Διπλωματικό πόκερ των μεγάλων της Ε.Ε. με «ατού» την Κύπρο

Αν και από πλευράς της Κυπριακής Δημοκρατίας διατυπώθηκαν ορισμένοι προβληματισμοί για επιμέρους τακτικούς χειρισμούς, ωστόσο Αθήνα και Λευκωσία επιμένουν ότι θα πρέπει η Τουρκία να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο (να μη μείνει στην εκπλήρωση της τυπικής υποχρέωσης της υπογραφής του), που ουσιαστικά σημαίνει και αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Αν και τόσο η Αθήνα όσο και η Λευκωσία αναγνωρίζουν τα νέα δεδομένα που έχει δημιουργήσει η παρέμβαση της Γαλλίας και άλλων χωρών (ότι δηλαδή η Τουρκία οφείλει να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλιώς δεν είναι δυνατόν να αρχίσουν ενταξιακές διαπραγματεύσεις), ωστόσο αυτό που πρωτίστως τους ενδιαφέρει είναι να εκμεταλλευτούν ορισμένα θετικά σημεία γύρω από την κινητικότητα που δημιουργείται για το Κυπριακό, χωρίς όμως να πέσουν σε παγίδα και να συμπορευτούν με τη «σκληρή γραμμή» του Παρισιού.

Άλλωστε στη συνάντηση που είχαν την περασμένη Πέμπτη στην Αθήνα ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής και ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Τάσσος Παπαδόπουλος, η ελληνική πλευρά έδειξε ότι δεν είναι στις προθέσεις της να θέσει βέτο στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας, όπως αντιστοίχως επεσήμανε και η κυπριακή πλευρά. Εξάλλου, τόσο ο κ. Παπαδόπουλος όσο και ο κ. Καραμανλής ήταν σαφείς στο ότι πρέπει να προχωρήσει η διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Μέσα απ’ αυτήν δε τη διαδικασία -και με τη θέσπιση ενός «οδικού χάρτη»- η κυπριακή πλευρά θα μπορεί να είναι κριτής της τουρκικής στάσης.

Πάντως, παρά τη σύγκλιση στις βασικές στρατηγικές επιλογές, η οποία επιβεβαιώθηκε κατά τη συνάντηση Καραμανλή – Παπαδόπουλου, υπήρξε και επιμέρους διαφοροποίηση σε θέματα τακτικών ελιγμών.

Η κυπριακή πλευρά εξέφρασε προβληματισμό ως προς τη δήλωση της Άγκυρας για μη αναγνώριση, υποστηρίζοντας, και με βάση γνωμοδοτήσεις έγκριτων διεθνών νομικών, πως αυτή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να παράγει «νομικά αποτελέσματα».

Έθεσε επίσης το ερώτημα για το πώς μπορεί η Κύπρος να παίξει τον ρόλο της και να πραγματοποιήσει τους απαραίτητους ελέγχους στην τουρκική προσπάθεια εκπλήρωσης των όρων ένταξης της ΕΕ, αφού ως μη αναγνωρισμένο από την Τουρκία κράτος δεν έχει ούτε τη στοιχειώδη διπλωματική αντιπροσωπεία στην Άγκυρα.

Επιπροσθέτως, μείζον πρόβλημα θεωρεί η κυπριακή πλευρά και το ότι το υπογεγραμμένο Πρωτόκολλο, μαζί με τη μονομερή δήλωση περί μη αναγνώρισης (που επισυνάπτεται ως έγγραφο), θα κυρωθούν και θα ψηφιστούν από την Τουρκική Εθνοσυνέλευση, κάτι που σημαίνει ότι αυτή η δήλωση αποκτά θεσμική υπόσταση, επηρεάζει τις τουρκοκυπριακές σχέσεις και θα διέπει ακόμα και τις εμπορικές συναλλαγές της Τουρκίας με την Κύπρο, μολονότι το Πρωτόκολλο Σύνδεσης αναφέρει άλλα πράγματα. «Θα είναι μια πολιτική μακράς διάρκειας, δεσμευτική για κάθε τουρκική κυβέρνηση», επισημάνθηκε.

Προς αυτήν την κατεύθυνση, η κυπριακή πλευρά έθεσε το θέμα να ζητηθεί «η ανάκληση εκ μέρους της Τουρκίας της δήλωσης περί μη αναγνώρισης». Δηλαδή η Ευρωπαϊκή Ένωση να απαιτήσει από την Τουρκία να ανακαλέσει τη δήλωση και το σχετικό κείμενο. Η κυπριακή πλευρά πρότεινε το θέμα αυτό να τεθεί στη συνεδρίαση του Συμβουλίου Μονίμων Αντιπροσώπων (ΚΟΡΕΠΕΡ), η οποία θα έχει ως αντικείμενο να προσδιορίσει τη στάση της ΕΕ έναντι της τουρκικής δήλωσης.

Το ΚΟΡΕΠΕΡ, σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, θα έκρινε ότι η δήλωση της Τουρκίας είναι μονομερής και δεν έχει καμία νομική ισχύ.

Προς τούτο είχε ζητηθεί και σχετική γνωμοδότηση της Νομικής Επιτροπής της Κομισιόν. Η ελληνική πλευρά, μάλιστα, ήταν σε γενικές γραμμές σύμφωνη με αυτήν την κατεύθυνση, εκτιμώντας ότι αφενός καλυπτόταν και αφετέρου δεν αναιρούσε την πάγια θέση της για αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η κυπριακή πλευρά φαίνεται ότι θέλει να εξαντλήσει όλα τα πολιτικά περιθώρια για μια ενιαία και κατ’ αρχήν καθαρά πολιτική αποδοκιμασία της τουρκικής δήλωσης από την ΕΕ ώστε πολιτικά να είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένο το τοπίο τόσο στην ΕΕ, όσο και στο πλέγμα των ευρωτουρκικών σχέσεων.

