«Μηδέν κακόν αμιγές καλού» και «το μη χείρον βέλτιστον»

Επειδή ό,τι κάμνουμε και διατυπώνουμε πρέπει να συντελεί καλοπροαίρετα θετικά, και ρεαλιστικά, στο καλό αύριο και προπαντός προς όφελος εν προκειμένω του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, εκτιμούμε ότι δεν μπορούμε, και δεν πρέπει, να αγνοήσουμε τις νέες εξελίξεις. Έχουμε έναν νεοεκλεγέντα Πατριάρχη στις 22 Αυγούστου. Που αναμένει την αναγνώρισή του από τις επιτόπιες τρεις κυβερνήσεις, προπαντός δε και κυρίως από το Ισραήλ.

Το τελευταίο αγνοήθηκε ως προς την έγκρισή του προς αυτό και προς τον σκοπό αυτό αποσταλέντος καταλόγου υποψηφίων, και μη εισέτι εγκεκριμένου επιστραφέντος. Και έχουμε και τον Πατριάρχη Ειρηναίο, προ πενταετίας κανονικώς και νομίμως εκλεγέντα και κατασταθέντα, αρνούμενο να παραιτηθεί του Θρόνου, εμπερίστατο τώρα, καίτοι μόνον αυτόν εισέτι αναγνωριζόμενο από το Ισραήλ ως Πατριάρχη Ιεροσολύμων.

Το κράτος του Ισραήλ, μην αυταπατώμαστε, ασκεί τη δική του και προς ίδιον όφελος πολιτική έναντι του Πατριαρχείου μας. Εάν ήθελε να κλείσει το θέμα υπέρ του Ειρηναίου, είχε τα μέσα να μην επιτρέψει τη σύγκληση Συνόδου ειδικώς με θέμα την εκλογή νέου Πατριάρχου, πολύ περισσότερο, που δεν είχε ακόμα απαντήσει εγκρίνοντας ή απορρίπτοντας τον κατάλογο εν όλω ή εν μέρει, κατά τα νόμιμα και ειωθότα. Σε μια τέτοια περίπτωση δυναμικής απαγορεύσεως θα οδηγούμασταν αναγκαστικά από τα πράγματα σε συμβιβασμό εντός της Αγιοταφικής Αδελφότητος, κάτι που για δικούς του λόγους το Ισραήλ δεν έκρινε σκόπιμο. Το ευνοεί προφανώς η διαιώνιση της εκρύθμου καταστάσεως στο Πατριαρχείο, με δύο Πατριάρχες προς το παρόν, για πολλούς και διαφόρους λόγους, κυρίως εξαρτήσεως του θεσμού από τα δικά του σχέδια για την ιστορική παλαιά πόλη των Ιεροσολύμων, όπου εδρεύει το Πατριαρχείο.

Τη σαφή αυτή πολιτική του Ισραήλ οφείλουν να αντιληφθούν οι δύο Πατριάρχες και οι πέριξ αυτών φίλοι και εχθροί των εντός της Αγιοταφικής Αδελφότητος και εκτός αυτής. Οι αντιπαραθέσεις έχουν και αυτές τα όριά τους, για να δίνουν τελικά τη θέση τους στην επανειρήνευση, στην επανένωση, στη συμφιλίωση, στην αλληλοσυγχώρεση. Εμείς προσωπικά υποστηρίξαμε κατά ακαδημαϊκό χρέος με ελευθερία, υπεύθυνα, ανυστερόβουλα, τον Πατριάρχη Ειρηναίο, στα σημεία που εξόφθαλμα αδικούνταν. Τιμωρούνταν χωρίς δίκη, χωρίς αποδείξεις ενοχής, με διοικητικές πράξεις σκοπιμότητος σε πολιτικό και εκκλησιαστικό πεδίο. Όλος ο κυβερνητικός μηχανισμός της Ελλάδος ενεργούσε εναντίον του και «αξιοποιούσε» την Αγιοταφική Αδελφότητα και το Πανορθόδοξο σύστημα διοικήσεως, πολιτειοκρατικά άνευ προηγουμένου.

