Το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων δέσμιο της ελληνικής πολιτειοκρατίας και της Πανορθοδόξου αβουλίας (Β΄ μέρος)
Έτσι, η Ελλάδα από εγγυήτρια δύναμη λειτούργησε και ως επιχώρια κυβέρνηση, εμπλακείσα στις διακρατικές μεταξύ Ισραήλ – Παλαιστινιακής Αρχής – Ιορδανίας ισορροπίες και επιρροές συμφερόντων έναντι του Πατριαρχείου, στις επικράτειες των οποίων αυτό εδρεύει και διακονεί.
Συνέπεια τούτου είναι να γίνει η χώρα μας αντί καταλυτικό μέρος της λύσεως μεγάλο μέρος του εσωτερικού προβλήματος του Πατριαρχείου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται κακό όχι μόνο για το ίδιο, αλλά και για όλο το αρχαίο αλληλοπεριχωρούμενο σύστημα των Ελληνορθοδόξων Πρεσβυγενών Πατριαρχείων της Ανατολής (Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα).
Συμπληρωματικά, να καταθέσουμε εδώ, προτού περάσουμε στο δεύτερο μέρος, μαρτυρία του 1901, σύμφωνα με την οποία τότε είχε εγκριθεί δάνειο από την ελληνική Εθνική Τράπεζα με εγγύηση της κυβερνήσεως για τις επιτακτικές τότε ανάγκες του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, που και τότε ήταν διχασμένο μεταξύ Πατριάρχου και Συνοδικών. Στην «Έκθεσιν της Επιτροπής επί των διαφορών εν τω Ορθοδόξω Πατριαρχείω Ιεροσολύμων» (σελ. 9), λέγεται επί λέξει το εξής, για εξαγωγή και συγχρόνων συμπερασμάτων: «Το Ελληνικόν δάνειον απηγορεύθη υπό της Επιτοπίου Κυβερνήσεως ως συνεπαγόμενον την υποταγήν εις ξένην Κυβέρνησιν».
Το δικό μας σχόλιο: Εάν για τη ματαίωση ενός δανείου υπήρξε τέτοια ερμηνεία, για την απαίτηση παραιτήσεως Πατριάρχου Ιεροσολύμων από «ξένην κυβέρνησιν», τι ερμηνεία θα μπορούσαμε να δώσουμε; Δεδομένου ότι η νόμιμη διαδικασία εκλογής, αναγνωρίσεως, παραιτήσεως, ή εκπτώσεως Πατριάρχου είναι αποκλειστική αρμοδιότητα των επιτοπίων κυβερνήσεων;
«Η Πανορθόδοξος αβουλία»
Το δεύτερο μέρος της έρευνάς μας φέρει τον τίτλο «Η Πανορθόδοξος αβουλία», αφού το ζήτημα -είμαστε βέβαιοι- δεν είναι μόνον πολιτικό, αλλά εξίσου -και κυρίως για μας- εκκλησιολογικό και Πανορθόδοξο. Ερχόμαστε, λοιπόν, στο Επίσημο Σύστημα Διοικήσεως της κατ’ Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας έναντι του προβλήματός μας.
