Όχι νέα υποχώρηση στις προκλήσεις της Άγκυρας

Όμως η εθνική οδύνη και οργή για το αναπάντεχο αυτό πλήγμα στην Κύπρο και την Ελλάδα δεν πρέπει να αποσπάσουν την προσοχή από δύο πολύ σημαντικά προσεχή γεγονότα, το Συμβούλιο Μονίμων Αντιπροσώπων και το άτυπο Συμβούλιο Υπουργών, που θα συνέλθουν αντιστοίχως στις 31 Αυγούστου και στις 1-2 Σεπτεμβρίου.

Η ελληνική πλευρά, πιεζόμενη, προέβη κατά τη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου σε μια μεγάλη υποχώρηση. Δεν επέμεινε μέχρι τέλους στην άμεση και επίσημη διπλωματική αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Άγκυρα. Η θέση αυτή απορρέει από τη νέα ιδιότητα της Κύπρου ως πλήρους και ισοτίμου μέλους της ΕΕ. Ασφαλώς, η Άγκυρα έχει πρόβλημα. Είναι το πρόβλημα της κατοχής της Βόρειας Κύπρου, που επιδιώκει να αντιπαρέλθει και να παραγράψει με πρόσχημα τους Τουρκοκυπρίους, επικαλούμενη μεταξύ άλλων το ολέθριο Σχέδιο Ανάν.

Η πραγματικότητα όμως είναι ότι η Άγκυρα επιχειρεί, με τον γνωστό προκλητικό τρόπο της, όχι μόνο να μην εκπληρώσει τον ελάχιστο όρο που ανέλαβε, την υπογραφή δηλαδή του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Συνδέσεως, αλλά να καταστήσει την υπογραφή του μπούμερανγκ για την ελληνική πλευρά και να πλήξει την υπόσταση της Κύπρου στην ΕΕ.

Η ελληνική πλευρά δεν μπορεί να δεχθεί υποβάθμιση της Κύπρου για να «βοηθήσει» την ενταξιακή προοπτική της Άγκυρας

Είναι προφανές ότι η ελληνική πλευρά δεν έχει κανένα περιθώριο αποδοχής της νέας τουρκικής παρασπονδίας, χωρίς να προκαλέσει μ’ αυτό τεράστια ζημιά στο Κυπριακό και στο σύνολο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Μια τέτοια πολιτική θα ακύρωνε στην πράξη και εκ των προτέρων την περιβόητη θεωρία, που αποτελεί στην ουσία ιδεολόγημα παρά διπλωματική πραγματικότητα, ότι η τουρκική ευρωπαϊκή προοπτική θα οδηγήσει στη λύση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων!

Εάν η Άγκυρα πιστεύει βασίμως ότι μπορεί να επιτύχει την αποσύνδεση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων από την ενταξιακή της πορεία, είτε με την παραπομπή τους σε βάθος χρόνου είτε, όπως στην περίπτωση του Κυπριακού, με την επιδιωκόμενη σιωπηρή αποδοχή από την ΕΕ της αμφισβητήσεως ενός κράτους – μέλους της, για ποιον λόγο θ’ αλλάξει πολιτική; Για ποιον λόγο θα πιστέψει ότι η ελληνική πλευρά θα έχει αργότερα το σθένος -που δεν έχει σήμερα- να πει «όχι» όταν θα έχουν κριθεί οι στρατηγικές αποφάσεις για την Τουρκία στο επίπεδο της ΕΕ;

Η Τουρκία επιδιώκει να επιβάλει ντε φάκτο λύσεις

Αντιθέτως, η Άγκυρα έχει ως σταθερή στρατηγική την επιβολή ντε φάκτο λύσεων. Εάν, π.χ., γινόταν αποδεκτή στην ΕΕ η αμφισβήτηση απ’ αυτήν της Κύπρου, μέσω της δηλώσεως που επισύναψε στο πρωτόκολλο, με την παρασκηνιακή συνέργεια της βρετανικής προεδρίας, θα κατήγαγε καίρια νίκη στο Κυπριακό. Θα άνοιγε τον δρόμο για την παραγραφή της τουρκικής κατοχής. Θα ακύρωνε το στρατηγικό πλεονέκτημα της εντάξεως της Κύπρου και θα άνοιγε τον δρόμο για την ντε φάκτο επιβολή του Σχεδίου Ανάν ως «λύσεως» στο Κυπριακό.

