Γνωμοδότηση καταπέλτης τεσσάρων διαπρεπών ξένων διεθνολόγων
Οι επιφυλάξεις που εκφράζει η τουρκική κυβέρνηση με τη δήλωση της, την οποία επισύναψε στο Πρωτόκολλο Τελωνειακής Ενώσεως, είναι σε κατάφωρη αντίθεση με την έννομη ευρωπαϊκή τάξη, ιδιαίτερα με το άρθρο 58 του Συμπληρωματικού Πρωτοκόλλου του 1970. Σ’ αυτό αναφέρεται ρητά, ότι σε οποιεσδήποτε διευθετήσεις προβεί η Τουρκία σε σχέση με την Κοινότητα, δεν θα αφήνουν περιθώριο για οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των χωρών μελών, υπηκόων τους ή εταιρειών τους. Είναι αντίθετη επίσης με τις αρχές της ισότητας και τις πρόνοιες (άρθρο 310) της Ευρωπαϊκής Συνθήκης. Αποδοχή από την ΕΕ μιας τέτοιας δηλώσεως θα την έθετε σε σύγκρουση με το άρθρο 6 (3) της Ευρωπαϊκής Συνθήκης.
Αποδοχή της τουρκικής δηλώσεως θα περιόριζε επίσης την απαραίτητη διοικητική συνεργασία για την αναγκαία εφαρμογή των άρθρων 5 και 6 της Αποφάσεως αρ. 1/95 που αφορά την Τελωνειακή Ένωση. Η Τουρκία, αναφέρουν οι τέσσερις διαπρεπείς ξένοι διεθνολόγοι, παραβιάζει επίσης τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, εφόσον τα κριτήρια προβλέπουν συνεργασία της Τουρκίας με τις αρμόδιες αρχές όλων των χωρών μελών, σε διάφορα επίπεδα.
Η Τουρκία παραβιάζει επίσης με τη δήλωση της:
· Τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με την επέκταση της Τελωνειακής Ενώσεως στα 10 νέα μέλη της ΕΕ.
· Τις γενικές αρχές της ισότητας και της αμοιβαιότητας, όπως καθορίζονται στο άρθρο 310 της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και στο άρθρο 6 (3) της Ευρωπαϊκής Συνθήκης.
· Τις συνθήκες του 1960 για την Κύπρο, με βάση τις οποίες η Τουρκία ανέλαβε την υποχρέωση, μεταξύ άλλων, να σεβασθεί και να εγγυηθεί την εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
· Τις σχετικές αποφάσεις της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ και του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ιδιαίτερα τις αποφάσεις 365 (1974), την 367 (1975), την 541 (1983) και την 550 (1984).
Η δήλωση αυτή, κατά τους τέσσερις ξένους διεθνολόγους, πρέπει να απορριφθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση και να αποσυρθεί ή καταλλήλως να τροποποιηθεί από την Τουρκία. Η τελευταία πρέπει να κάνει σαφή και χωρίς κανέναν όρο την «επέκταση» του Πρωτοκόλλου σ’ όλες τις χώρες μέλη.
Οι τέσσερις ξένοι διεθνολόγοι είναι:
Ο Ian Brownlie Qc, ο καθηγητής James Crawford Sc, o καθηγητής Alain Pellet και ο καθηγητής Derrick Wyatt Qc. Ολόκληρη η περίληψη της γνωμοδοτήσεως τους έχει ως εξής:
«Η Τουρκική Δήλωση για την Κύπρο της 29ης Ιουλίου 2005 περιλαμβάνει ισχυριζόμενες επιφυλάξεις (παρ. 3 και 5) και δηλώσεις περί μη αναγνωρίσεως (παρ. 4, πρόταση 1, παρ. 6, πρόταση 1) της Κυπριακής Δημοκρατίας, που έχουν νομικές συνέπειες.
Οι ισχυριζόμενες επιφυλάξεις είναι ασυμβίβαστες με το αντικείμενο και τον σκοπό της Συμφωνίας της Άγκυρας (περιλαμβανομένης της “επεκτάσεως” του Πρωτοκόλλου), εφόσον άρνηση αναγνωρίσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας συνιστά διάκριση κατά της Κύπρου, κατά παράβαση του Άρθρου 58 του Συμπληρωματικού Πρωτοκόλλου του 1970, που προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι οι διευθετήσεις που θα εφαρμοσθούν από την Άγκυρα, σε σχέση με την Κοινότητα, δεν θα επιτρέψουν οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των χωρών μελών, των υπηκόων ή των εταιρειών τους. Είναι επίσης ασυμβίβαστες με τις αρχές (ισότητα) και τις πρόνοιες (άρθρο 310) της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και εάν γινόταν δεκτή από την ΕΕ, θα έθετε την ίδια την ΕΕ σε σύγκρουση με το άρθρο 6(3) της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (“Η Ένωση θα σέβεται τις εθνικές ταυτότητες των χωρών μελών της”).
