Από τις δυτικές μεγαλουπόλεις στην αγκαλιά του Μπιν Λάντεν
H κατάσταση που επικρατεί στο Παρίσι, κατ’ αρχήν, είναι τραγική. Στις κατοικίες που έγιναν στάχτη έμεναν χωρίς να πληρώνουν ενοίκιο, παράνομα μεν αλλά με την ανοχή των αρχών και των ιδιοκτητών τους, δεκάδες οικογένειες υπό κυριολεκτικά άθλιες συνθήκες: χωρίς νερό, χωρίς ηλεκτρικό και με συνθήκες υγιεινής που παραπέμπουν στον Τρίτο Κόσμο. Οι αφρικανοί μετανάστες που κατοικούν εκεί, πάνε αρχικά για να μείνουν προσωρινά, μέχρι να εγκριθεί από τον δήμο η αίτηση ένταξής τους σε κάποιο πρόγραμμα επιδότησης ενοικίου.
«Οι περισσότεροι από τους 130 ανθρώπους που ζούσαν στο καμένο κτίριο είχαν καταθέσει αίτηση επιδότησης πριν από 14 χρόνια», αποκάλυπτε η «Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τρίμπιουν» της Δευτέρας για τη δεύτερη στη σειρά πυρκαγιά, αυτήν της προηγούμενης Παρασκευής.
Στη συνέχεια του ρεπορτάζ αναφερόταν πως για 12.000 διαθέσιμα σπίτια υπάρχουν περισσότερες από 102.000 αιτήσεις, από τις οποίες το ένα τρίτο προέρχεται από μετανάστες. Το στεγαστικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν είναι ιδιαίτερα οξυμένο (σε σχέση με το πρόβλημα που έχουν όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της γαλλικής πρωτεύουσας) γιατί οι μετανάστες, ακόμη και όταν απευθυνθούν στην «ελεύθερη αγορά», πέφτουν θύματα διακρίσεων, λόγω του χρώματος του δέρματός τους ή ακόμη και λόγω του ονόματός τους. Πιο έντονες όμως είναι οι διακρίσεις στην αγορά εργασίας. «Η ανεργία μεταξύ των Αλγερινών και των Μαροκινών, που είναι οι πολυπληθέστερες ομάδες μεταναστών, υπερβαίνει κατά πολύ το 30%, είναι δηλαδή τριπλάσια από τον μέσο εθνικό όρο», συνεχίζει το ρεπορτάζ της «Χέραλντ Τρίμπιουν», παρουσιάζοντας μια επιπλέον πλευρά των διακρίσεων που υφίστανται.
Απαγορευτική για τους έγχρωμους όμως είναι και η αγορά εργασίας της γειτονικής Αγγλίας. Σε ένα αποκαλυπτικό άρθρο του αμερικάνικου περιοδικού «Μπίζνες Γουίκ», που δημοσιεύτηκε την τελευταία εβδομάδα του Ιουλίου, αναφερόταν πως «σε μια εποχή που η συνολική ανεργία στη Βρετανία είναι η χαμηλότερη των τελευταίων δεκαετιών, φτάνοντας το 5%, η ανεργία μεταξύ των μουσουλμάνων ανέρχεται ακόμη και στο 15%, σύμφωνα με το Γραφείο Εθνικών Στατιστικών. Το ποσοστό μεταξύ των νεαρών μουσουλμάνων ανέρχεται στο 22%. Οι βρετανοί μουσουλμάνοι βρίσκονται επίσης στην τελευταία κατάταξη στους πίνακες σχολικής βαθμολογίας, ποιότητας κατοικίας, και άλλων δεικτών». Το ρεπορτάζ του περιοδικού, που δημοσιεύτηκε δύο εβδομάδες μετά τις πολύνεκρες βομβιστικές επιθέσεις στο κέντρο του Λονδίνου και είχε τον τίτλο «Εξοπλίζοντας τη μουσουλμανική νεολαία με ένα μέλλον», τελείωνε με το συμπέρασμα του συντάκτη ότι «ζητούνται κατεπειγόντως πόροι για μια μάχη που δεν πρέπει να χαθεί». Οι συνθήκες ζωής των μουσουλμάνων στην Ευρώπη αποτέλεσαν αντικείμενο ειδικότερου ενδιαφέροντος μετά τις βομβιστικές επιθέσεις της 11ης Μαρτίου του 2004 στη Μαδρίτη, και τις επιθέσεις της 7ης του Ιουλίου που μας πέρασε στο Λονδίνο. Και αυτό που ιδιαίτερα φάνηκε είναι πως αν οι μουσουλμάνοι των δυτικών μεγαλουπόλεων αποτελούν μια προνομιακή δεξαμενή στρατολόγησης για τις πιο ριζοσπαστικές ομάδες του Ισλάμ, αυτό δεν συμβαίνει μόνο λόγω των θρησκευτικών, φυλετικών ή εθνικών δεσμών με τους οποίους συνδέονται με αυτές τις ομάδες, ούτε μόνο επειδή το ριζοσπαστικό Ισλάμ εμφανίζεται ως η πιο μαχητική και αποτελεσματική μορφή εναντίωσης στις καθημερινές αγριότητες που πραγματοποιούν τα Δυτικά στρατεύματα κατοχής σε χώρες όπως το Ιράκ.
Ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο νεαροί μουσουλμάνοι της Δυτικής Ευρώπης -μετανάστες ακόμη και δεύτερης γενιάς- εντάσσονται σε τρομοκρατικές ομάδες, όπως είναι η Αλ Κάιντα, αποφασίζοντας να γίνουν ανθρώπινες βόμβες, έγκειται στις πρωτοφανείς κοινωνικές ανισότητες τις οποίες βιώνουν στα ευρωπαϊκά κέντρα. Με άλλα λόγια, η προσωπική τους επαφή με τη Δύση αντί να τους οδηγήσει να απορρίψουν τις πιο ακραίες εκδοχές του ισλαμισμού, τους στέλνει με ακόμη μεγαλύτερο πάθος στην αγκαλιά του. Πρόκειται για μια κατάσταση που αποτελεί βραδυφλεγή βόμβα. Το εύφλεκτο υλικό αφορά 15 με 20 εκατομμύρια κατοίκους της γηραιάς ηπείρου, οι οποίοι αποτελούν τουλάχιστον το 4% του πληθυσμού της. Επειδή όμως διατηρούν μεταξύ τους ισχυρούς και συνεκτικούς δεσμούς (αυτό δηλώνει, για παράδειγμα, η υψηλή συγκέντρωση Μαροκινών στην Ισπανία, Αλγερινών στη Γαλλία, Τούρκων στη Γερμανία και το Βέλγιο, Πακιστανών στην Αγγλία κ.λπ.), αντιπροσωπεύουν ποιοτικά ένα πολύ σημαντικότερο κομμάτι.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι στη Δυτική Ευρώπη η συντριπτική πλειονότητα των μουσουλμάνων έχει πλήρη πολιτικά δικαιώματα, αντίθετα με την Ελλάδα, όπου το κράτος φαίνεται να προτιμά τη διαιώνιση μιας κατάστασης ημινομιμότητας. Εντελώς διαφορετικοί ήταν και στις ΗΠΑ οι όροι ενσωμάτωσης των μουσουλμάνων μεταναστών, μια και το γεγονός ότι οι ΗΠΑ ήταν χώρα μεταναστών συνέβαλε στην ένταξή τους. Επιτυχία που φαίνεται να ακυρώνεται σήμερα από τα περιοριστικά μέτρα που λαμβάνονται κατά των Αράβων ελέω «αντιτρομοκρατικού αγώνα».
Η κοινωνική περιθωριοποίησή τους όμως στη Δυτική Ευρώπη έρχεται και υπονομεύει ακόμη και τα βήματα πολιτικής ενσωμάτωσής τους στην Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και αλλού, μια και η ανέχεια αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό στρατολογητή για τις ομάδες των ισλαμιστών που απέναντι στις ρατσιστικές διακρίσεις, την ανεργία και τη φτώχεια αντιπαραβάλλουν την κατάργηση κάθε προνομίου και τη λιτή ζωή που αντιπροσωπεύει το Κοράνι. Απέναντι σε αυτήν την τεταμένη κοινωνική κατάσταση είναι εμφανές ότι οι κατασταλτικές μέθοδοι που έχουν υιοθετήσει όλα ανεξαιρέτως τα δυτικά κράτη απέναντι στους μουσουλμάνους, εις βάρος των συνταγματικών εγγυήσεων και των πολιτικών ελευθεριών, δεν κάνουν τίποτε περισσότερο από το να ρίχνουν λάδι στη φωτιά. Επιτείνουν την περιθωριοποίησή τους από την υπόλοιπη κοινωνία και ενθαρρύνουν φαινόμενα ρατσιστικής αντιμετώπισης, κάνοντας πιο δύσκολη την ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία.
Αποτελεσματική αντιμετώπιση ακόμη και των πιο ακραίων πολιτικών συμπεριφορών, όπως είναι η ένταξη στις ομάδες του ριζοσπαστικού Ισλάμ, δεν μπορεί να επέλθει όσο οι δυτικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις αρνούνται να εξασφαλίσουν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης στην πιο ευάλωτη ομάδα του πληθυσμού: τους μουσουλμάνους μετανάστες.