Εκπαίδευση και αγορά

Τα επίπεδα, αλλά και οι κατά περιόδους μεταβολές των βάσεων εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αντικατοπτρίζουν τόσο την κρίση προσανατολισμού της εκπαίδευσης όσο και τις ίδιες λειτουργικές της αδυναμίες.

Το βασικό ερώτημα που τίθεται σήμερα και αφορά το σύνολο των ανεπτυγμένων κοινωνιών, συμπυκνώνεται στο δίλημμα: Η εκπαίδευση θα πρέπει να ανταποκριθεί στις ανάγκες της αγοράς εργασίας και των σύγχρονων τεχνικοποιημένων εργασιακών μορφών ή θα συνεχίσει να αποτελεί το βάθρο της (δια)μόρφωσης του νέου ανθρώπου, ένα «βάθρο» που θα επιτρέψει την ανάπτυξη της κριτικής του σκέψης, παρέχοντάς του ταυτόχρονα το γνωστικό θεμέλιο για τη (μελλοντική) επαγγελματική του αποκατάσταση;

Δυστυχώς ούτε η πολιτική εξουσία ούτε οι αρμόδιοι κοινωνικοί φορείς προσέγγισαν την «καρδιά» του προβλήματος όλα αυτά τα χρόνια. Η πολιτική εξουσία, οι εκάστοτε κυβερνήσεις, ασχολήθηκαν περισσότερο με την πελατειακή πλευρά του προβλήματος. Αρκέσθηκαν στην ίδρυση μιας πανσπερμίας τμημάτων και πανεπιστημίων σε όλη την επικράτεια, ικανοποιώντας τις περισσότερες φορές «τοπικά αιτήματα». Αφού η ίδρυση μιας σχολής ή έστω ενός τμήματος ΑΕΙ και ΤΕΙ, αποτελεί πόλο οικονομικής ανάπτυξης για την περιφέρεια, για την κάθε πόλη.

Οι κοινωνικοί φορείς, οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων, ασχολούνται με τα ιδιαίτερα επαγγελματικά τους συμφέροντα, με τη διασφάλιση της ακώλυτης ανέλιξης και της βελτίωσης των οικονομικών τους.

Γι’ αυτό σήμερα το βασικό δίλημμα για τον ρόλο και την προοπτική της εκπαίδευσης, αφήνεται από όλους για να το λύσει η αγορά και οι μηχανισμοί του ανταγωνισμού. Αυτή τη στρατηγική, άλλωστε, χαράζει και ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση με την επιβολή τριετούς διάρκειας σπουδών και την περιστολή των δημόσιων δαπανών για την εκπαίδευση.

Σ’ έναν μεγάλο βαθμό, ως φυσικό επακόλουθο, η επαγγελματική αποκατάσταση συνιστά το κυρίαρχο κριτήριο επιλογής της σχολής φοίτησης (όπως π.χ. οι παιδαγωγικές σχολές), που συναρτάται βέβαια με τη συγκυρία της αγοράς. Γι’ αυτό και σχολές που παλαιότερα είχαν υψηλή ζήτηση βρίσκονται σήμερα σε πτώση (ΜΜΕ, Πληροφορική, οικονομικές σπουδές).

Ένα ιδιαίτερα όμως βαρύνον κριτήριο στην επιλογή αυτή, αλλά και γενικότερα για την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αποτελεί η επιθυμία για την κοινωνική και οικονομική άνοδο μέσω της κατοχής πτυχίου. Η απόκτηση δηλαδή κοινωνικού κεφαλαίου.

Κι αυτή η επιθυμία, που έχει αποκτήσει εδώ και αρκετές δεκαετίες διαταξικό χαρακτήρα, στηρίζεται σε σημαντικούς λόγους. Η επιδίωξη για μόρφωση, για την απόκτηση μιας ισχυρά θεμελιωμένης παιδείας, συνδέεται με το διαφωτιστικό ανθρωπιστικό αίτημα και εκφράζει τις βαθιές πνευματικές ρίζες και παραδόσεις της ελληνικής κοινωνίας.

