο άρθρο 3, στο οποίο γίνεται αναφορά «στην πλήρη εφαρμογή του Πρωτοκόλλου, χωρίς διακρίσεις και στην άρση όλων των εμποδίων στην ελεύθερη διακίνηση αγαθών, περιλαμβανομένων των περιορισμών στα μέσα μεταφοράς. Η Τουρκία θα πρέπει να εφαρμόσει πλήρως το Πρωτόκολλο σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ». Περιλαμβάνεται μάλιστα σε αυτό χρονικό όριο για την εφαρμογή του. Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι «Η ΕΕ θα παρακολουθεί στενά και θα αξιολογεί την πλήρη εφαρμογή κατά το έτος 2006».

Το άρθρο 4 που ακολουθεί αποδυναμώνει τις πρόνοιες του άρθρου 3. Αναφέρεται στις γνωστές «ιδέες» της Επιτροπής ότι η μη εφαρμογή του Πρωτοκόλλου δεν πρέπει να οδηγήσει σε διακοπή των διαπραγματεύσεων, αλλά απλώς στη μη συζήτηση των κεφαλαίων που έχουν σχέση με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου. Η διαπραγμάτευσή τους μπορεί δηλαδή να παραπεμφθεί σε βάθος χρόνου κατά τη μακρά 15ετή διάρκεια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, μέχρι να μεσολαβήσει εν τω μεταξύ «λύση» του Κυπριακού. Αναφέρεται συγκεκριμένα: «Η ΕΕ υπενθυμίζει ότι ενόσω η Τουρκία δεν εφαρμόζει τις συμβατικές της υποχρεώσεις απέναντι στην ΕΕ, οι διαπραγματεύσεις στα σχετικά κεφάλαια δεν μπορούν να ανοίξουν!».

Η διατύπωση του επομένου άρθρου 5 αφήνει περιθώριο διφορούμενης ερμηνείας σε ό,τι αφορά την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας στο σύνολο του νομίμου εδάφους της. Αναφέρεται συγκεκριμένα: «Η ΕΕ υπενθυμίζει ότι η Κυπριακή Δημοκρατία κατέστη πλήρες μέλος της ΕΕ την 1η Μαΐου 2004 και σημειώνει ότι η ΕΕ αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία μόνο ως υποκείμενο διεθνούς δικαίου».

Η διατύπωση αυτή δεν είναι αθώα. Υπαινίσσεται διάκριση μεταξύ νομικής καταστάσεως και πραγματικότητας. Πρόκειται όμως για καθοριστικό θέμα, γιατί αφορά την τουρκική κατοχή και τις προσπάθειες σιωπηρής παραγραφής της με πρόσχημα τους Τουρκοκυπρίους.

Το άρθρο 6 αναφέρεται σε νομική (de jure) «ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ της Τουρκίας και όλων των χωρών μελών της ΕΕ, το συντομότερο που μπορεί αυτό να επιτευχθεί». Η αναγνώριση δηλαδή της Κύπρου από την Άγκυρα παραπέμπεται και αυτή σε βάθος χρόνου, «το συντομότερο που μπορεί αυτό να επιτευχθεί»! Μέχρι τότε δηλαδή που θα καταστεί δυνατή μια «λύση» τύπου Ανάν στο Κυπριακό.

Το άρθρο 7 επιβεβαιώνει τη λογική αυτή και αναφέρεται στη «συνεχιζόμενη δέσμευση της Τουρκίας στη διακήρυξή της να στηρίξει τις προσπάθειες του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ να επιτύχει συνολική λύση του Κυπριακού».

Το εκπληκτικό στο άρθρο αυτό δεν είναι μόνο η «δέσμευση» της Τουρκίας για στήριξη των προσπαθειών του ΓΓ του ΟΗΕ που παραπέμπει το Κυπριακό στο καλά ελεγχόμενο από τον αμερικανοβρετανικό παράγοντα διπλωματικό πλαίσιο του ΟΗΕ και απορρίπτει εμμέσως την ανάμειξη της ΕΕ. Εκπληκτική είναι επίσης με την ευκαιρία αυτή η αναφορά στη διακήρυξη της Τουρκίας, που επισυνάφθηκε στο Πρωτόκολλο, που κατά τ’ άλλα δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν και δεν έχει καμιά νομική ισχύ!

Το τελευταίο άρθρο 8 αναφέρεται «στην παρακολούθηση» από την ΕΕ των σημείων αυτών» και τονίζει ότι «θα τα αναθεωρήσει το 2006, μέσω των εκθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που θα υποβάλλονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εντάξεως».

