Κρίσιμες επιλογές της Κύπρου στην Ευρώπη…
Με δεδομένο το βαρύ αντιτουρκικό κλίμα και την εξαιρετικά πιθανολογούμενη εκλογή Μέρκελ τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, τα περιθώρια των φιλοτουρκικών πρωτοβουλιών της βρετανικής προεδρίας φαίνονται να περιορίζονται, ειδικότερα εάν το Λονδίνο εμφανιστεί, παρά τον ρόλο του ως προεδρεύοντα, με εξαιρετικές φιλοτουρκικές στάσεις.
Από τη δική μας πλευρά, με την ενεργή διπλωματική αρωγή και προσυνεννόηση με τη γαλλική, αυστριακή και ενδεχομένως ολλανδική κυβέρνηση, θα πρέπει να προσέξουμε την επιδιωκόμενη από τη Βρετανία σύνδεση της υπογραφής του Πρωτοκόλλου και με τη επιβράβευση των Τουρκοκυπρίων, μέσω της θέσπισης κανονισμού άμεσου εμπορίου ΕΕ-Κατεχομένων.
Θα πρέπει να αποτρέψουμε ενδεχόμενη απόπειρα των Βρετανών να παρουσιάσουν την υπογραφή του Πρωτοκόλλου ως «θρίαμβο» που θα απαιτήσει ανταλλάγματα, είτε από την πλευρά της Ένωσης είτε, πολύ περισσότερο, από την πλευρά της Ελλάδος ή της Κύπρου.
Αυτό ωστόσο είναι το έλασσον αναφορικά με το Κυπριακό. Πέραν της αυτονόητης δήλωσης του Συμβουλίου Υπουργών ότι η μονομερής τουρκική δήλωση δεν αποδεσμεύει την Άγκυρα από την υποχρέωσή της να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο έναντι της Κύπρου, καλούμαστε αρχικά να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα του πότε -γιατί το πώς είναι προφανές- θα απαιτήσουμε την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου: πριν ή μετά την 3η Οκτωβρίου; Ποια θα είναι εν προκειμένω τα δυνητικά σενάρια επιλογών;
α) Η πρώτη επιλογή είναι να προχωρήσουμε στην άμεση απαίτηση εφαρμογής, φτάνοντας μέχρι το σημείο της επαπειλής veto και, σημειώνω, φτάνουμε, διότι η θεωρητική άσκηση ενός κυπριακού veto χωρίς τη σαφή υποστήριξη των Αθηνών ή και την ταυτόχρονη άσκηση ενός ελλαδικού veto, είναι αδιανόητη.
Δεδομένου ότι κάτι τέτοιο δεν έχει διασφαλιστεί σε κανένα κείμενο ή διακοίνωση του Συμβουλίου, η διπλωματική υποστήριξη που ενδεχομένως θα διασφαλίσουμε είναι πιθανότατα μικρή.
Εκτός αυτού, η απειλή άσκησης ή η άσκηση ενός veto, του διπλωματικού δηλαδή ισοδύναμου της χρήσης τακτικών πυρηνικών όπλων, δεν πρέπει να «ξοδεύεται» σε μη ζωτικής σημασίας θέματα, όπως η εφαρμογή των εμπορικών υποχρεώσεων της Τουρκίας που σε τελική ανάλυση -ακόμη και εάν εφαρμοστούν- ΔΕΝ αποτελούν ΠΛΗΡΗ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό άλλωστε το καθιστά σαφές και το κείμενο των Συμπερασμάτων της 17ης Δεκεμβρίου.
β) Η δεύτερη επιλογή είναι Αθήνα και Λευκωσία να μην κάνουν τίποτε και να αρκεστούν στη δήλωση ότι η Τουρκία εκπλήρωσε τις τυπικές της υποχρεώσεις επιφυλασσόμενοι για το μέλλον, εντάσσοντας την επίλυση του Κυπριακού στις υποχρεώσεις της Τουρκίας που απορρέουν από το δρομολόγιο της χώρας.
Η στάση αυτή, της παραπομπής του ζητήματος στις ελληνικές καλένδες, δεν συνάδει φυσικά με το σύνολο της αντίδρασης των κυπριακών κομμάτων αλλά και τις διπλωματικές μάχες Αθηνών και Λευκωσίας τον περασμένο Δεκέμβριο, ούτε πολύ περισσότερο με τη διακοίνωση Παπαδόπουλου στις 17 Δεκεμβρίου ότι τον απασχολεί πρωτίστως η εφαρμογή του Πρωτοκόλλου εν όψει της 3ης Οκτωβρίου.
γ) Η τρίτη επιλογή είναι να περάσει κανείς στο κατεξοχήν ουσιαστικό ζήτημα του Κυπριακού, αυξάνοντας το ρίσκο για την Τουρκία.