Κατά τον ίδιο τρόπο στο Αιγαίο, η ανοχή του casus belli και των ολοένα κλιμακούμενων παραβιάσεων και παραβάσεων του ελληνικού εθνικού χώρου και του ελληνικού FIR, όπως επίσης της θεωρίας των γκρίζων ζωνών, που η Άγκυρα συντηρεί και επεκτείνει, ενισχύει την πεποίθηση της Άγκυρας ότι δεν χρειάζεται να κάνει καμιά «παραχώρηση» για να στηρίξει την ευρωπαϊκή της πολιτική. Μπορεί, αντιθέτως, να συνεχίζει και να κλιμακώνει την πολιτική των τετελεσμένων γεγονότων για την αμφισβήτηση και την ανατροπή του στάτους κβο στο Αιγαίο. Από πού και πώς θα προέλθει η αναμενόμενη επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων;

Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί το αυτονόητο, ότι η ανάσχεση μιας πολιτικής δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων μπορεί να γίνει είτε με στρατιωτικά είτε με διπλωματικά μέσα ή με συνδυασμό των δύο. Η προσφυγή στα στρατιωτικά μέσα αποτελεί, βεβαίως, την εσχάτη επιλογή. Τι γίνεται όμως όταν αφοπλιζόμαστε μονομερώς και στο διπλωματικό πεδίο; Όταν δηλώνουμε ότι, σε κάθε περίπτωση, υποστηρίζουμε, ως δήθεν δική μας στρατηγική επιλογή, την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας;

Η Άγκυρα αισθάνεται ελεύθερη να συνεχίσει την πολιτική των αμφισβητήσεων, των προκλήσεων και της δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων. Επιδίδεται μάλιστα στο Αιγαίο σε μια συστηματική προσπάθεια να ενισχύσει, μετά την Αεροπορία, το τουρκικό Ναυτικό, με στόχο την κατάκτηση αεροναυτικής υπεροχής για να υπαγορεύσει από θέση ισχύος νέες «ρυθμίσεις» στο Αιγαίο και ανατροπή του στάτους κβο.

Από την άποψη αυτή είναι ενδεικτικοί οι έντονοι εξοπλισμοί, στους οποίους επιδίδεται, προσαρμοσμένοι σε επιθετικούς στόχους στο Αιγαίο. Η ίδια πολιτική και μεθοδικότητα ακολουθείται και στο διπλωματικό πεδίο. Προωθείται ανοιχτά στους σχετικούς διεθνείς οργανισμούς και στο ΝΑΤΟ η αμφισβήτηση του ελληνικού FIR πάνω από το μισό Αιγαίο, πέρα από τον 25ο Παράλληλο και διεκδικείται η ανάθεση στην Άγκυρα, στην περιοχή αυτή, της ευθύνης για έρευνα και διάσωση. Μέσα στο χαλαρό κλίμα της ελληνοτουρκικής «φιλίας», η Ελλάδα κινδυνεύει πάλι να πιαστεί στον ύπνο και να επιτρέψει στην Άγκυρα να επιτύχει ανέλπιστες νίκες στον κρίσιμο τομέα των διεθνών ρυθμίσεων που αφορούν στο καθεστώς του Αιγαίου.

Το δέον γενέσθαι

Ο πρωθυπουργός Καραμανλής και ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος κράτησαν κατά κάποιον τρόπο κλειστά τα χαρτιά τους, σχετικά με τη θέση που θα τηρήσουν η Ελλάδα και η Κύπρος στο Συμβούλιο Μονίμων Αντιπροσώπων και στο άτυπο Συμβούλιο Υπουργών. Αυτό από μόνο του λέει πολλά. Όταν τρίτες χώρες παίρνουν επισήμως θέση και ζητούν την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Άγκυρα, πριν από την έναρξη των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων με την ΕΕ, ως επιβεβλημένο μέρος της έννομης και θεσμικής τάξεως της ΕΕ, η σιωπή από την πλευρά των πρώτων ενδιαφερομένων έχει, ασφαλώς, το δικό της νόημα.

Ο καθένας είναι πρόθυμος να δεχθεί την ανάγκη προσεκτικών κινήσεων και ενδεχομένως διπλωματικών ελιγμών σε μια λεπτή συγκυρία, κατά την οποία διακυβεύονται πολιτικά και γεωπολιτικά συμφέροντα πολύ ευρύτερα από τον στενό ορίζοντα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Δεν πρέπει, όμως, η ελληνική πλευρά να διολισθήσει, με ιδεολογήματα, σε νέες απαράδεκτες υποχωρήσεις. Να μην αξιοποιήσει τη νέα ευρωπαϊκή συγκυρία, που παρέχει στην ελληνική πλευρά ισχυρά ερείσματα και προοπτική για την επιδίωξη μιας δίκαιης λύσεως του Κυπριακού, με βάση τις ευρωπαϊκές αρχές. Να μη θέσει πάνω σε στέρεη, σαφή και αυστηρή βάση το σύνολο των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, στο διαπραγματευτικό πλαίσιο Τουρκίας – ΕΕ.