Τώρα όμως, μετά την de factο νέα κατάσταση και τους κινδύνους που εγκυμονεί η διπλή διχαστική πολιτική του Ισραήλ έναντι του Πατριαρχείου και των δύο Πατριαρχών στα ευρύτερα σχέδια ως προς τα Ιεροσόλυμα, συνιστούμε εκθύμως στον Πατριάρχη Ειρηναίο νέα προσέγγιση της νέας καταστάσεως, που γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον. Του συνιστούμε και παρακαλούμε θερμά να σκεφθεί βήματα συγκεκριμένα συνδιαλλαγής. Ορθά μέχρι την 21η Αυγούστου αντιστεκόταν στις πολιτειοκρατικές επίσημες δημόσιες πρωτοβουλίες των Αθηνών εις βάρος του για παραίτηση, ερήμην του και με την άρνησή του, λέτε και ήταν υπάλληλος του ελληνικού κράτους. Είναι ανεπίτρεπτες τέτοιες μεθοδεύσεις, που μας παραπέμπουν σε άλλες εποχές. Η κυβέρνηση, η εκάστοτε κυβέρνηση, οφείλει να διδάσκεται, ώστε στο μέλλον να είναι πιο προσεκτική στον τρόπο προσεγγίσεως του εκκλησιαστικού χώρου. Το καλό αποδεικνύεται καλό, όταν γίνεται και με καλό τρόπο είτε σε πολιτικό είτε προπαντός και σε εκκλησιαστικό επίπεδο.

Τώρα όμως παρακαλούμε τον Μακαριώτατο Πατριάρχη Ειρηναίο προς εξυπηρέτηση του υψίστου θεσμού του παλαιφάτου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, του οποίου είναι σαρξ εκ της σαρκός και οστούν εκ των οστέων, να είναι, πέραν από πικριών και παραπόνων, ανοικτός σε συνεννόηση και συνεργασία με τον νεοεκλεγέντα νέο Πατριάρχη Θεόφιλο, πολύ περισσότερο που ο νεοεκλεγείς είναι η μόνη σε Αρχιερέα προβολή και χειροτονία του επί της Πατριαρχείας του, εν μέσω μάλιστα θυέλλης στο Πατριαρχείο τον Μάρτιο του 2005, προ δηλαδή εξαμήνου. Δεν είναι φρόνιμο να επιμείνουμε στην έρευνά μας, γιατί και κάτω από ποιες συνθήκες σε εκείνη την ταραχή άρον άρον εκλέχτηκε και χειροτονήθηκε ως επίσκοπος ο Θεόφιλος. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Θεόφιλος, μη ών τώρα επίσκοπος, δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει τον Θρόνο ως απλούς Αρχιμανδρίτης. Αποδεικνύεται όμως εκ των υστέρων ότι ήταν, άθελά του, σωστή εκείνη η κίνηση Ειρηναίου, του Θεού «κρείττον τι προβλεψαμένου», την διαδοχή του από τον Θεόφιλο αφενός και την τιμωρία των αντιπάλων του συνυποψηφίων στον Πατριαρχικό Θρόνο προ πενταετίας και διωκτών του τώρα για να διεκδικήσουν εκ νέου τον Πατριαρχικό Θρόνο, αφετέρου. Η Θεία χάρις τους έθεσε και πάλι στο περιθώριο και προφανώς και οριστικά στο περιθώριο. Παρ’ όλο που και η πολιτειοκρατία των Αθηνών πόνταρε κυρίως σε έναν από τους διώκτες του, κράχτη, πρωτομάστορα της παραιτήσεώς του εκ των ένδον, πνευματικό, όπως λέγεται, και ευσεβή άνθρωπο, ολίγη σχέση όμως έχοντα με τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις εξασκήσεως διοικήσεως και παρουσίας, που απαιτείται να έχει ένας ηγέτης. Αντίθετα ο αδελφός τους Αγιοταφίτης Ειρηναίος Θεία χάριτι ανήλθε στον Πατριαρχικό Θρόνο. Και ως εν ενεργεία διατελέσας και ως πρώην ενδεχομένως στο μέλλον. Οι άλλοι ουδόλως, ούτε το ένα ούτε το άλλο πέτυχαν. Στην εκκλησιαστική ιστορία το φαινόμενο των αλλαξοπατριαρχειών (ιδίως στον χώρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου λόγω δυσμενών εξωτερικών συνθηκών) απαντά από καιρού εις καιρόν. Διαπρεπείς ή άσημοι Πατριάρχες πατριάρχευσαν, εν συνεχεία έγιναν πρώην και πάλι επανήλθαν στην ενεργό υπηρεσία, δύο και τρεις και τέσσερις φορές ως πρώην.

