Δεν αρμόζει στην Ελλάδα ο ρόλος του άνευ όρων ζηλωτή της Τουρκίας στην Ευρώπη

Με το επιχείρημα ότι δήθεν «συμφέρει» την Ελλάδα η τουρκική ευρωπαϊκή προοπτική, η ελληνική πλευρά, ήδη από την εποχή των κυβερνήσεων Σημίτη, ανέτρεψε την πάγια ελληνική εξωτερική πολιτική των τελευταίων δεκαετιών, που είχε ουσιαστικά διακομματική υποστήριξη.

Η πολιτική αυτή επιβλήθηκε ουσιαστικά με αμερικανικές πιέσεις, παραινέσεις και επιρροές, ως μέρος της νέας αμερικανικής στρατηγικής για την Ευρώπη και την Ευρασία. Η στρατηγική αυτή επιδιώκει, στη μετασοβιετική εποχή, τη γεωπολιτική αναδιάρθρωση του ευρύτερου χώρου της Ευρασίας, τη διασφάλιση της Ευρώπης ως περιφερειακού εταίρου των ΗΠΑ, χωρίς γεωπολιτική αυτονομία, και ειδικότερα μια νέα γεωπολιτική τάξη σε κρίσιμες περιοχές όπως ο Καύκασος και η Κεντρική Ασία, η Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια.

Η Τουρκία αντιμετωπίσθηκε στο πλαίσιο αυτό ως κομβικό σημείο του επιδιωκόμενου κοινού ευρασιατικού γεωπολιτικού χώρου. Η ένταξή της στην ΕΕ παρουσιάστηκε ως αναγκαία για τη σταθεροποίηση και ανάπτυξή της, την προβολή της ως ολοκληρωμένου μοντέλου δημοκρατικού μουσουλμανικού κράτους, παράδειγμα για τις άλλες μουσουλμανικές χώρες και ως σταθερός δεσμός της Ευρώπης με τον κρίσιμο ευρασιατικό χώρο.

Ανομολόγητος στόχος των ιδίων επιδιώξεων είναι, προφανώς, η φαλκίδευση, με την τουρκική ένταξη, της ευρωπαϊκής προοπτικής. Η Ευρώπη δηλαδή να μη εξελιχθεί σε μια πραγματική πολιτική ένωση, με γεωπολιτική αυτονομία, αλλά να παραμείνει περιφερειακός εταίρος, υπό αμερικανική γεωπολιτική ηγεμονία.

Τι σημαίνει για την Ελλάδα η προώθηση της Τουρκίας σε ένα ευρύτερο ευρασιατικό ρόλο;

Η επιδιωκόμενη ενοποίηση του ευρασιατικού χώρου, σε γεωπολιτικό και στρατηγικό επίπεδο, πιέζει προφανώς για την επέκταση των ευρωπαϊκών ορίων πέραν ακόμη και των γεωγραφικών ιστορικών και πολιτιστικών ορίων της Ευρώπης. Χαρακτηριστική περίπτωση από την άποψη αυτή είναι η Τουρκία. Αποκλείεται, αντιθέτως, η Ρωσία, η οποία αντιμετωπίζεται πάντα με ψυχροπολεμικά κριτήρια, ως δυνητικός αντίπαλος.

Με ποια λογική μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η ένταξη, στο πλαίσιο αυτό, της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση συμφέρει την Ελλάδα; Η Ελλάδα είναι σήμερα η χώρα σύνορο της Ευρώπης στην Ανατολική Μεσόγειο. Σύνορο μάλιστα όχι μόνο γεωγραφικό, αλλά επίσης ιστορικό και πολιτιστικό. Γιατί συμφέρει την Ελλάδα να γίνει η Τουρκία χώρα σύνορο της Ευρώπης και από μεσανατολική και οριακά βαλκανική χώρα να πάρει θέση στην καρδιά της Ευρώπης, ως μεγάλη, λόγω του πληθυσμού της, ευρωπαϊκή δύναμη;

Η επέλαση αυτή της Τουρκίας προς τη Δύση, γιατί είναι προς το συμφέρον της Ελλάδος, όταν μάλιστα προβάλλει απροκάλυπτα διεκδικήσεις εις βάρος της Ελλάδος και επιδιώκει να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα; Γιατί ανησυχεί για την Τουρκία στην Ευρώπη η μακρινή Αυστρία, η Γαλλία, η Ολλανδία, η Δανία και δεν ανησυχεί η Ελλάδα, που έχει κοινά σύνορα;

Πιο επιτακτικά είναι τα ερωτήματα που τίθενται σε σχέση με την τουρκική ευρωπαϊκή πορεία και την επιδιωκόμενη γεωπολιτική αναδιάρθρωση στα Βαλκάνια.