Η επιλογή αυτή θα προέβλεπε την παραπομπή της εφαρμογής του Πρωτοκόλλου στο μεσοπρόθεσμο μέλλον, με αντάλλαγμα τη δέσμευση των 25 ότι η Τουρκία δεν θα μπορέσει να ενταχθεί στην Ένωση εάν δεν έχει στο μεταξύ, δηλαδή στο δρομολόγιό της, αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία με ό,τι αυτό πρακτικά συνεπάγεται, ασχέτως εάν έως τότε θα έχει ή δεν θα έχει λυθεί το Κυπριακό.
Η φόρμουλα αυτή, που ουσιαστικά επιδιώκει να επαναλάβει την επιτυχημένη φόρμουλα του Ελσίνκι για το Κυπριακό, δεν σημαίνει -εφόσον διατηρηθεί το σύστημα της ομοφωνίας- ότι η Τουρκία θα μπορεί να μπει στην Ένωση αναγνωρίζοντας απλώς και μόνον την Κυπριακή Δημοκρατία ως έχει και διατηρώντας παράλληλα το πολιτικό και στρατιωτικό καθεστώς της κατοχής, που η ίδια θα έχει στο μεταξύ απονομιμοποιήσει. Κάτι τέτοιο άλλωστε θα αποτελούσε σχήμα οξύμωρο.
δ) Το τελευταίο σενάριο εκπηγάζει από την πρόσφατη, αρνητική για την Τουρκία, γαλλική θέση ως προς την υποχρέωση της Άγκυρας ν’ αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία, όπου μπορούμε να αφήσουμε τους τακτικούς χειρισμούς και το κόστος, σ’ αυτό το στάδιο, στην Τουρκία.
Εδώ τίθενται βεβαίως και ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα χειρισμών απ’ την Αθήνα και τη Λευκωσία, εφ’ όσον -όπερ και πιθανόν- οι Γάλλοι δεν θελήσουν να σηκώσουν το βάρος της αντιπαράθεσης με την Τουρκία στην κρίσιμη ώρα των αποφάσεων ή δεν πάρουν τη σχετική πρωτοβουλία ή αφήσουν το «μπαλάκι» των χειρισμών στην Κύπρο και την Ελλάδα, ως κατ’ εξοχήν ενδιαφερόμενες χώρες. Στην περίπτωση αυτή, κι εν όψει της ελληνικής στρατηγικής για την ευρωπαϊκή πορεία μετεξέλιξης του κεμαλικού πολιτικού συστήματος, θα μπορούσε η Κύπρος να επιμείνει στην απόσυρση ή την ακύρωση του συνοδευτικού του Πρωτοκόλλου της Άγκυρας εγγράφου.
Οι τελευταίες επιλογές φυσικά δεν εξισώνουν τη λύση του Κυπριακού με την άρση της κατοχής όπως την επιδιώκει ο Ελληνισμός χωρίς να υποχρεώνεται από την άλλη ο Ελληνισμός να αποδεχθεί την ένταξη της Τουρκίας χωρίς την παράλληλη λύση, αν και η Τουρκία -στην παρούσα της πολιτική και πολιτειακή δομή- δεν θα θυσιάσει ποτέ τα Κατεχόμενα για να ενταχθεί στην Ένωση.
Ωστόσο, η συμπερίληψη μιας τέτοιας ρήτρας στο «διαπραγματευτικό πλαίσιο» θα δημιουργούσε πολλαπλάσιο διπλωματικό κόστος στην Άγκυρα συγκριτικά με τα έως τούδε ευχολόγια περί εξομάλυνσης ή βελτίωσης των σχέσεων Τουρκίας-Κύπρου. Θα αποτελούσε παράλληλα το πρώτο βήμα για την επίλυση του Κυπριακού σε ευρωπαϊκό πλαίσιο αυξάνοντας τον ρόλο της Ένωσης σε μια μελλοντική διαπραγμάτευση, από τον συμβουλευτικό ρόλο που έπαιξε ο κ. Φερχόιγκεν στη Λουκέρνη σε κάτι το σαφώς ουσιαστικότερο και θεσμικά -τουλάχιστον- φιλελληνικότερο.
Εφόσον διασφαλισθεί μια τέτοια ρήτρα, που είναι το μείζον σε σχέση με την τελωνειακή ένωση, η Κύπρος θα μπορέσει μέσα στο 2006 (μετά την ενδεχόμενη εκλογή Σαρκοζί) να επανέλθει επιτακτικότερα στο ζήτημα εφαρμογής της Τελωνειακής Ένωσης.
Έως τότε θα έχει τελειώσει η βρετανική προεδρία, θα έχουν δημιουργηθεί οι πρώτες σημαντικές επιπλοκές στο ευρωτουρκικό εμπόριο στο πλαίσιο της μη εφαρμογής του Πρωτοκόλλου με την Κύπρο και θα έχει παγιοποιηθεί και το πολιτικό κλίμα στη Γερμανία, μετά την άνοδο -ευχόμεθα αυτόνομη- της Μέρκελ και των Χριστιανοδημοκρατών στις 18 Σεπτεμβρίου.