Αυτό παρακολουθεί τα γιγνόμενα στα Ιεροσόλυμα, μετά μάλιστα την αλήστου μνήμης Πανορθόδοξο Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, του Μαϊου του 2005, και εκ του σύνεγγυς και εκ του μακρόθεν, ανάλογα του ενδιαφέροντος κάθε Τοπικής Εκκλησίας, «ιδείν το τέλος», ώστε αναλόγως να εκφραστεί. Σύρεται κατά κάποιον τρόπον και Αυτό από την πολιτειοκρατική νοοτροπία των Αθηνών, ενώ αντιτίθεται στις πάσης φύσεως πολιτειοκρατίες, κατά την κανονική τάξη. Εναποθέσαμε τις ελπίδες μας στον Καίσαρα. Φυσικά, και τι άλλο θα μπορούσαν να κάμουν οι κατά Τόπους Εκκλησίες, μέχρις ότου δουν το αποτέλεσμα των πολιτειοκρατικών μεθοδεύσεων, όπως τις περιγράψαμε; Εάν αυτές φέρουν καρπόν, θα τις επευλογήσουν και ενδεχομένως να διεκδικήσουν και μερίδιο. Εάν περιπλακεί η κατάσταση, τότε μια νέα Πανορθόδοξος θα προκύψει, οπωσδήποτε. Ποιας μορφής και ποιου σκοπού, αυτό θα φανεί από τη σύνολη εικόνα της στιγμής εκείνης. Για το τι πιστεύουμε επ’ αυτού, εκφράσαμε ήδη την άποψή μας στο προηγούμενο δημοσίευμά μας στο διαδίκτυο και στην εφημερίδα «Το Παρόν».
Πέραν των όσων περί κανονικότητος ή σχισματικότητος είπαμε στα προηγούμενα άρθρα μας, στηριζόμενοι στη σοφή γνωμάτευση του Καθηγητού Βλασίου Φειδά και σε άλλες σκέψεις ειδικών, και για να μην τις επαναλάβουμε πάλι, θα απαντήσουμε μόνο εδώ σε δύο καίρια, ιστορικοκανονικής φύσεως, τεθέντα σε μας ερωτήματα, κατ’ ακολουθίαν των πέντε ερωτημάτων, στα οποία απαντά ο καθηγητής του Κανονικού Δικαίου Π. Μπούμης (βλ. περιοδικό «Εκκλησία», Ιούνιος 2005, σσ. 474-476).
Πρώτο ερώτημα: Ποιο κανονικό όργανο και τίνι κανονικώ τρόπω αυτό ενεργεί, ώστε ένας Πατριαρχικός Θρόνος, εν προκειμένω των Ιεροσολύμων, να θεωρηθεί χηρεύων;
Και δεύτερο ερώτημα: Ισχύει στην πράξη, κατόπιν πειστηρίων, ο ΙΒ’ Κανόνας της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου για το πρόσωπο συγκεκριμένα του Πατριάρχη Ειρηναίου, γιατί περί αυτού του Κανόνος ο λόγος ειδικός και στην πρόσφατη Πανορθόδοξο της Κωνσταντινουπόλεως; Ο ΙΒ’ Κανόνας διαγορεύει ότι επίσκοπος ή ηγούμενος (εδώ συντρέχουν και οι δυο ιδιότητες στο πρόσωπο του νυν Πατριάρχη Ιεροσολύμων) εκδιώκεται και εκπίπτει της θέσεώς του, όταν κατασπαταλά εκκλησιαστική περιουσία και μάλιστα την προσφέρει, αντί στους ενδεείς ή στους ενορίτες, σε φορείς κοσμικής εξουσίας, πολύ περισσότερο, όταν ο ίδιος δεν κοπίασε να αποκτήσει την περιουσία αυτή. Επί λέξει ο Κανόνας: «…εκδιωχθήτω΄ ο μεν επίσκοπος του επισκοπείου, ο δε ηγούμενος του μοναστηρίου΄ ως σκορπίζοντες κακώς, α ου συνήγαγον».
Επί του πρώτου ερωτήματος: Ποιο όργανο και τίνι τρόπω ενεργεί αυτό, ώστε Πατριαρχικός ή Αρχιεπισκοπικός Θρόνος (εν προκειμένω ο Πατριαρχικός Θρόνος Ιεροσολύμων) να θεωρείται κατά την κανονική τάξη χηρεύων, διά της οδού της παραιτήσεως ή εκπτώσεως; Ο καθηγητής του Κανονικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Π. Μπούμης ορθά γνωμοδοτεί ότι το κανονικό όργανο είναι η Σύνοδος του Πατριαρχείου. Έτσι και η Πανορθόδοξος απεφάνθη.
