Προπαγάνδα και πραγματικότητα…

Η πολιτική αυτή εκ μέρους των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας δεν προκαλεί έκπληξη. Είναι συνεπής προς τα σχέδιά τους ν’ ασκήσουν προς την ελληνική πλευρά κάθε δυνατή πίεση για ν’ αποδεχθεί «λύση» τύπου Σχεδίου Ανάν, που εξυπηρετεί παράλληλα προς τα τουρκικά και δικά τους στρατηγικά συμφέροντα.

Γιατί, με τη γνωστή πολιτική Κίσινγκερ ενορχήστρωσαν από το παρασκήνιο, διαδοχικά, το πραξικόπημα της χούντας και την τουρκική εισβολή; Για να επιβάλουν «λύση» διχοτομική, την οποία επιτηδείως παρουσιάζουν σήμερα ως δήθεν «επανένωση» της Κύπρου. Από τη σκοπιά αυτή είναι προφανές ότι η επιδίωξή τους να επιβάλουν «λύσεις» τύπου Σχεδίου Ανάν ταυτίζεται με τον στόχο τους να ολοκληρώσουν στο διπλωματικό επίπεδο τα διχοτομικά σχέδια που προώθησαν ως τετελεσμένα γεγονότα με τον Αττίλα Ι και ΙΙ.

Γιατί όμως χάσαμε τους φίλους μας στο Κογκρέσο;

Το απορίας άξιο όμως, και για το οποίο πρέπει να αναρωτηθούν οι υπεύθυνοι της εξωτερικής μας πολιτικής, είναι γιατί χάσαμε τους αμερικανούς φίλους μας. Όλοι ενθυμούμαστε ότι ακόμη και το 1974, όταν μεσουρανούσε ο Κίσινγκερ και η πολιτική του, το αμερικανικό Κογκρέσο αντέδρασε σφόδρα και έφτασε μέχρι την επιβολή εμπάργκο όπλων εις βάρος της Τουρκίας.

Ο κύριος λόγος, δυστυχώς, για τη σημερινή έκλειψη της ελληνικής επιρροής στην Ουάσινγκτον, οφείλεται στην ίδια την ελληνική πολιτική. Η ανατροπή της προηγούμενης σταθερής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία, αρχικά από τις κυβερνήσεις Σημίτη, η οποία, δυστυχώς, συνεχίζεται από τη σημερινή κυβέρνηση, άφησε την ελληνική πολιτική στην Ουάσινγκτον ουσιαστικά μετέωρη. Προηγουμένως, επί κυβερνήσεων Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου, ήταν σαφές ότι οποιαδήποτε ελληνοτουρκική προσέγγιση, πολύ περισσότερο υποστήριξη της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ, ήταν αδιανόητη χωρίς επίλυση προηγουμένως του Κυπριακού και άρση των αυθαιρέτων τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο. Η ανατροπή όμως της πολιτικής αυτής έφερε πλήρη σύγχυση. Κατέστησε εντελώς ασαφή τα όρια και τη σημασία των διαφορών και το τι έπρεπε να κάνουν οι φίλοι μας και ο Ελληνισμός της Αμερικής. Η ελληνική πολιτική φαινόταν να ταυτίζεται ουσιαστικά με την επίσημη αμερικανική πολιτική.

Η κατάσταση αυτή έγινε εξόφθαλμη και οδήγησε στην πλήρη αποκινητοποίηση και παράλυση του ελληνικού λόμπι, όταν η ελληνική κυβέρνηση κάλεσε τους φίλους της Ελλάδας να πρωτοστατήσουν στο Κογκρέσο για την έγκριση ψηφίσματος υπέρ του Σχεδίου Ανάν! Την ίδια στιγμή μάλιστα που αποδεχόταν την επιδιαιτησία Ανάν στη Νέα Υόρκη και έδινε λευκή επιταγή στον Κόφι Ανάν, δηλαδή στην επίσημη πολιτική των ΗΠΑ που λειτουργούσε ως υποβολέας της, να κάνει ό,τι θέλει!

Η συνέχιση της πολιτικής αυτής μπορεί να έχει ολέθρια αποτελέσματα

Η απόρριψη από τον κυπριακό λαό του Σχεδίου Ανάν στο δημοψήφισμα έσωσε την Κύπρο από μια απίστευτη περιπέτεια, που θα είχε ως τελική έκβαση, σε σύντομο χρόνο, τη διαρροή και την καταστροφή του κυπριακού Ελληνισμού.

