Βαρύ το οικονομικό κλίμα στην Ευρωζώνη και στην Ελλάδα

Και συντάσσεται στη συνέχεια ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος. Ο δείκτης αυτός έχει υιοθετηθεί και από την ΕΕ, η οποία έχει καθορίσει τόσο τη μεθοδολογία διεξαγωγής των ερευνών, όσο και τις προδιαγραφές τους. Είναι ένας δείκτης που μας πληροφορεί για το κλίμα που διαμορφώνεται στην οικονομία κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

Για να εξαχθεί ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος καταρτίζονται πρώτα οι επιμέρους δείκτες επιχειρηματικών προσδοκιών στη Βιομηχανία, τις Κατασκευές, το Λιανικό Εμπόριο και τις Υπηρεσίες, καθώς και Εμπιστοσύνης στους Καταναλωτές. Με βάση τους παραπάνω επιμέρους δείκτες υπολογίζεται και ο γενικός δείκτης που μας δείχνει το οικονομικό κλίμα που επικρατεί στη χώρα. Ειδικά ο Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών στη Βιομηχανία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα είδος πρόγνωσης των οικονομικών εξελίξεων σε όλο σχεδόν το φάσμα της οικονομίας, από τους πλέον ενήμερους και ειδικούς, που ζουν μέσα στην παραγωγή και στα δρώμενα της αγοράς.

Ας δούμε πρώτα την εξέλιξη του Δείκτη Επιχειρηματικών Προσδοκιών στη Βιομηχανία που καταρτίζεται με βάση τις απαντήσεις των βιομηχανιών που λαμβάνουν μέρος στην έρευνα. Σύμφωνα με τις επιμετρήσεις του 1990=100, το 2002 ο δείκτης είχε ανέβει στις 104,5 μονάδες, το 2003 υποχώρησε στις 100,9 και το 2004 παρουσίασε ανάκαμψη στις 102,6 μονάδες (ετήσιοι μέσοι όροι). Το 2004, λόγω της κυβερνητικής αλλαγής, αλλά κυρίως λόγω της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων, οι προσδοκίες και στη βιομηχανία βρίσκονταν σε υψηλό επίπεδο. Και αυτή η αισιοδοξία ήταν φυσικά δικαιολογημένη, καθώς το 2004 «σφραγίστηκε» από την κυβερνητική αλλαγή και τους Ολυμπιακούς Αγώνες, δύο γεγονότα πολύ σημαντικά για την οικονομία γενικότερα. Το κλίμα βάρυνε το 2005. Τον Φεβρουάριο του 2005 ο δείκτης υποχωρεί στις 98,4 μονάδες και με συνεχή πτωτική πορεία έφτασε τον Ιούνιο του 2005 στις 92,0 μονάδες. Είναι η χαμηλότερη τιμή που έχει καταγραφεί τα τελευταία χρόνια. Η πτώση οφείλεται -όπως εξηγεί η έρευνα του ΙΟΒΕ- στο γεγονός της αύξησης του αριθμού των βιομηχανικών επιχειρήσεων που διαπιστώνουν ότι οι παραγγελίες που δέχονται από τους πελάτες τους παρουσιάζουν μείωση και έτσι οι προσδοκίες για άνοδο της παραγωγής τους επόμενους μήνες είναι συγκρατημένες. Οι προβλέψεις για άνοδο των τιμών είναι και αυτές συγκρατημένες. Το 82% του συνόλου των επιχειρήσεων προβλέπει στασιμότητα των τιμών, το 9% προβλέπει μείωση τιμών και το 9% άνοδο. Ένα σημαντικό εύρημα της έρευνας είναι ότι τον Ιούνιο του 2005 οι επιχειρήσεις απαντούν ότι η ζήτηση εξωτερικού παρουσιάζεται εξασθενημένη, καθώς το επίπεδό της στα καταναλωτικά αγαθά κρίνεται κατώτερο του κανονικού. Επίσης δυσμενείς προβλέψεις διατυπώνονται και από τις επιχειρήσεις παραγωγής κεφαλαιουχικών αγαθών. Δεν προβλέπουν αύξηση της ζήτησης και της παραγωγής. Και στα λοιπά αγαθά οι ίδιες περίπου διαπιστώσεις. Στασιμότητα ή μείωση των παραγγελιών, δηλαδή της ζήτησης. Με τα δεδομένα αυτά προσωπικά απορώ με ποια κριτήρια ορισμένοι αναλυτές μιλάνε σοβαρά για αύξηση της εσωτερικής ζήτησης, για βελτίωση της εξαγωγικής δραστηριότητας και για τόνωση των επενδύσεων. Όταν η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών μειώνεται, όλα τα μεγέθη που επηρεάζονται από αυτήν συρρικνώνονται. Οι «αναλυτές» αυτοί, με πολύ εξασθενημένα επιχειρήματα, προσπαθούν να παραμορφώσουν την οικονομική πραγματικότητα και να την προσφέρουν θυσία στη σκοπιμότητα.

