Η υποψηφιότητα Λαφοντέν αναδιατάσσει την πολιτική σκηνή

Τη μεγαλύτερη ευθύνη για αυτήν την εξέλιξη φέρουν τα ίδια τα δύο δεξιά κόμματα, των Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών, που πιστεύοντας ότι παίζουν χωρίς αντίπαλο αποκάλυψαν πολύ έγκαιρα το βαθιά αντιλαϊκό τους πρόσωπο. Κορυφαίες και πιο χαρακτηριστικές στιγμές στη διαδικασία αποκαθήλωσης χαρακτηρίζονται οι εξής: Πρώτα και κύρια, η εξαγγελία της υποψήφιας για την καγκελαρία, Άγγελα Μέρκελ, ότι θα αυξήσει τον ΦΠΑ κατά δύο ολόκληρες μονάδες! Οι σοσιαλδημοκράτες άδραξαν την ευκαιρία που τους προσφέρθηκε και επικέντρωσαν την προπαγάνδα τους σε αυτό το μέτρο, δείχνοντας πόσο άνιση θα γίνει η φορολογία για τα λαϊκά εισοδήματα, όπως και τις νέες επιβαρύνσεις που θα προκύψουν αμέσως. Κυκλοφόρησαν στο πλαίσιο αυτής της καμπάνιας, για παράδειγμα, μια αφίσα που έδειχνε την τιμή ενός φορητού υπολογιστή από 999 ευρώ που στοιχίζει τώρα να αυξάνεται στα 1.017 ευρώ μετά την εκλογή της Δεξιάς! (Εντελώς ασυνείδητα εδώ εγείρεται το ερώτημα για το κόστος που θα είχε πληρώσει στην Ελλάδα η Νέα Δημοκρατία, αν είχε προαναγγείλει από την προεκλογική περίοδο την αυθαίρετη αύξηση του ΦΠΑ). Εξίσου αρνητικά λειτούργησαν οι εξαγγελίες της Μέρκελ για μείωση του μη-μισθολογικού κόστους της απασχόλησης, δηλαδή των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, για προσήλωση της κυβέρνησής της στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα προτεραιοτήτων της Λισσαβώνας και το δημόσιο φλερτ της με το λεγόμενο «αγγλοσαξονικό μοντέλο», που στη λαϊκή συνείδηση είναι ταυτόσημο των ταξικών ανισοτήτων και της ασυδοσίας των δυνάμεων της αγοράς.