Όπως ήταν όμως επόμενο οι αρχιτέκτονες του Σχεδίου Ανάν δεν παραιτήθηκαν των προσπαθειών τους και ασκούν αφόρητες πιέσεις στην ελληνική πλευρά να παραμείνει εγκλωβισμένη στη λογική του Σχεδίου Ανάν, ως δήθεν ένδειξη καλής θελήσεως ότι επιδιώκει «λύση» και ότι δεν είναι «αδιάλλακτη»! Ν’ αποδεχθεί την «άρση της οικονομικής απομονώσεως των Τουρκοκυπρίων» και το «απευθείας εμπόριο». Να δεχθεί δηλαδή το ψευδοκράτος ως «νόμιμο» συνιστόν κράτος, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Σχεδίου Ανάν και να παραγράψει σιωπηρά την τουρκική κατοχή.

Η υπογραφή του Πρωτόκολλου Τελωνειακής Ενώσεως της Τουρκίας με όλες τις χώρες-μέλη της ΕΕ και η δήλωση της Άγκυρας περί μη αναγνωρίσεως της Κύπρου δεν μπορεί να γίνει δεκτή

Στο πνεύμα αυτό η προεδρεύουσα σήμερα στην ΕΕ Μεγάλη Βρετανία, με παρασκηνιακή αμερικανική επικουρία ασκεί πιέσεις στην ελληνική πλευρά να επιδείξει «κατανόηση» απέναντι στην Άγκυρα και να μην επιμείνει στην αναγνώριση της Κύπρου για να μη διακυβευθεί η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, που δήθεν «συμφέρει την Ελλάδα», και η προοπτική «λύσεως» του Κυπριακού με βάση το Σχέδιο Ανάν!

Η ελληνική πλευρά πιέζεται να εμμείνει στην ίδια ολέθρια πολιτική των μονομερών υποχωρήσεων και του μονομερούς διπλωματικού αφοπλισμού. Ακόμη και τώρα, που ισχυρές ευρωπαϊκές δυνάμεις θέτουν ευθέως και αποφασιστικά θέμα σεβασμού των ευρωπαϊκών αρχών και της έννομης ευρωπαϊκής τάξεως, με αναφορά στην Κύπρο. Είναι αδιανόητο η ελληνική πλευρά, με οποιοδήποτε πρόσχημα ή ιδεολόγημα, να διολισθήσει σε θέσεις και πολιτικές που θα επέτρεπαν στην Άγκυρα να καταγάγει μια νέα διπλωματική νίκη εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων και να καταστήσει ντε φάκτο ανεξάρτητη την ευρωπαϊκή της πορεία από την πολιτική της στο Κυπριακό και γενικότερα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Η Άγκυρα ανέλαβε στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου, ως ελάχιστη υποχρέωση, να υπογράψει το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Συνδέσεως χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Η ελληνική πλευρά κακώς υπεχώρησε τότε και δέχθηκε, την υπογραφή του Πρωτοκόλλου, η οποία χωρίς να συνιστά κανονική διπλωματική αναγνώριση αποτελεί ένα βήμα ντε φάκτο διπλωματικής αναγνωρίσεως.

Η Άγκυρα πήρε ως αντάλλαγμα τον καθορισμό ημερομηνίας για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Επιδιώκει τώρα να απαλλαγεί στην ουσία και από αυτήν την ελάχιστη υποχρέωση και να μετατρέψει, επιπλέον, το θέμα του Πρωτοκόλλου σε όπλο αμφισβητήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας και ντε φάκτο προωθήσεως της ιδέας δύο «ισοτίμων κρατών» στην Κύπρο.

Διανοίγονται σήμερα οι προοπτικές για ευρωπαϊκή λύση. Η ελληνική πλευρά πρέπει να κινηθεί αποφασιστικά προς την κατεύθυνση της στρατηγικής αυτής

Η αποφασιστική τοποθέτηση της Γαλλίας και άλλων ευρωπαϊκών χωρών υπέρ της αναγνωρίσεως της Κύπρου ως αναγκαίας προϋποθέσεως για την έναρξη των προβλεπομένων για τις 3 Οκτωβρίου ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την ΕΕ είναι μια σημαντική εξέλιξη που δημιουργεί νέα δεδομένα. Προβάλλεται ως πρόσχημα ότι η θέση αυτή των ευρωπαϊκών χωρών έχει ως πραγματικό κίνητρο την αντίθεση των χωρών αυτών στην τουρκική ένταξη, που πήρε νέα διάσταση μετά τα δημοψηφίσματα για το Ευρωσύνταγμα στη Γαλλία και την Ολλανδία.