Εποικοδομούντες εμείς στη θέση αυτή, φρονούμε ότι σε συνεδρία της Συνόδου, υπό την προεδρία του Πρώτου, δηλ. του Πατριάρχου, τίθεται το ζήτημα της παραιτήσεως ή εκπτώσεως είτε με Πατριαρχική βούληση επί οικειοθελούς παραιτήσεως είτε με πρωτοβουλία μέλους ή μελών της Συνόδου, σε περίπτωση αρνήσεως του Πατριάρχου να παραιτηθεί, οπότε η Σύνοδος διά πλειοψηφίας οριστικοποιεί τη διαδικασία παραιτήσεως διά της εκπτώσεως.
Η Συνοδική Πράξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας επιβεβαιώνει την ανωτέρω διαδικασία παραιτήσεως ή εκπτώσεως και μόνο διά της Συνόδου και δι’ ουδενός άλλου οργάνου ή φορέως ή προσώπου, πολιτικού ή εκκλησιαστικού, εκτός Συνόδου. Έχουμε την περίπτωση στην Εκκλησιαστική Ιστορία, π.χ., της παραιτήσεως του Πατριάρχου -πάλι Ιεροσολύμων- Δαμιανού στη συνεδρία της Πατριαρχικής Συνόδου στις 13 Δεκεμβρίου 1908. Ο πρώτος τη τάξει Τιβεριάδος Μελέτιος ζήτησε την παραίτηση του Πατριάρχου. Διαβάζουμε στην «Πράξιν της Ιεράς Συνόδου» τα εξής επί λέξει: «Ο Άγιος Τιβεριάδος βεβαιοί ότι πράγματι είναι κοινή η πεποίθησις ότι επιβέβληται απαραιτήτως η παραίτησις της Α.Μ. και ότι ήδη εγένοντο προσυσκέψεις συνοδικών και υπεγράφη αίτησις προς την Α.Μ. περί παραιτήσεως υπό των πλείστων συνοδικών». Διαβάστηκε η αίτηση παρουσία του Πατριάρχου, ο τελευταίος διαφωνήσας αποχώρησε, και η Σύνοδος συνέχισε το έργο της υπό την προεδρία του Πρώτου τη τάξει, δηλ. του Τιβεριάδος Μελετίου, και εκήρυξε έκπτωτο τον Πατριάρχη του Θρόνου με ευρεία πλειοψηφία. Αυτή είναι η κανονική τάξη και ιδιαίτερα η παράδοση στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων για τη διαδικασία παραιτήσεως ή εκπτώσεως.
Και πρόσφατα (Μάρτιος 2005) στην περίπτωση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστοδούλου, σε συνεδρία της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, τέθηκε από μέλος της Συνόδου ζήτημα παραιτήσεως του Αρχιεπισκόπου. Συζητηθέν, με πρόταση του ιδίου του Αρχιεπισκόπου κατ’ εκείνη τη συνεδρία, απερρίφθη σχεδόν ομοφώνως το αίτημα.
Στην περίπτωσή μας τώρα, ούτε ένας συνοδικός στις συνεδρίες της Πατριαρχικής Συνόδου Ιεροσολύμων, υπό την Προεδρία του Πατριάρχη Ειρηναίου, μέχρι τα μέσα Μαΐου 2005, που γίνονταν συνεδριάσεις, έθεσε ζήτημα παραιτήσεως του Πατριάρχη. Αντίθετα μάλιστα ο νυν «τοποτηρητής», ο και πάλι υποψήφιος μεταξύ των δεκατριών, σε συνεδρία της Συνόδου των αρχών του Μαΐου, γενομένης συζητήσεως επί της παρούσης καταστάσεως στο Πατριαρχείο, δήλωσε πρωτοβούλως περίπου τα εξής: «Μακαριώτατε, εμείς σας στηρίζουμε. Σεις να υποστηρίξετε και να αποδείξετε στους συκοφάντες και στα καταγγελόμενα την αθωότητά σας». Ουδείς άλλος Συνοδικός αντείπε, ζητώντας εν συνεδρία της Συνόδου, όπως κανονικά θα έπρεπε, την παραίτηση του Πατριάρχου.