Νέο, κοινωνικό τείχος

Καθοριστικά επίσης στη συρρίκνωση της επιρροής της Δεξιάς συνετέλεσαν βαθιά διχαστικές έως και ρατσιστικές πολιτικά δηλώσεις που έκαναν στελέχη της εναντίον των κατοίκων της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις. Η οργή της Δεξιάς για τους κατοίκους των κρατιδίων της πάλαι ποτέ ΓΛΔ δεν έπεσε από τα σύννεφα. Απ’ όταν γκρεμίστηκε το Τείχος και έγινε η επανένωση, παρότι τα ανατολικά κρατίδια είχαν μόνο 11 εκατομμύρια ψηφοφόρους, λιγότερους δηλαδή και απ’ όσους ψηφοφόρους έχει το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας, αποτελούσαν μαύρη τρύπα για τα κόμματα της Δεξιάς, σε τέτοιο βαθμό που ανέτρεπαν εκ βάθρων την εικόνα που αναδυόταν από τα δυτικά κρατίδια. Στις εκλογές του 2002, για παράδειγμα, υπέρ των Σοσιαλδημοκρατών ψήφισε ένας στους πέντε Ανατολικογερμανούς, και υπέρ των Συντηρητικών μόνο ένας στους οκτώ. Η βασικότερη αιτία έγκειται στο τεράστιο κοινωνικό κόστος που κατέβαλαν οι κάτοικοι της Ανατολικής Γερμανίας για την ενσωμάτωσή τους στο «νέο, γενναίο κόσμο», που τους υποσχόταν εκείνη την εποχή ο ένας εκ των τριών τεσσάρων αρχιτεκτόνων του, καγκελάριος Χέλμουτ Κολ. Ενδεικτικά, να αναφέρουμε πως η ανεργία μόνο, που αγγίζει σήμερα στα δυτικά το 9,5%, στα ανατολικά είναι διπλάσια, φθάνοντας το 19%. Μια αμυδρή ελπίδα ξεπεράσματος αυτού του «χάντικαπ» από τη Δεξιά δημιουργήθηκε όταν αποφάσισαν να ορίσουν ως υποψήφια για την καγκελαρία την Άγγελα Μέρκελ, που γεννήθηκε στην Ανατολική Γερμανία και μπορούσε να παρουσιαστεί ως πρότυπο ανόδου και επιτυχίας. Οι συμβολισμοί όμως δεν φάνηκαν ικανοί να γεφυρώσουν τα αβυσσαλέα κοινωνικά χάσματα. Βλέποντας έτσι οι Συντηρητικοί όχι απλώς να μην κερδίζουν την καγκελαρία εξαιτίας των ψηφοφόρων των ανατολικών κρατιδίων -κάτι που σε τελική ανάλυση δεν ξάφνιασε κανέναν- αλλά να κινδυνεύουν να τη χάσουν εξαιτίας τους, έβγαλαν τότε όλο τους το δηλητήριο. Ο βαυαρός ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών, Έντμουντ Στόιμπερ, δήλωσε, ξεχειλίζοντας από οργή, ότι «δεν είναι δυνατό να καθορίσουν το μέλλον της Γερμανίας οι αποτυχημένοι», ενώ εκθειάζοντας τους κατοίκους του κρατιδίου του, που ψηφίζουν εκ παραδόσεως τη Δεξιά, δήλωσε δημόσια πως «δεν είναι όλοι οι άνθρωποι τόσο έξυπνοι όσο οι Βαυαροί»!

Τρίτο κόμμα, με 10%

Ο πιο κρίσιμος όμως παράγοντας, που επέβαλε να μοιραστεί από την αρχή η πολιτική τράπουλα της Γερμανίας εις βάρος της Δεξιάς, ακούει στο όνομα Όσκαρ Λαφοντέν. Ο «κόκκινος Όσκαρ», όπως αποκαλείται συχνά από τα δυτικά μέσα, με την κάθοδό του στις εκλογές του Σεπτεμβρίου τερμάτισε απροειδοποίητα την απομάκρυνσή του από τα κοινά, που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1999, όταν ο Σρέντερ αποφασίζει να τον διώξει από το υπουργείο Οικονομικών εκπαραθυρώνοντας ταυτόχρονα και τις λαϊκές προσδοκίες που συνόδευσαν την ανάδειξή των Σοσιαλδημοκρατών στην εξουσία. Έκτοτε ξεκινάει και παγιώνεται η δεξιά πορεία του SPD, που στο αποκορύφωμά της το 2004 και το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους περιλάμβανε ακόμη και την κατάργηση επιδομάτων ανεργίας σε πολλές κατηγορίες μακροχρόνια ανέργων, αντιασφαλιστικά νομοσχέδια, κατάργηση του δωρεάν χαρακτήρα πολλών ασφαλιστικών παροχών, δίδακτρα στα τριτοβάθμια ιδρύματα κ.λπ. – μια ατζέντα, εν ολίγοις, τόσο αντιλαϊκή, που θα τη ζήλευε ακόμη και η «σιδηρά κυρία» της Αγγλίας. Ως αποτέλεσμα αυτών των κατακλυσμιαίων μέτρων, το κόμμα του Σρέντερ μέτραγε στις εκλογές των κρατιδίων τη μία ήττα μετά την άλλη και έβλεπε την επιρροή του να καταποντίζεται στο χαμηλότερο επίπεδο ολόκληρης της μεταπολεμικής περιόδου, με τη διελκυστίνδα ταυτόχρονα να γέρνει προς το μέρος της Δεξιάς, που εκμεταλλεύεται στο έπακρο την κρίση των Σοσιαλδημοκρατών. Αποτέλεσμα της αποστροφής που νιώθουν οι εργαζόμενοι για το SPD είναι τα αποτελέσματα δημοσκοπήσεων των τελευταίων εβδομάδων που του δίνουν από 24% μέχρι, το ανώτερο, 28%!