Το επιχείρημα αυτό δεν αντέχει στην κριτική. Η δεδηλωμένη αντίθεση των χωρών αυτών στην τουρκική ένταξη δεν είναι λόγος για την ελληνική πλευρά να υποστηρίξει την τουρκική ένταξη χωρίς όρους και προϋποθέσεις, που αναφέρονται μάλιστα στις θεμελιακές αρχές της ΕΕ και στην έννομή της τάξη. Η δικαιολογία ότι οι όροι και οι προϋποθέσεις θα περιληφθούν στον λεγόμενο «οδικό χάρτη» στο διαπραγματευτικό πλαίσιο και θα παραπεμφθούν στο μέλλον στη μακρά πορεία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, αποτελούν φενάκη για την ελληνική πλευρά.

Όταν αποσπάσει το ναι, κατά την κρίσιμη σημερινή στιγμή, η τουρκική πλευρά θα αξιοποιήσει το «βάθος χρόνου» για να επιβάλει ντε φάκτο τις δικές της «λύσεις», σε συνεργασία με τους γνωστούς υποστηρικτές της. Η ελληνική πλευρά θα έχει όμως ήδη χάσει με τη στάση της την εμπιστοσύνη και τη συμπαράσταση των εν δυνάμει ευρωπαίων συμμάχων της. Θα έχει ήδη δεχθεί διακρίσεις και εκπτώσεις εις βάρος της από την έννομη ευρωπαϊκή τάξη. Θα έχει αχρηστεύσει το στρατηγικό όπλο της εντάξεως της Κύπρου στην ΕΕ ως παράγοντα για δίκαιη λύση. Θα έχει μείνει, τέλος, όμηρος μιας πολιτικής οι στόχοι της οποίας εξαρτώνται από τις θέσεις των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας. Οι θέσεις όμως αυτές δεν είναι άγνωστες. Είναι πολύ γνωστές και εις βάρος της ελληνικής πλευράς.

Με τα δεδομένα αυτά λοιπόν η ελληνική πλευρά πρέπει να επιδείξει κατά την κρίσιμη αυτή στιγμή σθένος και αποφασιστικότητα. Η Άγκυρα με τη δήλωση περί μη αναγνωρίσεως της Κύπρου, την οποία επισύναψε στο Πρωτόκολλο Τελωνειακής Ενώσεως δεν ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις που ανέλαβε.

Η δήλωσή της αναιρεί την ουσία της υπογραφής του Πρωτόκολλου. Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις έχουν διακυβερνητικό χαρακτήρα. Διεξάγονται δηλαδή μεταξύ της Άγκυρας και των 25 χωρών-μελών. Η αναγνώριση της Κύπρου είναι, υπό τις συνθήκες αυτές, επιβεβλημένη και αυτονόητη.

Το δίλημμα δεν είναι και δεν πρέπει να είναι στην ελληνική πλευρά. Είναι στην πλευρά της Άγκυρας. Δική της επιλογή και ευθύνη. Η ελληνική πλευρά είναι αδιανόητο να δεχθεί τη νέα τουρκική πρόκληση και να συγκατατεθεί σε έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με αμφισβητούμενη τη θέση και την υπόσταση της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με νεφελώδεις «όρους» και «προϋποθέσεις» που θα παραπέμπονται ευσχήμως στο μέλλον και θα επιτρέπουν εν τω μεταξύ στην Άγκυρα να κλιμακώνει τις προκλήσεις και να προωθεί σ’ όλα τα μέτωπα τετελεσμένα γεγονότα.

Αντιθέτως, η ελληνική πλευρά έχει κάθε συμφέρον να πρωταγωνιστήσει στην υπεράσπιση των αρχών και της έννομης τάξεως της ΕΕ. Να αναπτύξει και να σφυρηλατήσει τους δεσμούς της με τους ευρωπαίους εταίρους της πάνω σε βάση αρχών. Να διαφυλάξει την ευρωπαϊκή υπόσταση της Κύπρου και το κύρος της ως πλήρους και ισοτίμου μέλους. Να αξιοποιήσει το ευρωπαϊκό πλαίσιο και τις θεμελιώδεις ευρωπαϊκές αρχές για τον απεγκλωβισμό της από την ολέθρια πολιτική και λογική του Σχεδίου Ανάν. Για την προώθηση μιας ευρωπαϊκής λύσεως του Κυπριακού, λύσεως δηλαδή που θα βασίζεται στις ευρωπαϊκές αρχές και στο ευρωπαϊκό κεκτημένο και έννομη τάξη, της οποίας αναπόσπαστο μέρος είναι σήμερα η Κύπρος.


Σχολιάστε εδώ