Ο πρώτος θέσας θέμα παραιτήσεως ήταν ο νυν εκ των δεκατριών υποψηφίων Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίνης Αρίσταρχος, μέλος και αρχιγραμματέας της Συνόδου Ειρηναίου, όχι, φυσικά, σε συνεδρία της Συνόδου (σε αυτές ήταν αφωνότερος ιχθύος) αλλ’ ενώπιον των εκπροσώπων στα Ιεροσόλυμα του Κράτους της ελληνικής τηλεθέασης. Η πράξη του αυτή ήταν και ελέγχεται ξένη και αντίθεση προς την κανονική τάξη και δεοντολογία, που περιγράψαμε ποια είναι. Η δήλωση του Κωνσταντίνης στα τηλεοπτικά δίκτυα ήταν πράξη πολιτική, υπαγορευθείσα και υποστηριχθείσα προφανώς από τα όργανα της ελληνικής πολιτειοκρατίας, που τον θέλει, όπως φημολογείται, και διάδοχο του Ειρηναίου. Όλοι τον είδαμε από τις τηλεοράσεις, χαμαί βλέποντα, να θέτει θέμα παραιτήσεως του Πατριάρχου, λίαν «ευσυγκίνητος». Ειρήσθω εν παρόδω, ότι ο Ειρηναίος τον τίμησε με τη θέση του αρχιγραμματέως. Από τη θέση αυτή, κατ’ έγκυρες πληροφορίες μας, υπονόμευε τον Πατριάρχη του, αποκρύπτοντας την εισερχόμενη αλληλογραφία προς Αυτόν, και βραχυκυκλώνοντας τις προγραμματισμένες Πατριαρχικές επισκέψεις και ακροάσεις, με σκοπό την απομόνωσή του.
Για όλα αυτά και άλλα πολλά (για αυτά τα άλλα πολλά ίσως θα πρέπει να επανέλθουμε) τα εκκλησιαστικά επακολουθήσαντα ως πράξεις και όργανα διοικήσεως και δικαιοσύνης (τριμελής επιτροπή, τοποτηρητής, σύνοδος, συνοδικό δικαστήριο, διαδικασία νέας Πατριαρχικής εκλογής, υπάρχοντος Πατριάρχου) εμπεριέχουν τα σπέρματα της αντικανονικότητος στη χειρότερη μορφή της, της φατρίας και του σχίσματος, που την είδαμε «ιδίοις όμμασιν» από τις τηλεοράσεις με την εκτός συνοδικών διαδικασιών αποσκίρτηση κατά δόσεις και καθ’ ομάδας μελών της Συνόδου και προδοσία του Πρώτου των, ώστε να σχηματισθεί ο παράνομος και αντικανονικός εσμός των 2/3, με εκβιασμούς και ανταλλάγματα και εις αντίθεσιν κατά το γράμμα και το πνεύμα και προς τον ιορδανικό νόμο του 1958 ως προς τους 2 όρους-προϋποθέσεις εκπτώσεως του Πατριάρχου, όταν δεν παραιτείται. Έτσι, εξηγείται και το επαίσχυντο φαινόμενο σήμερα να είναι όχι ένας, αλλά δεκατρείς (και άλλοι δέκα από πίσω καραδοκούντες) οι επίδοξοι διάδοχοι του Πατριάρχη Ειρηναίου, και όλα αυτά με την urbi et orbi συνδρομή του ελληνικού πολιτειοκρατικού μηχανισμού, που λειτούργησε και λειτουργεί ως υπομόχλιο της σημερινής τραγωδίας και ανωμαλίας στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων.