Αυτό το εκκρεμές, που με πανομοιότυπο τρόπο επαναλαμβάνεται σε όλη την Ευρώπη την τελευταία δεκαπενταετία, διαστρέφοντας τη λαϊκή βούληση και δυναμιτίζοντας τα θεμέλια του πολιτικού συστήματος, διακόπτεται απότομα με την αριστερή συμμαχία που συγκροτούν ο Όσκαρ Λαφοντέν εκ μέρους του νεοπαγούς Κόμματος Εργασίας και Κοινωνικής Δικαιοσύνης (το οποίο δημιουργήθηκε από συνδικαλιστές και πολιτικά στελέχη του SPD, που αποχώρησαν από αυτό σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη δεξιά πολιτική του) και ο Γκρέγκορ Γκίζι, του Κόμματος της Αριστεράς, που έχει τη βασικότερη δεξαμενή ψήφων του στην Ανατολική Γερμανία.

Ανατρέποντας κάθε πρόβλεψη, οι δημοσκοπήσεις το δείχνουν να κερδίζει στη χειρότερη περίπτωση 9% και στην καλύτερη 12%, με αποτέλεσμα να είναι βέβαιη η είσοδός του στη Βουλή, όπου αναμένεται να καταλάβει 60 έδρες, ξεπερνώντας με άνεση το απαγορευτικό όριο του 5%. Τα αιτήματα που συνέθεσαν το πολιτικό του προφίλ είναι τα εξής:

Κανένας μισθός κάτω από 1.400 ευρώ, αύξηση σε όλες τις συντάξεις, φορολογία στις χρηματιστηριακές συναλλαγές, αύξηση των φόρων που πληρώνουν τα υψηλά εισοδήματα, κατάργηση των αντεργατικών μέτρων που εφάρμοσε η κυβέρνηση του Σρέντερ και περιλαμβάνονται στη μισητή Ατζέντα 2010, αποχώρηση του γερμανικού στρατού από το Αφγανιστάν, ακόμη και επανεξέταση της σχέσης της χώρας του με το ΝΑΤΟ!

Το κυρίαρχο ερώτημα βέβαια στη Γερμανία είναι ένα και αφορά τη σύνθεση της κυβέρνησης που θα ανακύψει το βράδυ της 18ης Σεπτεμβρίου. Αυτή τη στιγμή (μετά την επίσημη άρνηση της αριστερής συμμαχίας να προσφέρει χέρι βοήθειας στον Σρέντερ, δηλώνοντας στις 5 Αυγούστου πως «δεν θα δείξουμε καμία ανοχή ούτε στον φιλελευθερισμό του Σρέντερ ούτε στον φιλελευθερισμό της Μέρκελ»,) πιθανότερο ενδεχόμενο θεωρείται η συγκρότηση μιας «μεγάλης συμμαχίας» μεταξύ Δεξιάς και Σοσιαλδημοκρατών που θα επιδιώξει να εφαρμόσει μέχρι τέλους τα αντεργατικά μέτρα της Ατζέντα 2010, βάζοντας το νυστέρι ακόμη πιο βαθιά. Ακόμη και έτσι όμως, μετά τη συγκρότηση της αριστερής συμμαχίας και την αναδιάταξη της πολιτικής σκηνής, τίποτε δεν θα είναι όπως παλιά.


Σχολιάστε εδώ