Δεν μπορεί -και δεν πρέπει- ο Ειρηναίος, επομένως, να στηρίζει τις ελπίδες του στο κράτος του Ισραήλ. Όταν εμείς καυτηριάζουμε, κατά ακαδημαϊκό και μόνο χρέος, την πολιτειοκρατία των Αθηνών, θεωρούμε αδιανόητο να συμφωνούμε με την επίκληση και στην στήριξη της πολιτειοκρατίας του Τελ-Αβίβ για να κρατηθεί ένας Πατριάρχης στον Θρόνο. Δεν χρειάζεται ο Ειρηναίος έναν τέτοιο, υπό τέτοιες προϋποθέσεις, Θρόνο. Στην περίπτωση ισχύει: «Μη πεποίθατε επ’ άρχοντας». Να βάλει τελεία και παύλα στο παρελθόν. Να δώσει την ευλογία του και τη σκυτάλη στον διάδοχό του συμβολικά και να τον συμπαρασταθεί δίκαια και έντιμα. Γιατί λόγοι γενικότεροι επιβάλλουν να κλείσει και το παραμικρό ρήγμα στην ολκάδα του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Μήπως και μπορέσει ο Θεόφιλος, εάν μπορέσει, να απεμπλακεί από τους πλοκάμους (είναι οι επαχθείς όροι που τίθενται στον νέο Πατριάρχη από τις επιτόπιες κυβερνήσεις για να τον αναγνωρίσουν, αυτά πρέπει να προσέξει τώρα η Αθήνα), που θα περισφίγγουν τον πατριαρχικό τράχηλο.

Κατακλείοντες, λοιπόν, τις αναλύσεις της τετραλογίας μας, που δημοσίευσε το «Παρόν» σε τέσσερις συνέχειες για το ιεροσολυμιτικό ζήτημα του 2005, σκεπτόμαστε: Ποια είναι τα, κατά την ταπεινή κρίση μας, εξαγόμενα μηνύματα προς όφελος γενικότερο; Πρώτον, μας χρειάζεται -γιατί δεν υπάρχει- η ίδρυση, η σύσταση, και η καλλιέργεια σχολής και νοοτροπίας εκκλησιαστικής πολιτικής και διπλωματίας, σε σχέση ειδικότερα με τον Κόσμο των Πρεσβυγενών Πατριαρχείων μας (αυτά είναι τέσσερα κατά πρεσβεία: Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα) και με τον Κόσμο της Ορθοδοξίας στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και ευρύτερα. Τα Πατριαρχεία αυτά πολύ περιθωριακά μας απασχολούν. Είναι θέμα μόνο των ολίγων. Το κεφάλαιο αυτό της εξωτερικής μας πολιτικής είναι πολύ υποβαθμισμένο. Άμεσα, απαραίτητα χρειάζεται αναβάθμιση και υποστήριξη προς τούτο της διευθύνσεως Εκκλησιών του ΥΠΕΞ. Μόνη η βούληση του πρωθυπουργού της χώρας μπορεί να πλαισιοποιήσει την πνευματική αυτή δύναμη, συνυφασμένη με το ελληνικό γένος, που λέγεται Κόσμος της Ορθοδοξίας. Τα πρόσφατα προβλήματα του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων θέτουν επί τάπητος την ανάγκη σχεδιασμού μιας τέτοιας νέας εκκλησιαστικής πολιτικής και διπλωματίας, με συγκεκριμένους μόνιμους πυλώνες στήριξης, δράσης και προοπτικής. Δεύτερον, ειδικότερα για το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, έχουμε να επισημάνουμε ότι το μεγάλο έλλειμμα είναι η πολύ υποβαθμισμένη ποιότητα των ανθρώπων, που πλαισιώνουν τον θεσμό εκεί. Η Εκκλησία της Ελλάδος, που αποτελεί τη μόνιμη ζωντανή δεξαμενή αρδεύσεως ζώντος ύδατος για την επιβίωση των ιερών και οσίων και πολιτισμικών κληρονομημάτων στα Ιερά Προσκυνήματα αυτά, Προπύργια της Ορθοδοξίας στην Ανατολή, θα πρέπει να εκπονήσει ειδικό μόνιμο πρόγραμμα αποστολής αξιολόγων νέων, μορφωμένων και με ήθος και υπευθυνότητα, προς διακονία και διακυβέρνηση των Παναγίων αυτών Προσκυνημάτων. Χωρίς ποιοτική αναβάθμιση του κατά χώρα εμψύχου υλικού θα διολισθαίνουμε προς τα κάτω αντί να αναβαθμιζόμαστε και εκ των ενόντων, κάθε φορά που θα προκύπτει κάποιο ζήτημα, θα προσπαθούμε να επιθέτουμε μπαλώματα. Τρίτον, διαπιστώνουμε με ευχαρίστηση ότι, παρ’ όλους τους κραδασμούς -βαρύς τραυματισμός του κύρους του, όπως τώρα-, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων διατηρεί ως θεσμός και έχει ανεξάντλητες αντοχές ως προς τον ελληνορθόδοξο χαρακτήρα του. Αυτό είναι πολύ παρήγορο. Και γίνεται αντιληπτό περισσότερο σήμερα, πέραν ημών των Ελλήνων, και από τις επιτόπιες κυβερνήσεις, γι’ αυτό και εμπλέκονται στα εσωτερικά του με δική μας υπαιτιότητα, θέτοντες διαφόρους όρους προς ίδιον όφελος. Το ελληνορθόδοξο Γένος, ενσωματωμένο στον ιστό και στον θεσμό του παλαιφάτου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, διατηρεί πολύ βαθιές διαχρονικά ρίζες εκεί. Έχει δική του πνευματική και υλική περιουσία, με τίτλους ιστορικούς και γραπτούς, διεθνώς κατοχυρωμένους, και που το καθιερώνουν και το καθιστούν σεβαστό και προσελκύσιμο και αξιοποιήσιμο όχι μόνο από μας αλλά και από τις επιτόπιες κοινωνίες. Από μας τους ίδιους τους Έλληνες εξαρτάται πρωτίστως η απρόσκοπτη πορεία του.