Η γεωπολιτική αναδιάρθρωση των Βαλκανίων έχει ως κεντρικό στόχο τον μόνιμο εξοβελισμό τους από την περιοχή της ρωσικής επιρροής, που υπήρξε επί αιώνες ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες των ισορροπιών και του συσχετισμού ισχύος στην περιοχή αυτή.

Προφανώς η αλλαγή των ισορροπιών σε μόνιμη βάση περιλαμβάνει μείωση της ισχύος και του ρόλου χωρών, όπως η Σερβία, που λόγω εθνικών, θρησκευτικών και ιστορικών δεσμών αποτελεί εν δυνάμει έρεισμα της ρωσικής επιρροής. Αυτό ισχύει σε μικρότερο βαθμό για τη Βουλγαρία, της οποίας η πολιτική θεωρείται γενικά στην ιστορική προοπτική πιο ασταθής και αναξιόπιστη, σε σχέση με τη Ρωσία (βλ. π.χ., πολιτική Βουλγαρίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Υπάρχει επίσης στη Βουλγαρία σημαντική τουρκική μειονότητα που ασκεί κρίσιμη επιρροή στα πολιτικά πράγματα της χώρας.

Η γεωπολιτική αναδιάρθρωση στα Βαλκάνια περιλαμβάνει επίσης τη μείωση του παράγοντα της Ορθοδοξίας, που αποτελεί εκ των πραγμάτων ένα άλλο σημαντικό στοιχείο επιρροής της ομόδοξης Ρωσίας. Εξ αντιθέτου, επιδιώκεται η ενίσχυση του μουσουλμανικού παράγοντα. Η φιλομουσουλμανική αμερικανική πολιτική στα Βαλκάνια προβάλλεται μάλιστα ως αντιστάθμισμα της πολιτικής που φέρνει τους Αμερικανούς σε σύγκρουση με τον μουσουλμανικό κόσμο στη Μέση Ανατολή και αλλού.

Η ενίσχυση του μουσουλμανικού παράγοντα περιλαμβάνει, εκτός των άλλων (αναβάθμιση π.χ. του αλβανικού, παράγοντα), την ενίσχυση του ρόλου της Άγκυρας στα Βαλκάνια. Η εντονότερη παρουσία της Άγκυρας στις βαλκανικές ισορροπίες θεωρείται από τη νέα τάξη πραγμάτων ως αναγκαία για τη δημιουργία ενός νέου γεωπολιτικού σκηνικού.

Με την πολιτική αυτή και την ευρωπαϊκή ενταξιακή της πορεία, η Άγκυρα βλέπει να διανοίγεται ο δρόμος για τη δυναμική επιστροφή της στην Ευρώπη, από την οποία εξεδιώχθη, εκτός από το προγεφύρωμα της Ανατολικής Θράκης, με τους δύο Βαλκανικούς πολέμους.

Με ποια λογική μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι μια τέτοια εξέλιξη, δεδομένων μάλιστα των τουρκικών φιλοδοξιών, συμφέρει την Ελλάδα;

Η επαπειλούμενη διάσπαση της ελληνικής εθνικής συνοχής

Σε συνδυασμό μάλιστα με τα παραπάνω, η Ελλάδα όφειλε να είναι ιδιαίτερα προσεκτική στο θέμα της εθνικής συνοχής. Ήταν η μόνη χώρα που δεν αντιμετώπιζε στα Βαλκάνια, με εξαίρεση τη μικρή μουσουλμανική μειονότητα, ιδιαίτερα προβλήματα μειονοτήτων. Από την άποψη αυτή, δεν αποτελούσε μέρος του προβλήματος των Βαλκανίων.