Πάντως, για την ώρα, κοινή γραμμή πλεύσης για Αθήνα και Λευκωσία παραμένει η απαίτηση για εφαρμογή και όχι μόνο υπογραφή του Πρωτοκόλλου και, κατά συνέπεια, αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει, προς το παρόν τουλάχιστον, άμεση σύμπλευση με τη γραμμή των Γάλλων, οι οποίοι ζητούν να μην αρχίσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις πριν από την αναγνώριση.

Πάντως, στη συνάντηση Καραμανλή – Παπαδόπουλου δεν συζητήθηκε καθόλου το θέμα για το πώς θα κινηθούν και το τι θα πράξουν, αν η Τουρκία αρνηθεί τον ελλιμενισμό κυπριακών πλοίων και την προσγείωση στα αεροδρόμιά της αεροσκαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Επίσης συζητήθηκαν εναλλακτικές κινήσεις σε θέματα τακτικής, αναλόγως των εξελίξεων που θα υπάρξουν στις συνεδριάσεις των κοινοτικών οργάνων. Όπως μάλιστα τόνιζαν ελληνικοί και κυπριακοί διπλωματικοί κύκλοι, «υπάρχει και θα υπάρχει συναίνεση και συνεννόηση Αθήνας και Λευκωσίας για τις κινήσεις που θα γίνουν». Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, η ελληνική πλευρά διαβεβαίωσε τον κ. Παπαδόπουλο ότι δεν πρόκειται να αφήσει μόνη της την Κύπρο και θα σταθεί δίπλα της.

Πάντως, και στο προσκήνιο και στο παρασκήνιο, το παζάρι και οι διαβουλεύσεις για το τι μέλλει γενέσθαι με την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και την έναρξη στις 3 Οκτωβρίου των ενταξιακών διαπραγματεύσεων είναι έντονο και θα συνεχιστεί μέχρι την τελευταία στιγμή.

Η Γαλλία, με την κίνησή της να προβάλει την αναγνώριση της Κύπρου ως προϋπόθεση για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, εντείνει την κόντρα και την αντιπαράθεσή της με τη Βρετανία, που ασκεί στο τρέχον εξάμηνο την προεδρία στην ΕΕ. Ναι μεν οι Γάλλοι έδειχναν και στο παρελθόν μια συμπάθεια στην Κύπρο, ωστόσο δύσκολα ξεχνιέται το ότι ο πρόεδρος Σιράκ ήταν αυτός που πίεσε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον τον Τάσσο Παπαδόπουλο τον περασμένο Δεκέμβριο να μην επιμείνει στο να μπει στο κείμενο των συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής η επισήμανση πως η Τουρκία οφείλει όχι μόνο να υπογράψει αλλά και να εφαρμόσει αμέσως το Πρωτόκολλο.

Μέχρι έναν μεγάλο βαθμό, το Παρίσι κοντράρει τους Άγγλους με το θέμα της Κύπρου για να μπορέσει να αποσπάσει υψηλές επιδοτήσεις για τα γεωργικά προϊόντα, θέμα μείζον για τη Γαλλία, αλλά και περισσότερους κοινοτικούς πόρους. Επιπροσθέτως, ο Σιράκ έχει απέναντί του και την πλειονότητα της γαλλικής κοινωνίας, που δεν θέλει την Τουρκία στην ΕΕ, κάτι που έπαιξε σημαντικό ρόλο στο μαζικό «όχι» των Γάλλων στο δημοψήφισμα για το Ευρωσύνταγμα.

Η Βρετανία είναι ο κατ’ εξοχήν υποστηρικτής της ένταξης της Τουρκίας και πλέον το Λονδίνο ευθυγραμμίστηκε απόλυτα με τη θέση της Άγκυρας, ότι η αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία πριν από την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων αποτελεί πρόσθετο όρο στα όσα αποφασίστηκαν στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου του 2004.

Η Αυστρία και η Δανία ήταν εξαρχής κατά της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ και έδειχναν να προκρίνουν την «ειδική σχέση». Στη Γερμανία υπάρχουν τον Σεπτέμβριο εκλογές και οι Χριστιανοδημοκράτες, που προηγούνται αισθητά στις δημοσκοπήσεις λένε «όχι» στην ένταξη της Τουρκίας και συνεπώς ο Σρέντερ, που στήριζε κατ’ αρχάς την τουρκική ένταξη, αναγκάζεται, λόγω και της κοινής γνώμης, να αλλάξει στάση στο θέμα αυτό.

Πάντως, τόσο στην Αθήνα όσο και στη Λευκωσία πολιτικοί κύκλοι υπογραμμίζουν πως αν οι Γάλλοι εννοούν αυτό που λένε, ας το κάνουν, ας κάνουν πράξη τη θέση τους. Προσθέτουν επίσης πως αυτό οφείλουν να πράξουν και άλλες χώρες που έχουν ενστάσεις ως προς την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Επεσήμαιναν ακόμα πως «η Ελλάδα και η Κύπρος δεν θα πρέπει να γυρίσουν σε χειρισμούς που παραπέμπουν σε εποχές που όλη η Ευρώπη δεν ήθελε την Τουρκία, αλλά όλοι κρύβονταν πίσω από την Ελλάδα και την Κύπρο».


Σχολιάστε εδώ