Οι δηλώσεις περί μη αναγνωρίσεως ισοδυναμούν με διάκριση κατά της Κύπρου, κατά παράβαση του άρθρου 58 του Συμπληρωματικού Πρωτοκόλλου του 1970. Δίνουν επίσης την εντύπωση ότι η Τουρκία επιφυλάσσει στον εαυτό της το δικαίωμα να υποτάξει την εφαρμογή της Συμφωνίας της Άγκυρας, σε ό,τι αφορά την Κυπριακή Δημοκρατία, στην άσκηση από μέρους της αυτόνομης πολιτικής διακριτικής μεταχειρίσεως και/ ή να αξιολογήσει νομικά την Κύπρο με κριτήρια που καθορίζει μόνη της η Τουρκία.
Αυτό θέτει την Κύπρο σε διαφορετική και λιγότερο ευνοϊκή θέση, σε σχέση με τη θέση οποιουδήποτε άλλου Κράτους Μέλους της ΕΕ σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της Συμφωνίας της Άγκυρας, εφόσον δημιουργεί αβεβαιότητα για την Κύπρο και για πολίτες της ΕΕ και εταιρείες, σε ό,τι αφορά την άσκηση από την Κύπρο των διαδικαστικών και ουσιαστικών της δικαιωμάτων, που απορρέουν από τη συμφωνία.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, το γεγονός ότι η Τουρκία έχει μέχρι τη σημερινή ημερομηνία αποκλεισμό (εμπάργκο) σε βάρος των κυπριακών πλοίων, κατ’ εφαρμογήν της πολιτικής τής μη αναγνωρίσεως, θεωρώντας ότι αυτό συμβιβάζεται με τη συμμετοχή της Κύπρου στην Τελωνειακή Ένωση, υποστηρίζει το συμπέρασμα ότι η διαδήλωση από την Τουρκία της θελήσεώς της να διατηρήσει την παρούσα θέση της για την Κύπρο, μπορεί να δημιουργήσει μόνο την αναφερθείσα παραπάνω αβεβαιότητα.
Επιπλέον, οι δηλώσεις αυτές μπορούν να παρεμποδίσουν τη δυνατότητα των αρμοδίων αρχών στην Κύπρο και την Τουρκία να εμπλακούν στην επιβαλλόμενη διοικητική συνεργασία που είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της εφαρμογής των άρθρων 5 και 6 της Αποφάσεως Αρ 1/95 για την Τελωνειακή Ένωση, η οποία απαγορεύει ποσοτικούς περιορισμούς σε εισαγωγές και εξαγωγές και οι οποίες πρέπει να διεξάγονται σύμφωνα με τον ειδικό νόμο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ECJ), που εφαρμόζεται κατά τα άρθρα 28 και 29 της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (βλ. Αρθρο 66 της Αποφάσεως 1/95).
Δεδομένου επίσης ότι τα ειδικά κριτήρια της Κοπεγχάγης περιλαμβάνουν στενή συνεργασία μεταξύ Τουρκίας και αρμοδίων αρχών των κρατών μελών σε διάφορα επίπεδα, τα σήμα που στέλνει η Τουρκία ότι: “η θέση μας σχετικά με την Κύπρο θα παραμείνει αμετάβλητη” σημαίνει ότι θα υπάρξει συνεχής ασυμβατότητα μεταξύ της πολιτικής της Τουρκίας περί μη αναγνωρίσεως και της συμμορφώσεώς της με τα κριτήρια της Κοπεγχάγης.
Με βάση το γεγονός ότι τα κριτήρια αυτά πήραν νομική υπόσταση για τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς και τα κράτη μέλη, μέσω της συγχωνεύσεώς τους στην προενταξιακή στρατηγική (βλ. Εταιρική Σχέση με την Τουρκία για την ένταξη), αυτό σημαίνει ότι θα υπάρχει επίσης συνεχές ασυμβίβαστο με την Εταιρική Σχέση για ένταξη.
Οι παράγραφοι 3, 5 και 6 -πρόταση 1 συνιστούν συνέχιση των παραβιάσεων των Συνθηκών του 1960 για την Κύπρο (στις οποίες η Τουρκία ανέλαβε, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση να αναγνωρίσει να σεβασθεί και να εγγυηθεί την εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας) ή, σε κάθε περίπτωση, εκφράζουν σαφή πρόθεση για τη συνέχισή τους. Επιπροσθέτως, τέτοιου είδους δηλώσεις είναι σαφώς ασυμβίβαστες με τις σχετικές αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών, του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνελεύσεως, ιδιαίτερα με την απόφαση 365 (1974) του Συμβουλίου Ασφαλείας (που ενέκρινε την απόφαση 3212 της Γενικής Συνελεύσεως) με την 367 (1975), την 541 (1983) και την 550 (1984).