Και τώρα ας δούμε τις εξελίξεις στον τόσο σημαντικό Δείκτη Οικονομικού Κλίματος, που έχει πολλά να μας παρουσιάσει. Ο δείκτης αυτός, με βάση τις προδιαγραφές που έχει υιοθετήσει η ΕΕ, καταρτίζεται με τον μέσο όρο της περιόδου 1990-2000=100. Για την Ελλάδα οι ετήσιοι δείκτες (μέσος όρος) διαμορφώνονται στις 98,8 μονάδες για το 2002, μειώνεται στις 93,1 μονάδες το 2003 και το 2004 παρουσιάζει άλμα στις 102,5 μονάδες, με την προοπτική θετικών επιπτώσεων στην οικονομία μας από τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων. Θετικές προσδοκίες απόλυτα δικαιολογημένες. Τα ίδια χρόνια ο δείκτης στην Ευρωζώνη (μέσος όρος των εθνικών δεικτών) διαμορφώνεται στις 94,4 μονάδες (2002), στις 93,5 (2003) και στις 100,0 μονάδες (2004). Η έρευνα δείχνει ότι οι έλληνες επιχειρηματίες τα προηγούμενα τρία χρόνια (2002-2004) είναι περισσότερο αισιόδοξοι από τους συναδέλφους τους της Ευρωζώνης. Ίσως να έπεσαν θύματα της προπαγάνδας της τότε κυβέρνησης Σημίτη περί «ισχυρής οικονομίας» ή ίσως να είχαν κακή πληροφόρηση για τις εξελίξεις στη διεθνή οικονομία. Το 2005 ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος πέφτει κατακόρυφα. Τον Φεβρουάριο του 2005 στις 92,3 μονάδες, τον Μάρτιο του 2005 στις 90,0 μονάδες, τον Απρίλιο του 2005 στις 91,4 μονάδες, τον Μάιο του 2005 στις 86,5 και τον Ιούνιο του 2005 στις 83,3 μονάδες! Βαριά απαισιοδοξία και χαμηλό βαρομετρικό σκεπάζει το οικονομικό κλίμα. Την ίδια χρονική περίοδο υποχωρεί και ο δείκτης στην Ευρωζώνη, αλλά με αισθητά κατώτερο ρυθμό. Οι ευρωπαίοι επιχειρηματίες δείχνουν να είναι περισσότερο αισιόδοξοι από τους έλληνες συναδέλφους τους. Η εξέλιξη του δείκτη της Ευρωζώνης είναι: Φεβρουάριος του 2005=98,8 μονάδες, Μάρτιος του 2005=97,5 μονάδες, Απρίλιος του 2005=96,5 μονάδες, Μάιος του 2005=96,1 μονάδες και Ιούνιος του 2005=96,3 μονάδες. Η έρευνα μας πληροφορεί ότι η πτώση στην Ευρωζώνη οφείλεται στην επιβράδυνση ορισμένων επιμέρους δεικτών και κυρίως του Δείκτη Λιανικού Εμπορίου. Συρρίκνωση λοιπόν της κατανάλωσης στην Ευρωζώνη, ως αποτέλεσμα της ανεπάρκειας των εισοδημάτων και της μειωμένης αγοραστικής δύναμης του ευρώ.

