Αναθεώρηση της αναθεώρησης, με φόντο εκλογές
Είναι φανερό πως η πορεία του Γʼ ΚΠΣ σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνεται στις προεκλογικές κορώνες του πρωθυπουργού και των στελεχών της ΝΔ, για επιτάχυνση της απορροφητικότητας και ενίσχυση των τομέων αιχμής της οικονομίας. Ο ρυθμός της απορροφητικότητας που τα έτη 2002 και 2003 αυξανόταν με ποσοστά 36% και 40%, το 2004 μειώθηκε κατά 4,2% σε σχέση με το 2003, με πρόβλεψη το 2005 η μείωση να φτάσει στο 25% σε σχέση με το 2004.
Ο υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας κ. Φώλιας, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την πορεία των Κοινοτικών Πλαισίων, ανέθεσε στην εταιρεία Kantor την ανάλυση ρίσκου (risk analysis) για όλα τα έργα του Γʼ ΚΠΣ, προκειμένου να στηρίξει το όλο εγχείρημα της αναθεώρησης που θα γίνει εντός του 2005, προτού τελειώσει η προηγούμενη αναθεώρηση που έκανε η ίδια κυβέρνηση στο τέλος του 2004, έτσι ώστε να δικαιολογήσει τη νέα πολιτική πρακτική που εξήγησα παραπάνω.
Δεν προβληματίστηκε καθόλου ο υφυπουργός και γενικότερα το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης για τους λόγους που η πορεία των έργων δεν ήταν αυτή που θα έπρεπε.
Και οι λόγοι είναι τρεις, τουλάχιστον, κατά την άποψή μου. Πρώτον, η αλλαγή νομοθετικού πλαισίου από τον κ. Σουφλιά για τα έργα, που είχε σαν αποτέλεσμα εντός του 2004 να μη δημοπρατηθεί κανένα έργο. Δεύτερον, η αλλαγή του ΦΠΑ, η οποία πρόσθεσε επιπλέον γραφειοκρατική εμπλοκή τουλάχιστον τριών μηνών. Τρίτον, η αλλαγή του στελεχιακού δυναμικού στις διαχειριστικές αρχές υπουργείων και περιφερειών με άτομα χωρίς την παραμικρή εμπειρία στις κοινοτικές διαδικασίες. Ο σχεδιασμός του Γʼ ΚΠΣ, που είχε γίνει από την προηγούμενη κυβέρνηση, και η κατανομή του στα ΠΕΠ και στα τομεακά προγράμματα των υπουργείων είχε τη λογική να προχωρήσει τις υποδομές σε δημόσια και ιδιωτικά έργα, προκειμένου να βελτιωθούν τόσο το σύστημα συνδυασμένων μεταφορών όσο και οι ενεργειακές υποδομές, αλλά και οι τομείς αιχμής της ελληνικής οικονομίας, που είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ο τουρισμός και οι υπηρεσίες, με στόχο την αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης, ο οποίος και επετεύχθη, και την αύξηση της απασχόλησης που είναι αποτέλεσμα όλων των παραπάνω.
Το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, με την ανακατανομή που επιχειρεί σε βάρος των τομεακών προγραμμάτων, προσπαθεί να επιρρίψει την ευθύνη της αλλοπρόσαλλης πρακτικής των δύο τελευταίων ετών στους ιδιώτες επενδυτές, στους ΟΤΑ και άλλους επιλέξιμους φορείς, οι οποίοι δεν φέρουν καμία ευθύνη για την καθυστέρηση, πρώτον, επειδή σε πολλά προγράμματα περίμεναν ενάμιση χρόνο για να υπογράψουν τελικές συμβάσεις κατόπιν των αρχικών εγκρίσεων που είχαν από την προηγούμενη κυβέρνηση στις αρχές του 2003 και, δεύτερον, επειδή πιέζονται να υποβάλουν μέσα σε ένα τρίμηνο πιστοποιήσεις για πάνω από το 50% των έργων τους, πράγμα αδύνατον μετά την καθυστερημένη έναρξή τους.
Επιπλέον, δεν έχουν ξεκινήσει ακόμα σε ορισμένα προγράμματα, π.χ. του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, οι πληρωμές ούτε καν για την πρώτη πιστοποίηση.
Άρα, δεν μπορώ να κατανοήσω σε τι χρειαζόταν η ανάλυση ρίσκου, αφού οι καθυστερήσεις και οι αδυναμίες είναι αποτέλεσμα της κυβερνητικής πρακτικής και όχι των προτάσεων που έχουν κατατεθεί από τους επιλέξιμους φορείς. Το πλέον όμως ανησυχητικό της όλης πρακτικής και η απόδειξη της παταγώδους αποτυχίας στον τομέα αυτό της κυβέρνησης είναι ότι υπάρχει πολύ μεγάλη καθυστέρηση στην υπογραφή των συμβάσεων, γεγονός που σημαίνει ότι στον ενάμιση χρόνο που απομένει έως το τέλος του 2006 πρέπει να «συμβολαιοποιηθεί» το μισό Κοινοτικό Πλαίσιο, ώστε να είμαστε εντός των χρονικών ορίων και να μπορέσουν οι πληρωμές να ολοκληρωθούν έως το 2008.
Θα το καταφέρει αυτό η κυβέρνηση έως το τέλος του 2006; Αν συνεχίσει με την πρακτική των προηγούμενων δύο ετών, είναι βέβαιο πως όχι.
Η στρατηγικοεκλογική αναθεώρηση της αδυναμίας της που επιχειρεί να κάνει η κυβέρνηση, με όπλο τα κοινοτικά κονδύλια, πλέον των άλλων, στερείται ακόμη και του στοιχειώδους οράματος για την πορεία της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Διότι, ακόμη και αν μέσω των ΠΕΠ καταφέρει να βελτιώσει τις υποδομές, είναι σε όλους γνωστό ότι τα έργα υποδομής είναι προϋπόθεση, αλλά δεν συνιστούν από μόνα τους ανάπτυξη.
Για τον λόγο αυτό, ας προσέξουν ο πρωθυπουργός και οι κύριοι του οικονομικού επιτελείου μήπως τελικά χάσουν και τα δύο, δηλαδή και τις εκλογές στην αυτοδιοίκηση και το στοίχημα της αξιοποίησης των κοινοτικών πόρων.