Παράλληλα όμως η μόρφωση, η απόκτηση πτυχίου αποτελεί τη μόνη διέξοδο, τη μόνη δυνατότητα για την κοινωνική ανέλιξη και αποκατάσταση. Κι αυτό γιατί τόσο η παραγωγική δομή, όσο και ο ευρύτερος ιδιωτικός τομέας, δεν μπορούν να διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις μιας δυναμικής κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης, ικανής να διασφαλίσει θέσεις εργασίας, επαγγελματική εξέλιξη, τομείς παραγωγής και υπηρεσιών υψηλού επιπέδου μόρφωσης και ειδικευμένης γνώσης.

Γι’ αυτό και οι προτιμήσεις των υποψηφίων στρέφονται σε εκείνα τα επαγγέλματα που διασφαλίζουν μια μόνιμη εργασία, την οποία συνδέουν, αναπόφευκτα, με τον δημόσιο τομέα (το 70% των υποψηφίων εκδηλώνει μια τέτοια προτίμηση). Συνεπώς τα μεγάλα λόγια για τις προοπτικές που διανοίγει η αγορά, η ελεύθερη επιλογή και η δυναμική του ανταγωνισμού δεν ανταποκρίνονται σε μια πραγματικότητα που αποβαίνει κάθε χρόνο ακόμα πιο σκληρή.

Ασφαλώς το σύστημα των εξετάσεων διαδραματίζει έναν σοβαρό ρόλο τόσο στην αποδιοργάνωση του λυκείου όσο και στην αδυναμία του συστήματος να επιλέγουν οι υποψήφιοι στις σχολές της προτίμησής τους σ’ αυτές και να εισάγονται. Και πράγματι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια αποδέσμευσης των εξετάσεων από το λύκειο, με αδιαπραγμάτευτο βέβαια όρο την παραμονή της ευθύνης διενέργειας των εξετάσεων στο Δημόσιο.

Το κρίσιμο όμως, το στρατηγικού χαρακτήρα ερώτημα για τον ρόλο της εκπαίδευσης απαιτεί ευρύτερου πολιτικοκοινωνικού χαρακτήρα απαντήσεις.

Σήμερα η εκπαίδευση, μέσω της σταδιακής ενσωμάτωσής της -θεσμικής και ιδεολογικής- στο «σχήμα» της αγοράς εργασίας και των μηχανισμών του οικονομικού ανταγωνισμού οδηγείται στην άμεση ή έμμεση ιδιωτικοποίηση.

Η περιστολή των δαπανών του Δημοσίου σε όλες σχεδόν τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, η εξάρτηση της έρευνας στα πανεπιστήμια από την ιδιωτική χρηματοδότηση, αποτελεί τη μία όψη του προβλήματος. Η άλλη όψη αφορά στην ιστορική διαδικασία διείσδυσης των αξιών και των μεθόδων των μηχανισμών της αγοράς στον χώρο της εκπαίδευσης. Το νέο τεχνικιστικό πνεύμα στέλνει στο περιθώριο τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες. Οι αξίες της συνεργασίας, της κριτικής-δημιουργικής σκέψης, της θεμελιωμένης στη μέθοδο γνώσης, αποσιωπούνται και κυριαρχούν, αντίθετα, οι έννοιες της απόδοσης, της ανταγωνιστικότητας, της επιλεκτικότητας, της συνεχούς αξιολόγησης.

Όλο αυτό το νέο λειτουργικό-αξιακό σχήμα δεν αποδεικνύει παρά τη σταδιακή εξομοίωση του προτύπου της εκπαίδευσης προς το πρότυπο της αγοράς.

Το πρότυπο αυτό θα προσλάβει την τελική του μορφή με την καθιέρωση του τριετούς κύκλου σπουδών στα ΑΕΙ, μιας περιόδου φοίτησης που κρίνεται επαρκής μόνο για την πρόσληψη επιμέρους γνώσεων προς εφαρμογή και όχι για ουσιαστικές σπουδές. Άλλωστε, όπως προβλέπουν οι ευρωπαϊκές «νόρμες», όποιος επιθυμεί περαιτέρω σπουδές σε μεταπτυχιακό επίπεδο μπορεί να τις ακολουθήσει, πληρώνοντας βεβαίως, αφού τα μεταπτυχιακά δεν χρηματοδοτούνται πια στην Ευρώπη…


Σχολιάστε εδώ