Απογοήτευσε η συνάντηση Καραμανλή – Παπαδόπουλου
Ήταν πραγματικά αποκαρδιωτική η εμφάνιση των δύο ηγετών και δεν προοιωνίζεται τίποτα καλό για το μέλλον της Κύπρου. Με τέτοια γραμμή άνευ όρων υποχωρητικότητας απέναντι στις απαιτήσεις της Άγκυρας να διαμορφώσει όπως θέλει αυτή τους όρους ένταξής της στην ΕΕ σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, είναι προφανές πως Αθήνα και Λευκωσία δεν έχουν διάθεση να παλέψουν για τίποτα!
«Οι στρατηγικές μας επιδιώξεις είναι γνωστές. Παραμένουμε σταθεροί», δήλωσε ευθέως ο έλληνας πρωθυπουργός, υπονοώντας σαφώς την αταλάντευτη θέση του υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. «Έχουμε καθορίσει τόσο την τακτική όσο και τη στρατηγική μας», πρόσθεσε και ο κύπριος Πρόεδρος.
Προφάσεις
Αρνούμενος να συμπαραταχθεί, έστω και φραστικά, με τις κυβερνήσεις της Αυστρίας, της Δανίας και φυσικά της Γαλλίας ή τους Χριστιανοδημοκράτες της Γερμανίας που πιθανότατα θα είναι κυβέρνηση τον επόμενο μήνα και παρ’ όλο που όλοι τους είναι δεξιοί ομοϊδεάτες του, ο Κ. Καραμανλής επέμεινε ότι «οι θέσεις και οι ενέργειές μας θα εκδηλωθούν στον κατάλληλο χρόνο μέσα στα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή στην επικείμενη συνεδρίαση του Συμβουλίου των Μονίμων Αντιπροσώπων στις Βρυξέλλες (σ.σ. στις 31 Αυγούστου) και αμέσως μετά στο άτυπο Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών στο Νιούπορτ, την 1η και 2η Σεπτεμβρίου».
Πρόκειται βέβαια για προφάσεις, καθώς είναι πασίγνωστο ότι το κλίμα μέσα στο οποίο θα ληφθούν οι αποφάσεις διαμορφώνεται από πριν και όχι μέσα στη συνεδρίαση. Αυτή απλώς επικυρώνει την απόφαση που έχει διαμορφώσει εκ των προτέρων το παιχνίδι των πολιτικών συσχετισμών.
Όταν λοιπόν η Κύπρος και η Ελλάδα, οι δύο κρισιμότεροι κρίκοι σε αυτήν την ιστορία, απέχουν επιδεικτικά από το μέτωπο που πάνε να διαμορφώσουν οι χώρες που επιχειρούν να προτάξουν την αναγνώριση της Κύπρου από την Άγκυρα, είναι αυτονόητο ότι αυτό το μέτωπο αδυνατίζει σοβαρά. Ακόμη χειρότερα, η Γαλλία και οι άλλοι θα υποχρεωθούν να εμφανιστούν σε δέκα μέρες με πολύ πιο συμβιβαστικές θέσεις στα συμβούλια των οργάνων της ΕΕ.
Υπονόμευση του μετώπου
Όπως και να το κάνει κανείς, όταν η ίδια η Κύπρος αρνείται να θέσει ως όρο την αναγνώριση από την Τουρκία της κρατικής της υπόστασης πριν συμφωνήσει με την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων Άγκυρας – Βρυξελλών, το Παρίσι, το Βερολίνο ή η Βιέννη θα εμφανιστούν περίπου ως γελοίοι, αν υπερασπίζονται αυτοί μια θέση υπέρ της Κύπρου που δεν την υπερασπίζεται η ίδια η Λευκωσία και η Αθήνα! Πώς να εμφανιστούν οι Γάλλοι, οι Γερμανοί, οι Αυστριακοί ή οι Δανοί… «κυπριακότεροι» των Κυπρίων;
Η πολιτική επομένως που λέει ότι η Ελλάδα και η Κύπρος θα εμφανίσουν τις θέσεις τους μέσα στα συμβούλια, δεν προδίδει απλώς «ευρωπαϊκή δουλοφροσύνη» ή πολιτική δειλία των δύο κυβερνήσεων, όσο ολέθριες θα ήταν και οι δύο περιπτώσεις.