Το αντικανονικό αυτό διοικητικό μόρφωμα της φατρίας και του σχίσματος απέναντι στον Πατριάρχη επευλογήθηκε ως Σύνοδος, ως πλειοψηφία της Συνόδου, στην Πανορθόδοξο Σύνοδο του Φαναρίου ευτυχώς μόνο από τα μισά από το σύνολο των 14 μελών, που δικαιούνταν να μετάσχουν της Συνόδου. Γι’ αυτό και συνεκδοχικά και κατ’ αλληλουχία και η περί μη μνημονεύσεως στα δίπτυχα απόφαση – τιμωρία του Πατριάρχου Ιεροσολύμων, χωρίς μάλιστα να κινηθεί η κανονική διαδικασία της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, είναι από μόνη της κανονικά και νομικά αβάσιμη και ως εκ τούτου μη δεσμευτική για τους Προκαθημένους των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Την κανονική εκκλησιαστική συνείδηση εκφράζουν μόνο όσοι Προκαθήμενοι μνημονεύουν τον Ειρηναίο. Οι άλλοι προστέθηκαν ως κρίκοι στην όλη αλυσίδα της ιεροσολυμιτικής αντικανονικότητος, αντί να τη σπάσουν και να βάλουν κανονική τάξη, με εκκλησιολογικά και μόνο κριτήρια.
Επί του δευτέρου ερωτήματος: Ισχύει για τον Πατριάρχη Ειρηναίο προσωπικά ο προμνημονευθείς ΙΒ’ Κανόνας, που λέγει: «…εκδιωχθήτω΄ ο μεν επίσκοπος του επισκοπείου, ο δε ηγούμενος του μοναστηρίου΄ ως σκορπίζοντες κακώς, α ου συνήγαγον»; Δηλαδή, ο Πατριάρχης Ειρηναίος αντί να συναγάγει εσκόρπισε προς φορείς εξουσίας και υπέρ εαυτού προσωπικά την σε κτήματα και χρήματα περιουσία των Παναγίων Προσκυνημάτων; Χωρίς μάλιστα να κοπιάσει και ο ίδιος για την απόκτησή τους;
Η πολιτεία του όμως δείχνει το αντίθετο. Ως Έξαρχος του Παναγίου Τάφου επί 25 σχεδόν χρόνια νοικοκύρεψε και αύξησε την περιουσία του Παναγίου Τάφου στην Ελλάδα. Πολιτειοκρατικές επεμβάσεις για έλεγχο της κτηματικής και λοιπής περιουσίας της Εξαρχίας του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα και της προσωπικής του Πατριάρχου και των συγγενών του προς ενίσχυση του κατηγορητηρίου εναντίον του (δεν είναι φαίνεται ικανοποιητικά τα μέχρι τούδε στοιχεία εις βάρος του) ουδέν αποτέλεσμα απέδωσαν. Τι κρίμα! Από τη μια τον θέλουμε για λόγους σεβασμού της πατριαρχικής τιμής ως Πρώην, από την άλλη όμως τον εξευτελίζουμε με όλες τις εις βάρος της προσωπικότητός του μεθοδεύσεις και ενέργειες. Βέβαια, οι Αγιοταφίτες συνεργοί της Ελληνικής Πολιτειοκρατίας προχώρησαν ακόμη περισσότερο· τον έκαμαν μοναχό· κάποιοι τον ήθελαν και στην τάξη των λαϊκών.
Ως Πατριάρχης, πατριαρχικά κτήματα διαφόρου χρήσεως, υπό καταπάτηση για διαφόρους λόγους (καταστήματα, διαμερίσματα, γη, αποζημιώσεις) περισώθηκαν ή διεκδικούνται δικαστικά επί των ημερών του. Στην ομιλία του ενώπιον της Πανορθοδόξου Συνόδου του Φαναρίου παραθέτει, πέραν των εγγράφων-πειστηρίων, και κατάλογο επί λέξει: «εξαγοράς προστατευομένων συμβάσεων και επανακτήσεως κυριότητος και άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί των γαιών του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων».