Σε σχέση ιδιαίτερα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, η δήλωση της Τουρκίας, σε ό,τι αφορά τις παραγράφους 3 και 5, όπως επίσης τις παρ. 4 (πρόταση 1) και 6 (πρόταση 1) προκαταλαμβάνει την υιοθέτηση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο νομικά έγκυρων Αποφάσεων για την υπογραφή του Πρωτοκόλλου και την “επέκταση” του.
Οι λόγοι είναι για μια ακόμη φορά το ασυμβίβαστο με το αντικείμενο και τους σκοπούς τής “επεκτάσεως” του Πρωτοκόλλου, η γενική αρχή της ισότητας, η αρχή της αμοιβαιότητας όπως καθορίζεται στο Άρθρο 30 της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και στο Άρθρο 6 (3) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση («Η Ένωση θα σεβασθεί τις εθνικές ταυτότητες των Κρατών Μελών»).
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα παραπάνω, οι πρόνοιες της τουρκικής δηλώσεως, που περιλαμβάνουν ισχυριζόμενες επιφυλάξεις και δηλώσεις περί μη αναγνωρίσεως, δεν μπορούν παρά να απορριφθούν από την Κοινότητα και να αποσυρθούν ή καταλλήλως να τροποποιηθούν από την Τουρκία, η οποία πρέπει να δώσει τη συγκατάθεση της χωρίς κανέναν όρο, για την “επέκταση” του Πρωτοκόλλου.
Αυτό είναι ανεξάρτητο από άλλες πράξεις που μπορεί να αναλάβει η Κοινότητα απέναντι στη δήλωση της Τουρκίας (για τις παρ. π.χ. 2 και 4 -πρόταση 2), για την προστασία των νομίμων συμφερόντων της, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων της Κυπριακής Δημοκρατίας, η κρατική συνέχεια της οποίας από την ίδρυση της το 1960, είναι ένα αναμφισβήτητο νόμιμο γεγονός».
Παραθέτουμε το κείμενο της γνωμοδότησης στα αγγλικά:
EXECUTIVE SUMMARY OF JOINT OPINION OF 22 AUGUST 2005 ON TURKEY’S SIGNATURE OF THE PROTOCOL, DECLARATION AND EXCHANGE OF LETTERS
IAN BROWNLIE QC, JAMES CRAWFORD SC, ALAIN PELLET, DERRICK WYATT QC
The Turkish Declaration on Cyprus of 29 July 2005 contains purported reservations (paras. 3 and 5) and declarations of non-recognition (para. 4- sentence 1, para. 6-sentence 1) of the Republic of Cyprus, which have legal implications.
The purported reservations are incompatible with the object and purpose of the Ankara Agreement (including the “extension” Protocol) since refusal to recognise the Republic of Cyprus constitutes discrimination against Cyprus, in contravention of Article 58 of the Additional Protocol of 1970 which provides, inter alia, that the arrangements applied by Turkey in respect of the Community shall not give rise to any discrimination between Member States, their nationals or their companies or firms; and principles (equality) and provisions (Article 310) of the EC Treaty, and would, if endorsed by the EU, put the EU itself in breach of Article 6(3) of the Treaty on European Union (The Union shall respect the national identities of its Member States”).
The declarations of non-recognition amount to discrimination against Cyprus in contravention of Article 58 of the Additional Protocol of 1970; and give the appearance that Turkey is reserving the right for itself to subject performance of the Ankara Agreement in relation to the Republic of Cyprus to Turkey’s exercise of an autonomous politicaldiscretion and/or legal assessment based on criteria defined by Turkey alone, This places Cyprus in a different and less favourable position than the position of any other EU Member State as regards performance of the Ankara Agreement, since It creates uncertainty for Cyprus and for EU citizens and companies in relation to the exercise of Cyprus’ procedural and substantive rights under the Agreement. In this context, the fact that Turkey has to date regarded an embargo of Cyprus vessels under its non-recognition policy as being compatible with participation by Cyprus in the Customs Union supports the conclusion that a commitment by Turkey to maintain its present position on Cyprus can only create the abovementioned uncertainty.
Moreover, these declarations can only hinder the ability of competent authorities in Cyprus and Turkey to engage in such administrative cooperation as is appropriate to ensure due application of Articles 5 and 6 of Decision No 1/95 on the Customs Union, which prohibit quantitative restrictions on imports and exports and which are to be construed in accordance with the case-law of the ECJ applicable to Articles 28 and 29 EC (cf. Article 66 of Decision 1/95)