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα το πρωτόκολλο, που επιχειρεί με προκλητικό τρόπο η Άγκυρα να παρακάμψει και να ακυρώσει στην πράξη τον ελάχιστο όρο που ανέλαβε στη Σύνοδο του Δεκεμβρίου, η λύση μπορεί να είναι απλή: Να αποσύρει η Άγκυρα τη δήλωσή της. Είτε με δική της πρωτοβουλία για να διευκολύνει την έναρξη των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων είτε έπειτα από σαφή δήλωση του Συμβουλίου Υπουργών ότι με την επισύναψη στο πρωτόκολλο της τουρκικής δηλώσεως περί μη αναγνωρίσεως της Κύπρου, δεν εκπληρώνεται ο ελάχιστος όρος που ετέθη στην τουρκική πλευρά από τη Σύνοδο Κορυφής. Τίποτε λιγότερο δεν καλύπτει την ελληνική πλευρά.

Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έστω και με όρους που παραπέμπουν στη γνωστή πολιτική του Ελσίνκι, πήρε θέση -πρώτη φορά- προς την κατεύθυνση μιας επανεξετάσεως της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στα Ελληνοτουρκικά και ειδικότερα μιας πιο σταθερής στάσεως, στο πνεύμα των δηλώσεων του γάλλου πρωθυπουργού Ντε Βιλπέν.

Η δήλωση αυτή είναι ευπρόσδεκτη και θετική, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αποτελεί πυροτέχνημα και ότι πράγματι ανταποκρίνεται σε θέληση αλλαγής πολιτικής. Λυδία λίθος γι’ αυτό παραμένει η θέση του κόμματος πάνω στο Σχέδιο Ανάν και τις αντίστοιχες πολιτικές.

Η Ελλάδα και η Ευρώπη

Μετά τα δύο «όχι» στα δημοψηφίσματα της Γαλλίας και της Ολλανδίας για το Ευρωσύνταγμα έχουν αποκρυσταλλωθεί και έχουν γίνει κτήμα μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής κοινής γνώμης ορισμένα βασικά ερωτήματα, που αφορούν στο μέλλον και στην προοπτική της ΕΕ.

Κεντρική θέση στα ερωτήματα αυτά κατέχουν η σκοπιμότητα και οι συνέπειες μιας άκριτης διευρύνσεως, που ως αποκορύφωμα θα περιελάμβανε και την Τουρκία. Ο σκεπτικισμός και ο προβληματισμός σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες είναι εντονότατος και απροκάλυπτος. Συνδέεται με την ίδια την ιδέα και το όραμα της Ευρώπης που στήριξαν οι λαοί αυτοί.

Είναι προφανές ότι με συμβατικά κριτήρια η Τουρκία δεν έχει καμία θέση στην ΕΕ. Αυτό δεν αποτελεί κανενός είδους «διάκριση» σε βάρος της Τουρκίας. Απορρέει από τη γεωγραφία, την ιστορία, τον πολιτισμό, τη δημογραφία, την οικονομία και την κοινωνία.

Η προσπάθεια των ΗΠΑ να προωθήσουν την Τουρκία στην ΕΕ συνδέεται με γεωπολιτικούς σχεδιασμούς. Ειδικότερα, με τη μεγαλεπήβολη και υπερφίαλη ιδέα μιας Νέας Ευρασίας, που θ’ αποτελέσει βάθρο μιας επιδιωκόμενης παγκόσμιας ηγεμονίας.

Η Ελλάδα μπορεί να είναι προσεκτική και να λαμβάνει υπ’ όψιν διάφορες ισορροπίες, πρέπει όμως να αξιολογεί με καθαρή σκέψη και αποφασιστικότητα τι εξυπηρετεί τα ζωτικά της συμφέροντα και τη θέση της στην Ευρώπη και τον κόσμο. Σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, πρέπει ειδικότερα να ενθυμείται ότι έχει και η ίδια λόγο και μερίδιο ευθύνης, για την προοπτική και το μέλλον της.

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου


Σχολιάστε εδώ