Αριστερή ταυτότητα και αποενοχοποίηση της επιθυμίας
Στην Ελλάδα οι ηλικίες που εμπνεύσθηκαν από το κοινωνικό μήνυμα του αντιδικτατορικού αγώνα, αγκάλιασαν τις ελπίδες που γέννησε η γενιά του Πολυτεχνείου και στις αρχές της δεκαετίας του ’80 συγκινήθηκαν από τις διακηρύξεις του Ανδρέα Παπανδρέου και του νεοσύστατου ΠΑΣΟΚ, σύντομα διέγνωσαν, εξαιτίας του κομματικού ανταγωνισμού στην «αριστερή όχθη», αποκλίσεις ανάμεσα στα ιδανικά και τις αντικειμενικές ευκαιρίες της πολιτικής πράξης.
Οι αριστερές ιδέες, που στο παρελθόν λειτούργησαν σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής, οικονομικής, πνευματικής και κοινωνικής ζωής ως μοχλός προόδου, εμφανίζονται σήμερα απισχνασμένες ζωοποιού δύναμης. Δεν λειτουργούν ως κινητήρια δύναμη που οργανώνει και προσανατολίζει τη διάχυτη επιθυμία για πρόοδο!
Οι διάφορες αριστερές απόψεις ανταποκρίνονται μεν στην ανάγκη για πολιτική ταυτότητα, αλλά συγχρόνως αδυνατούν ν’ απαντήσουν στο ερώτημα «ποιος είμαι;» (προτείνοντας σε αυτούς στους οποίους απευθύνονται λόγους πολιτικής ύπαρξης) και συνακολούθως να δώσουν απάντηση στο ερώτημα «πού πηγαίνω;» και να προσφέρουν ένα νόημα στον άνθρωπο των αριστερών ιδεών σ’ αυτό που αυτός είναι με αφετηρία αυτό που πρέπει να είναι. Και τέλος να ικανοποιήσουν την απαίτηση του ανθρώπου των αριστερών ιδεών για έναν πρακτικό οδηγό που θα προτείνει απαντήσεις στο ερώτημα «τι να κάνω;».
Το εκλογικό ποσοστό των κομμάτων της αριστερής όχθης των τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων δεν αντικαθρεφτίζει παρά τη συλλογική απογοήτευση των «ανθρώπων των αριστερών ιδεών», οι οποίοι διερωτώνται με σκεπτικισμό «το άλας εμωράνθη, εν τίνι αλισθήσεται», πλέον, η προσδοκία των ανθρώπων για μια κοινωνία της αλληλεγγύης;
Βεβαίως στη διαδρομή του πολιτικού βίου της χώρας από το 1920 και μετέπειτα ο «πολιτικός αριστερισμός» περιγράφεται ως ένα κράμα λαϊκισμού και ασκητισμού, διανοουμενισμού και αντιδιανουμενισμού, αυθορμητισμού και δογματισμού, ορθοδοξίας και αίρεσης, εργατισμού και ελιτισμού, μαρξισμού – λενινισμού και αντικομουνιστικού σοσιαλδημοκρατισμού, πάντα σε ποικίλες αναλογίες.
Η κατάσταση αυτή, αντανακλούσε κατά τους «μελετητές των Γραφών», την εσωτερίκευση ενός οράματος του λαού, θεωρητικού και μυθιστορηματικού συγχρόνως, από άτομα με αστική ή μικροαστική προέλευση.
Η εθνική αντίσταση και το κοινωνικό μήνυμα πού εξέπεμψε, αναμφιβόλως δεν εγκιβωτιώνεται σ’ αυτό το θεωρητικό καλούπι. Ο έλληνας αγρότης, ο κατά παράφραση των λόγων του εθνικού ποιητή, «ο καλός και αγαπημένος, ο πάντα ευκολόπιστος και πάντα προδομένος», άδραξε τα όπλα κατά των ξένων κατακτητών και των εγχώριων «νεοκοτσαμπάσηδων». Ήταν μια ανταπόκριση στο ανεκπλήρωτο κοινωνικό όραμα των πολεμιστών του αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας.
Αλλά «ήρθε χρόνος δίσεκτος και μήνες οργισμένοι» και οι «αδερφοφάδες» εδώ και πενήντα χρόνια να οδηγούν την Ελένη των Δεμεστίχων, την κατατρεγμένη χήρα του καπετάν- Μπακρόζου, να διαλέγεται με τη σκιά του δολοφονημένου, από ξενοκίνητα αδερφικά χέρια, άντρα της:
«Α, ρε Μπακρόζο, αφού αυτοί τα συμφώνησαν, εσύ τι γύρευες ν’ αλλάξεις;». Και απάντηση να μην παίρνει…
****
Η ανάπτυξη του «αναχωρητισμού», που παρατηρείται τελευταίως στον χώρο των «ανθρώπων των αριστερών ιδεών», είναι συγχρόνως προϊόν της κατάληξης του υπαρκτού σοσιαλισμού, της πολυδιάσπασης της «αριστερής όχθης», αλλά και μετατροπής της διάθεσης, του στυλ και κυρίως της «επικυριαρχίας» της αμερικανικής αντικουλτούρας και της διάδοσης της «φιλοσοφίας της επιθυμίας».
Έχει παρατηρηθεί, όχι χωρίς αυτοσαρκασμό, ότι «αυτοί οι γηράσκοντες αριστεροί, ψάχνουν σε διαδοχικά κύματα έναν τρόπο για να ενταχθούν στην κοινωνία χωρίς να φανεί στα ίδια τους τα μάτια ότι προδίδουν τον εαυτό τους.
Αν και παραμένουν αμφισβητίες στους τύπους έχοντας κάνει τον εσωτερικό απολογισμό τους, ανακαλύπτουν την “αποενοχοποίηση”, την αναγνώριση της επιθυμίας…».
Η έννοια του «αριστερού αναχωρητισμού» συμπυκνώνει, κατά τους ίδιους παρατηρητές, την αλλαγή της διάθεσης, της στάσης, των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών προτιμήσεων, των συμφερόντων που βρίσκονται σε κατάσταση εκκρεμότητας μετά την ολική ή μερική υποχώρηση της πίστης στη δύναμη των αριστερών ανθρωπιστικών ιδεών.
Η ιστορία, όμως, «κύκλους κάνει»…