Η έκθεση της ΕΕ, καθόσον αφορά την πτωτική πορεία του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος στην Ελλάδα, αναφέρει ότι η υποχώρηση που σημειώθηκε τον Ιούνιο του 2005 στις 83,3 μονάδες είναι η ισχυρότερη των τελευταίων ετών (από την καθιέρωση του ευρώ). Και κατά την άποψη της ΕΕ, η υποχώρηση αυτή (κατρακύλα!) οφείλεται στην επιδείνωση όλων των επιμέρους δεικτών, που σημαίνει ότι οι επιχειρηματικές προσδοκίες είναι μειωμένες και χωρίς προοπτικές βελτίωσης σε όλους τους τομείς της ελληνικής οικονομίας. Ειδικά οι βιομηχανικές επιχειρήσεις θεωρούν τις παραγγελίες τους χαμηλές, πράγμα που σημαίνει σε τελευταία ανάλυση μείωση της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών και συρρίκνωση των συναλλαγών σε επίπεδο χοντρικού και λιανικού εμπορίου. Άρα η πτώση των εσόδων του κράτους από τον ΦΠΑ οφείλεται κατά ένα σημαντικό ποσοστό στη μείωση των συναλλαγών, πράγμα που η κυβέρνηση δεν θέλει να παραδεχτεί. Και αποδίδει τη μειωμένη απόδοση του ΦΠΑ εξ ολοκλήρου στη φοροδιαφυγή. Ασφαλώς υπήρχε και υπάρχει εντεταλμένη φοροδιαφυγή (και μάλιστα αυξάνει όσο αυξάνονται οι φορολογικοί συντελεστές) όμως το 2005 έχουμε και σημαντική πτώση των συναλλαγών. Η τελική κατανάλωση είναι εκείνη που κινεί τα νήματα σε όλη την οικονομία. Και η τελική κατανάλωση συναρτάται με το ύψος των εισοδημάτων και με την πιστωτική επέκταση των τραπεζών στα νοικοκυριά. Σφιχτή εισοδηματική πολιτική σημαίνει μείωση της τελικής κατανάλωσης, όπως στο ίδιο αποτέλεσμα οδηγεί και η υπερχρέωση των νοικοκυριών και η αιχμαλωσία τους από το τραπεζικό σύστημα. Η μείωση της τελικής κατανάλωσης επηρεάζει αρνητικά και την απόδοση της φορολογίας, σε πρώτη φάση επηρεάζει την έμμεση φορολογία και σε ύστερη φάση τη φορολογία εισοδήματος. Αυτή η φόρτιση του οικονομικού κλίματος είναι το αποτέλεσμα πράξεων και παραλείψεων κατ’ εξακολούθηση. Δυσμενές οικονομικό κλίμα δεν δημιουργείται ξαφνικά.

Έρχεται ως συνέπεια εσφαλμένης πολιτικής. Δεν θα ανατρέξουμε τώρα στους υπευθύνους αυτής της κατάστασης. Από τη στήλη μας αυτή επί χρόνια τώρα έχουμε επισημάνει την εσφαλμένη οικονομική πολιτική και τις λαθεμένες επιλογές των κυβερνήσεών μας. Φυσιολογικά ήρθε η φόρτιση του οικονομικού κλίματος. Με τέτοιο όμως νοσηρό επιχειρηματικό περιβάλλον ματαιοπονεί η κυβέρνηση όταν προσμένει επενδύσεις, με τη θεσμοθέτηση κινήτρων ή με τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις. Το έχουμε τονίσει πολλές φορές ότι το ισχυρότερο κίνητρο για νέες επενδύσεις είναι η ζήτηση. Η κυβέρνηση πρέπει να στρέψει τις προσπάθειές της στην ενίσχυση της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών. Και για τον σκοπό αυτό πρέπει να επανασχεδιάσει την εισοδηματική πολιτική. Σε λίγες μέρες ο πρωθυπουργός θα μιλήσει στη Θεσσαλονίκη, κατά τα εγκαίνια της ΔΕΘ, για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Ωφέλιμο θα ήταν στις λίγες μέρες που απομένουν μέχρι την ομιλία της Θεσσαλονίκης, μόνος του να επεξεργαστεί και στη συνέχεια να αναγγείλει μέτρα βελτίωσης του οικονομικού κλίματος.

Αυτό είναι το κύριο πρόβλημα σήμερα και αυτά περιμένουν να ακούσουν και ο λαός και η πλειονότητα του επιχειρηματικού κόσμου. Αν ο κ. Καραμανλής δεν έχει να μας πει τίποτε για τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, η ομιλία του θα είναι φτωχή και γενικόλογη. Θα προκαλέσει το ενδιαφέρον μόνο λίγων που καραδοκούν να αρπάξουν τη δημόσια περιουσία αντί πινακίου φακής ή εκείνων που προσδοκούν να συμμετάσχουν στη διανομή των κοινοτικών «πακέτων». Εισοδηματική πολιτική, εργασιακές σχέσεις, ακρίβεια και υπερχρέωση επιχειρήσεων και νοικοκυριών είναι που έχουν φορτίσει περισσότερο το γενικότερο οικονομικό κλίμα. Ο πρωθυπουργός και ευφυής είναι και γνώσεις διαθέτει. Ας τον αφήσουν να αξιοποιήσει τα προσόντα του αυτά προς όφελος της μεγάλης πλειονότητας του ελληνικού λαού.


Σχολιάστε εδώ