Ως αποτέλεσμα όμως μιας ακατανόητης και απίστευτης πολιτικής στο θέμα της λαθρομετανάστευσης, η χώρα βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με ένα πρόβλημα, οι διαστάσεις και οι προεκτάσεις του οποίου είναι βέβαιο ότι δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιηθεί πλήρως στην πραγματική τους διάσταση.

Υπάρχουν, δυστυχώς, γεωπολιτικά κέντρα που θέλουν την Ελλάδα χωρίς εθνική συνοχή. Χωρίς ισχυρή εθνική θέληση και ταυτότητα. Χωρίς εσωτερική ενότητα. Εύπλαστη και επιδεκτική σε εξωτερικές χειραγωγήσεις, για να προσαρμόζεται, χωρίς αντιρρήσεις, σε προωθούμενες γεωπολιτικές ανακατατάξεις και αναδιαρθρώσεις στην περιοχή.

Η κρισιμότητα της σημερινής ευρωπαϊκής συγκυρίας

Στο Συμβούλιο Μονίμων Αντιπροσώπων και στο άτυπο Συμβούλιο Υπουργών, αντιστοίχως την 31η Αυγούστου και στις 1-2 Σεπτεμβρίου, η ελληνική πλευρά, Ελλάδα και Κύπρος, θα κληθεί να πάρει θέση, κατά πρώτο λόγο σε ζωτικά θέματα που την αφορούν άμεσα και κατά δεύτερο λόγο, εμμέσως, σε θέματα που αφορούν την ιδέα και την προοπτική της Ευρώπης.

Η ελληνική πλευρά δεν μπορεί να έχει ούτε καν τη δικαιολογία ότι καλείται, μετά τη θαρραλέα στάση της Γαλλίας, να αλλάξει τη θέση που πήρε στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου. Καλείται να μη δεχθεί τουλάχιστον τη νέα τουρκική παρασπονδία που εκφράζεται με τη δήλωση με την οποία συνόδευσε η Άγκυρα την υπογραφή του Πρωτοκόλλου. Δηλώσεις της προεδρίας και γνωμοδοτήσεις της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, ότι δήθεν η τουρκική δήλωση δεν έχει καμία νομική ισχύ, αποτελούν στάχτη στα μάτια. Η Άγκυρα οφείλει να αποσύρει τη δήλωσή της. Διαφορετικά η θέση της ελληνικής πλευράς πρέπει να είναι σαφής και αποφασιστική. Αφού φτάσαμε στο σημείο να μην τολμούμε να υποστηρίξουμε αυτό που τρίτες χώρες υποστηρίζουν δημοσίως και μεγαλόφωνος ως αυτονόητο και επιβεβλημένο από τις αρχές και την έννομη τάξη της ΕΕ, την αναγνώριση δηλαδή της Κύπρου από την Άγκυρα, θα ήταν αδιανόητο, αντιθέτως, να παραχωρήσει η ελληνική πλευρά στην Άγκυρα μια νέα μεγάλη διπλωματική νίκη εις βάρος της. Στο όνομα, βεβαίως, πάντα του ιδεολογήματος ότι η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας «συμφέρει» την Ελλάδα!

Υπάρχει όμως, κατά δεύτερο λόγο, το θέμα και το ερώτημα ποια ιδέα και προοπτική της Ευρώπης υποστηρίζει, επιτέλους, η Ελλάδα. Συνειδητοποιεί ότι με την πολιτική που ακολουθεί, του μεγάλου δηλαδή ζηλωτή της τουρκικής εντάξεως, δεν βλάπτει μόνο το κύρος της και επιμέρους ζωτικά της συμφέροντα; Ότι επίσης υπονομεύει την ίδια τη γεωπολιτική της θέση και αυτονομία; Στην πραγματικότητα, με την πολιτική αυτή, εγγράφει υποψηφιότητα όχι για τον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως κάποτε διατυμπανιζόταν, αλλά για τον έξω κύκλο της βαλκανικής περιφέρειας.

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου


Σχολιάστε εδώ