Πρόκειται, πέρα από αυτά, και για κάτι χειρότερο: Για συνειδητή επιλογή πολιτικής υπονόμευσης του μετώπου των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που τώρα αποφάσισαν ότι δεν θέλουν την Τουρκία ως πλήρες μέλος της ΕΕ και στο πλαίσιο αυτό προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν ως εμπόδιο προς την Άγκυρα και τη μη αναγνώριση εκ μέρους της της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Δεν ωφελεί να κρύβουμε την αλήθεια. Με τη στάση τους αυτή, η Αθήνα και η Λευκωσία συμπαρατάσσονται αντικειμενικά και συνειδητά με τους Άγγλους (και τους Αμερικανούς), οι οποίοι προσπαθούν να εξουδετερώσουν τη γαλλική πρωτοβουλία και να ανοίξουν διάπλατα την πόρτα της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, αφού η είσοδός της θα οριστικοποιήσει το τέλος της πολύπλευρης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και τον πλήρη εκφυλισμό της ΕΕ σε ζώνη ελεύθερων οικονομικών ανταλλαγών.
Η ευκαιρία χάνεται
Η ελληνική και η κυπριακή στάση, όπως είναι επόμενο, εξοργίζουν τους υπόλοιπους Ευρωπαίους και δημιουργούν δυσμενές κλίμα για τη μελλοντική αντιμετώπιση του Κυπριακού. Άλλωστε, είναι αστεία η εντύπωση ότι η Γαλλία, η Γερμανία κ.λπ. θα αλλάξουν στάση και θα επιτρέψουν την ανεμπόδιστη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, επειδή δεν συνεργάστηκαν μαζί τους ο Κ. Καραμανλής και ο Τ. Παπαδόπουλος. Απλούστατα θα αποσυνδέσουν την πολιτική τους από το Κυπριακό και θα βρουν άλλους τομείς που θα πιέσουν την Τουρκία.
Έτσι όμως ο μόνος χαμένος θα είναι τελικά η Λευκωσία και η Αθήνα. «Κακό του κεφαλιού μας» δηλαδή συνεπιφέρει αυτή η πολιτική που ακολουθούν η ελληνική και η κυπριακή κυβέρνηση.
Κάτω από το φως αυτής της ανάλυσης, αντηχεί σχεδόν ως ειρωνεία η δήλωση του Τ. Παπαδόπουλου πως «παραμένει αναλλοίωτη η θέση μας ότι θα προσπαθήσουμε μέσα στα πλαίσια της ΕΕ να επιτύχουμε ό,τι καλύτερο για την προώθηση της λύσης του Κυπριακού και για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που παρουσιάζονται».
Προφανώς η κυπριακή και η ελληνική κυβέρνηση δεν έχουν καθόλου καλά αντιληφθεί πώς γίνεται η πάλη μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ. Γραφειοκρατικές μάχες χαρακωμάτων υπάρχουν πάμπολλες, αλλά μεγάλες πολιτικές ευκαιρίες που καθορίζουν σχεδόν τα πάντα παρουσιάζονται πολύ σπάνια – μία, δύο, τρεις φορές στη διάρκεια δεκαετιών.
Τη μεγαλύτερη ευκαιρία που είχε ποτέ η Ελλάδα και η Κύπρος να καταστήσουν πτυχές του κυπριακού προβλήματος συνδεδεμένες με κορυφαίες πολιτικές επιλογές της Ευρώπης, όπως είναι η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, ο Κ. Καραμανλής και ο Τ. Παπαδόπουλος τη χάνουν -αν δεν την έχουν ήδη χάσει ολοκληρωτικά- με αποκλειστικά δική τους ευθύνη, λόγω έλλειψης πολιτικού θάρρους να πάρουν αποφάσεις μεγάλης πολιτικής εμβέλειας, οι οποίες αναπότρεπτα συνεπάγονται και κάποιο ρίσκο.
Μικρές αποκλίσεις
Αναμφίβολα οι ευθύνες δεν ισοκατανέμονται. Ο Κ. Καραμανλής σίγουρα φέρει το κύριο βάρος υιοθέτησης αυτής της καταστροφικής πολιτικής, καθώς ο Τ. Παπαδόπουλος, παρ’ όλο που είναι προφανές πως θα επιθυμούσε την αξιοποίηση της θέσης του Ντε Βιλπέν, δεν έχει πραγματικά περιθώρια επιλογής, στον βαθμό που η Αθήνα επιμένει φιλοτουρκικά.
