Τα τουρκικά «Σύνορα της αγάπης» και ο ελληνικός καταναλωτισμός

Το «επιτρεπτή» προσδιορίζεται με όρους ιστορικούς, πολιτισμικούς και πατριωτικούς, άρα είναι αρκετά φορτισμένο για να το αγνοήσουμε. Ουσιαστικά δεν πρόκειται για κάτι τρομερό ούτε εξαιρετικά αμαρτωλό: Πρόκειται για μια σχετική ευκολία να ενδίδουν οι έλληνες τηλεθεατές στη γοητεία ενός γειτονικού πολιτισμικού συστήματος που δεν είναι διόλου ξένο με τη νοοτροπία και τις αντιλήψεις στη χώρα μας. Σωστά γράφει ο Φαίδων Μαλιγκούδης («Ελευθεροτυπία» 25 Αυγούστου 2005) ότι είναι η παράδοση της «λαγγεμένης Ανατολής που παραμένει ολοζώντανη και σ’ εμάς τους Ρωμιούς που, επιφανειακά, ίσως έχουμε ”φραγκέψει” λίγο περισσότερο από τους γείτονες». Η παρακολούθηση του καθημερινού μελό, που προβάλλεται μάλιστα δυο-τρεις φορές τη μέρα για όσους πιθανώς το έχασαν, για τους πιο «ψαγμένους» γίνεται με αρκετή δόση ειρωνείας που ενδεχομένως χρησιμοποιείται και για αποενοχοποίηση της επιλογής να δει ο θεατής τη συγκεκριμένη σειρά. Αυτό άλλωστε συμβαίνει συχνά με προγράμματα ευρείας λαϊκής κατανάλωσης, που έχουν όμως θεατές και σε αναβαθμισμένα κοινωνικά στρώματα σε βιοτικό αλλά και μορφωτικό επίπεδο. Εκπρόσωποι αυτών των στρωμάτων είτε αποκρύπτουν ότι παρακολουθούν τακτικά διάφορα ριάλιτι σόου και σίριαλ, είτε (όταν «συλλαμβάνονται» να το κάνουν) ενδύουν την επιλογή τους με αυτοσαρκασμό (όσοι έχουν χιούμορ) ή με περιφρόνηση προς αυτό που βλέπουν. Το τελευταίο είναι ακόμα πιο κατακριτέο από την επιλογή της θέασης (αν υποθέσουμε ότι αυτή είναι κατακριτέα) διότι αποκαλύπτει την ανεπάρκεια του θεατή να αποδεχθεί την -για οποιοδήποτε λόγο- επιλογή του. Σε ό,τι αφορά την παρακολούθηση του συγκεκριμένου σίριαλ, μαζί με τη -για όποιο λόγο- θέαση, πρέπει να λειτουργεί και η ιστορική μνήμη του καταναλωτή αναφορικά με τη σχέση συνύπαρξης και συμβίωσης με τους γείτονες. Σχέση που προσδιορίστηκε με όρους κυριαρχίας της τουρκικής πλευράς, η οποία έχει και το «θάρρος» ή την άνεση να παράγει ένα προϊόν το οποίο περιέχει και «λίγο Έλληνες». Πρόκειται για την άνεση του κατακτητή να θεωρεί ότι μοιράζεται τα ίδια πράγματα με γείτονες τους οποίους είχε υπόδουλους για 400 χρόνια, με αποτέλεσμα να μην είναι καθόλου αυθαίρετο να συμπεράνει κανείς ότι η παραγωγός χώρα του σίριαλ επιθυμεί επανάληψη της ιστορίας με ίδιους όρους, χωρίς φυσικά την ελληνική επανάσταση του 1821. Η εκδοχή ότι απλώς καταναλώνουμε ως εκπαιδευμένοι τηλεθεατές ό,τι και όσα μας προσφέρονται, αγνοεί τη λεπτομέρεια πως κάθε προϊόν περιέχει στοιχεία και μηνύματα που απευθύνονται στον καταναλωτή-χρήστη με σκοπό να τον κρατήσει ως πελάτη. Τον παραγωγό του σίριαλ (και κατ’ επέκταση τη χώρα που το εξάγει) τον ενδιαφέρει η επόμενη μέρα και όχι η χθεσινή ή ακόμα και η σημερινή, έτσι η αύξηση της εξάρτησης από τέτοιου τύπου παραγωγές ανοίγει τον δρόμο στα μηνύματα της άκριτης προσέγγισης που δεν μπορεί παρά να ωφελεί εκείνον ο οποίος στο παρελθόν χρησιμοποίησε βία για να κατακτήσει. Στον βαθμό που το τουρκικό προϊόν γίνεται για κάποιους λόγους (ακόμα και από απλή περιέργεια) αποδεκτό από τους έλληνες τηλεθεατές, είναι θέμα χρόνου να περιμένουμε το επόμενο ανάλογο (ή άλλο) προϊόν, ώστε όλοι να καταλάβουμε «πόσο κακός είναι ο μύθος του κακού Τούρκου και αντιθέτως πόσο καλός είναι ο γείτονας» αφού -επιπλέον- μας μοιάζει (στο πιο ανατολίτικο). Οι εκρήξεις των χαρακτήρων, η πλοκή των σχέσεων μέσα στις οικογένειες, η επιλογή να υπάρχει «ο Έλληνας», όλα συντείνουν στην εξαγωγή του συμπεράσματος «μια χαρά είναι οι άνθρωποι» αφού «σαν κι εμάς φωνάζουν, τα ίδια προβλήματα αντιμετωπίζουμε, θέλουν να μπουν και στην Ευρώπη». Σωστά. Αλλά έχουν προηγηθεί 400 χρόνια υποδούλωσης στη διάρκεια των οποίων η Ελλάδα απώλεσε με τρόπο καθοριστικό την ευκαιρία να γνωρίσει την Αναγέννηση που γνώρισε η Ευρώπη, αλλά ακόμα και τον Μεσαίωνα, ώστε μέσα από τη σκοτεινή εμπειρία να γεννήσει πράγματα. Έχει επίσης προηγηθεί η «ευρωπαϊκή εμπειρία» για τη δράση της Τουρκίας, έτσι όπως την περιγράφει ο μεγάλος άγγλος πολιτικός Ουίλιαμ Γλάδστων στο βιβλίο του «Bulgarian horrors and the question of the East» το 1876:

«Από τη μαύρη μέρα που πρωτομπήκαν στην Ευρώπη, οι Τούρκοι αποδείχτηκαν στο σύνολό τους ο πλέον αντι-ανθρωπιστικός τύπος της ανθρωπότητας.
Οπουδήποτε και αν πήγαν, μια φαρδιά κηλίδα αίματος ακολούθησε το πέρασμά τους. ΄Όπου απλώθηκε η κυριαρχία τους, εξαφανίστηκε ο πολιτισμός».

Μα, το πάτε πολύ μακριά, θα πει κανείς, εμείς ένα σίριαλ βλέπουμε. Μπορεί. Αλλά το πράγμα πάει εκεί που το οδηγεί η Ιστορία με ή χωρίς σίριαλ. Η (τηλε)θέαση δεν βλάπτει, αρκεί να συνυπάρχει με τη γνώση και την ιστορική μνήμη. Για να μην ξεχνιόμαστε.


Σχολιάστε εδώ