Τις ελληνικές θέσεις υπέρ μιας ισχυρής δηλώσεων υποστήριξαν οι αντιπρόσωποι της Γαλλίας, της Αυστρίας, της Σλοβακίας, της Μάλτας, της Ισπανίας, του Λουξεμβούργου αλλά και της Σουηδίας. Αντιθέτως, με τις θέσεις της βρετανικής προεδρίας τάχθηκαν η Δανία, η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Ολλανδία.

Η συζήτηση και η οριστικοποίηση της δηλώσεως της ΕΕ ανεβλήθη για την επόμενη συνεδρίαση των Μονίμων Αντιπροσώπων στις 7 Σεπτεμβρίου.

Το τίμημα της ατολμίας, των διαδοχικών υποχωρήσεων και των αντιφάσεων της ελληνικής πλευράς

Η ελληνική πλευρά έχει να δώσει ακόμη πολύ σκληρές μάχες για να αποφύγει τα όσα ιδιαίτερα αρνητικά περιλαμβάνονται στο σχέδιο κοινής δηλώσεως των «25». Η μάχη όμως αυτή μοιάζει με αγώνα οπισθοφυλακών σε ό,τι αφορά τα πιο ουσιώδη για την Άγκυρα. Πρώτον, την εκτίμηση από την ΕΕ ότι, παρά την τουρκική συνοδευτική δήλωση, η υπογραφή του Πρωτοκόλλου δεν αμφισβητείται ουσιαστικά κατά τρόπο που να τίθεται θέμα ενάρξεως των ενταξιακών συνομιλιών.

Κατά δεύτερον λόγο, το κρίσιμο θέμα της αναγνωρίσεως της Κύπρου παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες, σε βάθος χρόνου. Το μόνο αγκάθι για την Άγκυρα παραμένει η εφαρμογή του Πρωτοκόλλου. Και αυτή όμως, εάν παραμείνει ως έχει το σχετικό άρθρο, δεν θα έχει άμεσες σοβαρές συνέπειες, θα επηρεάσει απλώς τη σειρά των κεφαλαίων που θα τεθούν υπό διαπραγμάτευση.

Εφόσον επιτευχθεί ομοφωνία κατά την προσεχή συνεδρίαση των Μονίμων Αντιπροσώπων, το μέτωπο θα μετακινηθεί στο διαπραγματευτικό πλαίσιο.

Η ελληνική πλευρά έχει ακόμη την ευκαιρία να διαμορφώσει συμμαχίες και να θέσει αυστηρούς όρους στο διαπραγματευτικό πλαίσιο. Είναι όμως καθηλωμένη από δύο βασικές αντιφάσεις. Η πρώτη αφορά την ιδεοληψία ότι οι ελληνικοί όροι δεν πρέπει να θέσουν σε κίνδυνο την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας, γιατί δήθεν αυτή συμφέρει την Ελλάδα! Η δεύτερη αφορά τον συνεχιζόμενο εγκλωβισμό της ελληνικής πλευράς στη λογική και τη στρατηγική του Σχεδίου Ανάν, σε ό,τι αφορά το Κυπριακό. Από την άποψη αυτή είναι ενδεικτική η αποκάλυψη ότι ο Γ.Γ. του ΟΗΕ Κόφι Ανάν πρόκειται να διορίσει νέο ειδικό αντιπρόσωπο για το Κυπριακό. Η άλλη πλευρά γνωρίζει καλά ότι η αναγνώριση της Κύπρου από την Άγκυρα θα έθετε τέλος στα σενάρια για de facto επιβολή του Σχεδίου Ανάν. Η κατεχόμενη Κύπρος θα αναδεικνυόταν επίσης ως κατεχόμενο ευρωπαϊκό έδαφος και δεν θα ήταν δυνατό με κανένα τρόπο να γίνεται προσπάθεια να συγκαλυφθεί η κατοχή με γκρίζα προπαγάνδα περί «εδάφους» και «συνιστώντος κράτους» των Τουρκοκυπρίων. Με άλλα λόγια, θα διανοιγόταν η προοπτική για μια ευρωπαϊκή λύση του Κυπριακού.

Η προοπτική αυτή, μέσα στη σημερινή συγκυρία, βρήκε ισχυρούς συμμάχους. Παραμένει όμως το ερώτημα: Θα τολμήσει η ελληνική πλευρά να αξιοποιήσει σωστά και αποφασιστικά τα νέα δεδομένα ή θα παραμείνει εγκλωβισμένη στις ίδιες ιδεοληψίες και θα διολισθαίνει συνεχώς σε νέες υποχωρήσεις;

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου


Σχολιάστε εδώ