Ακόμη και από την έμφυτη ικανότητα και εφευρετικότητά μας θα έπρεπε ώστε να μπορούμε «ποιείν εαυτοίς φίλους και εκ του μαμωνά της αδικίας». Και τέταρτον, επανερχόμαστε στην απαρχής της κρίσεως κραυγή και διαπίστωσή μας. Έστω υπόψη των αρμοδίων ότι η εκλογή ενός Πατριάρχη και προπαντός η απαίτηση για αλλαξοπατριαρχείες σε πατριαρχικά ιδρύματα σε άλλες επικράτειες, όπου μάλιστα συνυπάρχουν και συναγωνίζονται πολλές επιτόπιες κυβερνήσεις, όπως εν προκειμένω, είναι φοβερά δύσκολο εγχείρημα, για να έχεις μόνο κέρδη και όχι και ζημίες. Αποβαίνει, λόγω των όρων που οπωσδήποτε τίθενται επιτοπίως, πάντοτε εις βάρος μας.

Π.χ. αυτό, για το οποίο στην αρχή της κρίσεως θεωρούσαμε ως προδοσία Ειρηναίου τη συμφωνία του με τον Αμπντάλα για εφαρμογή του νόμου του 1958, όταν μεσούσης της κρίσεως τον επεσκέφθη στο Αμάν, τώρα βλέπουμε ως αυτονόητο και επιβεβλημένο και δεν ξεύρουμε και σε ποιες άλλες υποχωρήσεις θα προχωρήσει η νέα κατάσταση. Ευχόμαστε ειλικρινά να διαψευστούμε.