Φυσικά, αφύσικα και αντικανονικά, αυτά δεν ελήφθησαν υπόψη. Γιατί έπρεπε εντός μίας ημέρας να υπάρξει κάποια απόφαση καταδικαστική, έστω και άνευ δίκης, έτσι για τις εντυπώσεις, μήπως και υποκύψει στην παραίτηση ο Πατριάρχης, για να ικανοποιηθεί η αθηναϊκή πολιτειοκρατία. Έρχεται όμως το πόρισμα της Παλαιστινιακής Αρχής, 45 σελίδων αραβιστί, (πιστεύουμε να το έχουμε προς μελέτην και αγγλιστί και ελληνιστί), που αθωώνει πανηγυρικά τον Πατριάρχη και επιβεβαιώνει αυτό το πόρισμα τον ΙΒ’ Κανόνα της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, ότι δηλαδή ο Πατριάρχης προσωπικά και δεν «σκορπίζει» αλλά μάλλον και «συνάγει». Μόνο η Αθήνα στενοχωρήθηκε και άρχισε να διαδίδει και να γράφει ότι ήταν πληρωμένο το πόρισμα. Πλην και πάλι η Παλαιστινιακή Αρχή εμμένει σε αυτό, ως αυθεντικό και αντικειμενικό, ασχέτως ότι ο πρόεδρος των Παλαιστινίων εκβιασθείς, ως γνωστόν, υπέγραψε την έκπτωση Ειρηναίου. Ο ΙΒ’ Κανόνας μάλλον θα έπρεπε να έχει εφαρμογή κυρίως για πολλούς από τους σήμερα συγκροτούντες την από φατρίας και σχίσματος συγκροτιθείσα «παρα-σύνοδο».
Να γιατί επιμένουμε σε νέα Πανορθόδοξο Σύνοδο, ώστε εις βάθος, και ανεπηρέαστα από πολιτειοκρατικές παρεμβάσεις, να ερευνήσει μεταξύ άλλων και την εφαρμογή του κανόνος αυτού με εκκλησιολογικά και μόνο κριτήρια από του Πατριάρχου μέχρι και του τελευταίου Αγιοταφίτου μοναχού. Να πούμε εδώ επίσης ότι, άμα τη ενάρξει της πατριαρχίας του Ειρηναίου, τα παγκάρια των Παναγίων προσκυνημάτων άρχισαν να ελέγχονται με κλειδαριές. Πρώτα ήσαν ανεξέλεγκτα στα χέρια μεμονομένων διαχειριστών Αγιοταφιτών. Οι δε ασύδοτες και άνευ αδείας μετακινήσεις στην Ελλάδα Αγιοταφιτών, για εξάσκηση ζητειών τάχα για τα Πανάγια Προσκυνήματα αλλά προς ίδιον όφελος, ανήκουν στο παρελθόν. Όλοι είχαν μάθει να εργάζονται στον αμπελώνα του Κυρίου, αλλά ο καθένας το κρασί, αντί να το βάζει στο κοινό ασκί, να το διοχετεύει στο δικό του ασκί. Όλα αυτά είναι σκόρπισμα ή συναγωγή και νοικοκύρεμα της πατριαρχικής περιουσίας επί Ειρηναίου; Τους ανέτρεψε τα επί Διοδώρου, ασθενούντος επ’ αρκετώ ήδη «χρηστά» ήθη. Και το καταληκτικό ερώτημά μας είναι: Τι κάμνει ειδικότερα η Εκκλησία της Ελλάδος, στην έδρα της οποίας¨μεθοδεύονται οι πολιτειοκρατικές παρεμβάσεις επί εκκλησιαστικού εδάφους στα Ιεροσόλυμα, «η πάντοτε εκ παραδόσεως αρωγός λόγοις τε και πράξεσι του παλαιφάτου Πατριαρχείου Ιεροσολύμων», κατά τη σχετική ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου των Αθηνών και την ιστορική διαπίστωση του γεγονότος αυτού στην Πανορθόδοξο Σύνοδο;