Από την άλλη πλευρά όμως, η Κύπρος υφίσταται πολύ πιο άμεσα και πολύ πιο βαριά τις συνέπειες της απόρριψης της γραμμής των Ευρωπαίων, άρα ο κύπριος Πρόεδρος φέρει στους ώμους του επαχθέστερο πολιτικό φορτίο.
Έτσι ή αλλιώς, πάντως, αυτές οι αποκλίσεις και οι διαφορετικές αντιλήψεις ανάμεσα στον Κ. Καραμανλή και τον Τ. Παπαδόπουλο ελάχιστη πρακτική σημασία έχουν στον βαθμό που ο δεύτερος πειθαναγκάζεται να υποτάσσεται στη γραμμή του πρώτου.
Το τραγικό έγκειται στο ότι πλέον ο Κ. Καραμανλής, σε πλήρη αντίθεση με τη στάση που είχε τηρήσει πέρυσι τον Μάρτιο και τον Απρίλιο απέναντι στο Σχέδιο Ανάν, τώρα δεν διαφέρει ουσιαστικά σε τίποτα από το δίδυμο Κ. Σημίτη – Γ. Παπανδρέου σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό.
Η γραμμή που χαράζει μας οδηγεί στα ίδια αδιέξοδα και στερεί τη δυνατότητα οικοδόμησης συμμαχιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο προς μια μαχητική κατεύθυνση.
Φτάσαμε μάλιστα στο πρωτάκουστο σημείο ο «πρωθιερέας» του ενδοτισμού στο Κυπριακό, ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ Γ. Παπανδρέου, να εμφανίζεται… μαχητικότερος (!) του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης, καθώς δήλωσε -με μισή καρδιά, φυσικά- ότι «πρέπει να μείνουν ανοιχτές όλες οι εκδοχές» ως προς την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας στις 3 Οκτωβρίου, μη αποκλείοντας ρητά ούτε το βέτο, αν και βέβαια δεν τόλμησε ούτε δημαγωγικά να προφέρει την «απαγορευμένη» λέξη.
«Σφαγμένη» πάει η κυβέρνηση
Με τη στάση αυτή, Αθήνα και Λευκωσία πάνε «σφαγμένες» εκ προοιμίου στα συμβούλια της ΕΕ σε δέκα ημέρες. Η ήττα τους έχει προδιαγραφεί, αν και αυτό δεν φαίνεται να τις στενοχωρεί. Όπως και κατά τη διπλωματική πανωλεθρία του Δεκέμβρη του 2004, έτσι και τώρα θα ψάχνουν να βρουν κάποια ασήμαντη παράγραφο δήλωσης της ΕΕ για να την προπαγανδίσουν ως δήθεν επιτυχία για τα εθνικά μας συμφέροντα στο πλαίσιο της «ευρωπαϊκής προοπτικής» της Τουρκίας.
Οι ιδέες που ρίχνουν περί «ανάκλησης» της τουρκικής δήλωσης είναι όνειρα θερινής νυκτός, εντελώς ανέφικτες. Μετά τη στάση Καραμανλή – Παπαδόπουλου, η έναρξη των συνομιλιών στις 3 Οκτώβρη είναι πλέον αναπότρεπτη. Ήδη το Παρίσι αναγκάζεται να τα μαζέψει ως προς την αναγνώριση της Κύπρου, αφού η Λευκωσία και η Αθήνα αδιαφόρησαν, και δεν πιέζει για άμεση αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Πολύ φυσιολογικά, σε λίγο θα αδιαφορήσουν οι πάντες για το θέμα αυτό, ενώ είναι πια βέβαιο πως η Άγκυρα ποτέ δεν θα αναγνωρίσει την Κύπρο, παρά μόνο όταν κάποια επαίσχυντη παραλλαγή του Σχεδίου Ανάν θα έχει νομιμοποιήσει διεθνώς την εισβολή του Αττίλα.
Αλήθεια, πόσο υπερήφανος αισθάνεται γι’ αυτό ο πρωθυπουργός με την πολιτική που ακολουθεί;