ΥΓ.: «Το Βήμα» στις 24-08-2005 φιλοξενεί ρεπορτάζ της Μαρίας Αντωνιάδου με τίτλο «Κερδισμένοι και χαμένοι στα Ιεροσόλυμα». Με κατατάσσει στους χαμένους. Ερωτώ: Τι είχα για να το χάσω τώρα; Το άγχος και την αμηχανία να μην χάσουν έχουν οι κατέχοντες θώκους, που αγωνίζονται να τους κρατήσουν, λέτε και θα μείνουν σε αυτούς αιώνια. Οι πανεπιστημιακοί καθηγητές έχουμε ένα μόνιμο κέρδος, την ακαδημαϊκή ελευθερία να λέμε και να γράφουμε τεκμηριωμένα τη γνώμη μας στα θέματα της ειδικότητός μας. Εμείς, λόγω ειδικότητος, το πράξαμε. Χωρίς να θίξουμε κανέναν επώνυμα από αυτούς που τώρα θεωρούνται κερδισμένοι, συγχρόνως, προσθέτουμε εμείς, και χαμένοι, αφού το ζήτημα αυτό, που θα έπρεπε να κλείσει εν τη γενέσει του εντός το πολύ μηνός, μας εταλάνισε επί μήνες και με απρόβλεπτες στο μέλλον αμφίβολες επιπτώσεις. Έτσι γίνεται η διαχείριση κρίσεων; Η υπόθεσή μας, όπως εξελίχθηκε σε σίριαλ, θυμίζει το ρητό: «ώδινεν όρος και έτεκε μύν», και αυτόν εντός «φάκας» κινούμενον. Γιατί, αλήθεια, μας αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό η Ορθόδοξη Κοινότητα και τα υπουργεία που χειρίζονται τα εκκλησιαστικά ζητήματα; Για να μην υπήρχε σκεπτικισμός θα έπρεπε να σιωπήσουμε; Αλλ’ εμείς δεν ανήκουμε στους ακαδημαϊκά ευνουχισμένους, ώστε να μην προκαλούμε σκεπτικισμό και να καραδοκούμε οφέλη. Πάντως, στην Ορθόδοξη Κοινότητα έχουμε βαθιές, πολύ βαθιές ρίζες και ακαδημαϊκές και εκκλησιαστικές διασυνδέσεις και αδιατάρακτες φιλίες. Κάποιοι του Κόσμου της Ορθοδοξίας σε προσωπικό επίπεδο στενοχωρούνται. Λυπούμαστε. Εμείς τους τιμούμε. Οι «εν τοις Υπουργίοις» είναι σε μας σεβαστοί κύριοι και κάποιοι φίλοι. Πλην «φίλος μεν Πλάτων, φιλτάτη δε η αλήθεια», κατά την ταπεινή μας, φυσικά, άποψη. Τέλος, και για τη συνήθη – επί χρόνια το ακούμε – σκόπιμη μνεία ότι ο υποφαινόμενος υπήρξε «γραμματέας Θρησκευμάτων κατά τη διάρκεια της χούντας του Ιωαννίδη», πληροφορούμε την καλή δημοσιογράφο, ότι ο υποφαινόμενος υπήρξε γενικός διευθυντής Θρησκευμάτων, επιλεγείς για τη θέση αυτή όχι από τη χούντα Ιωαννίδη, με την οποία δεν είχε καμμιά προσωπική σχέση, αλλά από τον αείμνηστο μεγάλο εκείνο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ Τίκα, για να συμβάλει στην αποκατάσταση της κανονικής τάξης στην Εκκλησία της Ελλάδος, που διασαλεύτηκε εις βάθος επί αντικανονικού Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου (1967-1973) και εναντίον του οποίου δημοσιογραφούσε και ενεργούσε τότε, κάτι που έγινε επιτυχώς και που ενέκρινε η κυβέρνηση εθνικής ενότητος του Κ. Καραμανλή με υπουργό Παιδείας τον καθηγητή Νικόλαο Λούρο, του οποίου υπήρξα ωσαύτως γενικός διευθυντής Θρησκευμάτων. Η αποχουντοποίηση της Εκκλησίας είναι έργο δικό μου, αγαπητή Μαρία Αντωνιάδου. Προσωπικά, εφάρμοσα στην πράξη την εκκλησιαστική πολιτική του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ και των υπουργών Παιδείας καθηγητών Π. Χρήστου και Ν. Λούρου και φυσικά στη σύνολη εκείνη προσπάθεια που απέφερε καρπούς και ισχύει μέχρι σήμερα συνεργός υπήρξε ο τότε Αρχιγραμματέας, μετέπειτα Μητροπολίτης Δημητριάδος και νυν Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος. Μάλιστα δε ο υπουργός Ν. Λούρος μου μετέφερε τα συγχαρητήρια του κ. πρωθυπουργού, γιατί αυτό που προλάβαμε να κάνουμε εμείς στην Εκκλησία έπρεπε να το φέρει σε πέρας η μεταπολίτευση και θα είχε ένα μεγάλο μπελά στο κεφάλι του. Είχαμε το θάρρος και τη γνώση, φθινούσης της δικτατορίας, να επαναφέρουμε την Εκκλησία της Ελλάδος και διά νόμου στην πριν από την 21η Απριλίου 1967 κατάσταση. Αυτά έτσι ως διδασκαλία και αναδίπλωση πτυχών της προσφάτου εκκλησιαστικής ιστορίας. Για περισσότερες πληροφορίες μπορεί η καλή δημοσιογράφος να διαβάσει το διδακτικό μας εγχειρίδιο για τους φοιτητές, «Ιστορία δομών, διοικήσεως και ζωής της Εκκλησίας της Ελλάδος, 20ός αιώνας», Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Αφών Κυριακίδη, δεκάτη έκδοση.


Σχολιάστε εδώ