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος, ως πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, καίτοι προσχωρήσας στην άνευ δίκης απόφαση των εξ επί συνόλου δεκατεσσάρων, γενόμενος ο ίδιος έβδομος για να επιτευχθεί έστω και το ήμισυ υπέρ κάποιας αποφάσεως της Πανορθοδόξου, που εμφανίστηκε διθυραμβικά τηλεοπτικά και δημοσιογραφικά ως πλειοψηφία -εννοείται επί των παρόντων και όχι επί του συνόλου-, έκαμε στις προσυνοδικές συσκέψεις του Φαναρίου την πολύ σοφή πρόταση μιας προσπάθειας συμφιλιώσεως και μεταβάσεως ενδεχομένως αντιπροσωπείας του Πανορθοδόξου σώματος επί τόπου για τον σκοπό αυτό. Και εκπρόσωποι των άλλων Εκκλησιών το ίδιο φρονούσαν κατά συνείδηση, όπως, π.χ., των Πατριαρχείων: Αλεξανδρείας, Γεωργίας, Αντιοχείας, και της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Πολωνίας, πρωτοσταντούντος φυσικά του σοφού Αρχιεπισκόπου Πολωνίας Σάββα. Ενώ άλλα δυο Πατριαρχεία, Σερβίας και Βουλγαρίας, και η Αυτοκέφαλη Εκκλησία Τσεχίας δεν απέστειλαν εκπροσώπους για ευνοήτους λόγους, και όχι «μη δυνηθέντες».
Ενδεχομένως το Πατριαρχείο της Σερβίας, που τις μέρες εκείνες βρίσκονταν σε τακτική Σύνοδο της Ιεραρχίας, βρήκε πρόσχημα μη δυνατότητος συμμετοχής, πρώτης τάξεως άλλοθι, να αποφύγει την αποστολή αντιπροσώπου.
Η θέση αυτή του Χριστοδούλου και άλλων Προκαθημένων θεωρούμε ότι εξακολουθεί να έχει τη δυναμική παραγωγικής εκκλησιολογικής προσεγγίσεως του θέματος προς λύση. Οι πολιτειοκρατικές μεθοδεύσεις, ως πολύ επικίνδυνες και αναποτελεσματικές για τα πολύ ευαίσθητα εκκλησιαστικά θέματα, πρέπει να δώσουν τη θέση τους στην εκκλησιολογική αντιμετώπιση της κρίσεως για πολλούς και ευνόητους λόγους που αναπτύξαμε. Η πρόταση αυτή ρίφθηκε στον κάλαθο των αχρήστων σχεδόν, διότι το κλίμα ήταν προδιαγεγραμμένο με προαποφασισμένα και πριν την Πανορθόδοξο τετελεσμένα.
Αυτά προς το παρόν και προς «Το (πανταχού) Παρόν», και όπου αλλού αρμοδίως διά της ιστοσελίδος του Ιδρύματος Εθνικού και Θρησκευτικού Προβληματισμού στη Θεσσαλονίκη (users.auth.gr/inra). Εάν χρειαστεί θα επανέλθουμε, λόγω ειδικότητας ακαδημαϊκής και ευαισθησίας, ως Εκκλησιαστικού Ιστορικού, στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής ελευθερίας μας, αλλά με σεβασμό και εκτίμηση προς όλα τα εμπλεκόμενα ανεξαιρέτως πρόσωπα.
Αναλύουμε και κρίνουμε καταστάσεις και όχι πρόσωπα. Για μας ισχύει το: «φίλος μεν Πλάτων, φιλτάτη δε η αλήθεια». Οι Έλληνες είμαστε, και ίσως πρέπει να είμαστε, «αεί παίδες», κάποιες φορές όμως πρέπει να ενεργούμε ως «ώριμοι πολίτες».