Aναστολή κρατικών πληρωμών τον Δεκέμβριον

Σκοπός της αναστολής πληρωμών είναι η αποφυγή εμφανίσεως του πραγματικού ελλείμματος του Δημοσίου, που «τρέχει» με ετήσιο ρυθμό 5%, η εκφόρτωσι μέρους του, εις βάρος του δημοσίου χρέους απ’ ευθείας και η «διακόσμησι της βιτρίνας» (Window dressing), διά να δοθή η εντύπωσι στους διεθνείς δανειστές ότι η οικονομία ανταποκρίνεται στην «σταθεροποιητική αγωγή» της μειώσεως του δημοσίου ελλείμματος.

Βεβαίως, η τακτική αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που εφαρμόζεται υπό ελληνικής κυβερνήσεως. Και ο κ. Ν. Χριστοδουλάκης, ως και ο προηγούμενος αυτού υπουργός του ΠΑΣΟΚ, ο αλήστου μνήμης Γιάννος Παπαντωνίου, είχαν καταφύγει στην αναστολή πληρωμών του Δημοσίου κατά μήνα Δεκέμβριον, διά να περισώσουν τα προσχήματα «σταθεροποίησης». Με μίαν διαφορά τότε: Ότι επειδή η κυβέρνησις απέκρυπτε συστηματικώς τα ελλείμματα και η ΓΙΟΥΡΟΣΤΑΤ έκανε «τα στραβά μάτια», οι υπουργοί τής κυβερνήσεως Σημίτη ως «καλές Φιλιππινέζες» τα ‘χωναν κάτω από το «χαλί» του δημοσίου χρέους, μ’ αποτέλεσμα την διασπορά του, εις τρόπον ώστε να διαφεύγη της προσοχής των διεθνών αναλυτών και τοκογλύφων.

Αφ’ ής όμως, ο κ. Αλογοσκούφης επέλεξε την μέθοδον της δημοσίας «απογραφής» του χρέους, με συνέπεια να εμφανισθή το πραγματικόν του μέγεθος (212 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνον ή 124% του ακ. εθν. προϊόντος) και ν’ αυξηθούν οι τόκοι του δημοσίου δανεισμού, η μέθοδος της στάσεως πληρωμών κατά μήνα Δεκέμβριον απώλεσε μέγα μέρος της παραπλανητικής της αξίας. Προϊδεασθέντες οι αναλυτές της Μούντιζ, της Στάνταρντ εντ Πουρς και της Φιτζ δεν περιορίζονται μόνο στην διαπίστωσι του δημοσίου ελλείμματος, αλλά παρακολουθούν εκ τού σύνεγγυς και την εξέλιξι του χρέους, συγκεφαλαιώνοντες όλους τους σχετικούς λογαριασμούς της κεντρικής κυβερνήσεως, των πολεμικών εξοπλισμών και των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, ως επίσης και των κρατικών εγγυήσεων που καταπίπτουν η μία μετά την άλλην.

Ούτως, η επανάληψι των πληρωμών του Δημοσίου τον προσεχή Ιανουάριον ελαχίστη επίδρασι παρουσιάζει επί της πιστοληπτικής ικανότητος της χώρας, από την οποία και εξαρτάται η μη περαιτέρω άνοδος του κόστους του δημοσίου δανεισμού, που απειλεί την ευστάθεια του προϋπολογισμού (ήδη, οι τόκοι υπερβαίνουν το μισθολόγιον των ΔΥ).

Δεν στερείται, εν τούτοις, δυσμενών παρενεργειών η αναστολή κατ’ αυτάς των πληρωμών του Δημοσίου για την οικονομία εν τω συνόλω της:

Πρώτον, η κατάρρευσι του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων στο 50% των εγκεκριμένων πληρωμών έχει προκαλέσει σοβαράν ανάσχεσι της ήδη αναιμικής οικονομικής αναπτύξεως, κάτω του 3% – οπότε και η μείωσι του προσδοκωμένου ρυθμού ανόδου των δημοσίων εσόδων εφέτος (κάτω του 4% έναντι 11% που βασίζεται ο κρατικός προϋπολογισμός 2005). Ο περιορισμός όθεν του δημοσίου ελλείμματος-χρέους καθίσταται ανέφικτος.

Δεύτερον, η εμφάνισι σοβαρών προβλημάτων ρευστότητος στις επιχειρήσεις που εργάζονται διά λογαριασμόν του Δημοσίου εις εποχήν γενικωτέρας καχεξίας, λόγω της ανόδου του πληθωρισμού και του πετρελαίου διεθνώς. Η απειλή της μη πληρωμής του 13ου μισθού από πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις προβάλλει ως εφιαλτικό σενάριο, που επαληθεύει προγενέστερες προφητείες για τις δυσμενείς επιδράσεις του ισχυρού ευρώ επί της ασθενούς ελληνικής οικονομίας. Οι συνεχιζόμενες και επιτεινόμενες περιπέτειες των εισηγμένων τεχικών εταιριών στο Χρηματιστήριο Αθηνών είναι το ορατόν μόνον μέρος του παγόβουνου των εξηρτημένων από την συνέχισι των δημοσίων έργων επιχειρήσεων. Όταν τα έργα αυτά περικόπτονται και οι πληρωμές των αναβάλλονται, η «δημιουργική λογιστική» του Δημοσίου μετατρέπεται εις στάσιν πληρωμών διά πολλάς ιδιωτικάς επιχειρήσεις. Και τροφοδοτεί «το τέρας» της ανεργίας.

Αλλά και πέραν της συνεχίσεως της τετριμμένης παραστάσεως της «δημιουργικής λογιστικής», ποίαν έννοιαν έχει η δήθεν περιστολή των δημοσίων δαπανών άνευ αντιστοίχου μειώσεως του δημοσίου χρέους. Όπως επισημαίνει το ΔΝΤ, είναι τουλάχιστον εξύμωρον να ρευστοποιούνται «τ’ ασημικά της οικογενείας», διά της πωλήσεως των κρατικών επιχειρήσεων (ΟΠΑΠ, ΔΕΗ, ΟΤΕ κ.λπ.) για να πληρωθή η εθελουσία έξοδος των υπαλλήλων του δημοσίου τομέως και ν’ αναλαμβάνονται μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις για τ’ ασφαλιστικά των ταμεία, προκειμένου να εξευμενισθούν οι συνδικαλιστές των και να συγκατατεθούν στην μαζική έξοδο των «εργαζομένων» στις ΔΕΚΟ. Το λογικόν θα ήταν οι πόροι που θα εξοικονομηθούν από την μετοχοποίησι των δημοσίων επιχειρήσεων να οδεύσουν εις πίστωσιν του δημοσίου χρέους και όχι διά την χρηματοδότησι τρεχουσών δαπανών.

Τοιούτόν τι δεν παρατηρείται στον γενικόν κρατικόν προϋπολογισμόν, αλλ’ αντιθέτως αυξάνεται συνεχώς το δημόσιον χρέος από γνωστές και άγνωστες «μαύρες οπές» της προηγουμένης αλλά και της παρούσης διαχειρίσεως (ως λχ. τα χρέη των νοσοκομείων του ΕΣΥ, του ΟΑΣΑ κ.λπ.). Αυτό που θα έπρεπε να σκεφθή η κυβέρνησις είναι η «ιδιωτικοποίησι» ορισμένων δαπανών του κράτους, όπως της δημοσίας εκπαιδεύσεως, συγκοινωνιών και υγείας, η αύξησι των δικαστικών εξόδων και η επιβολή αυτομάτων φόρων πολυτελούς διαβιώσεως, που να περιορίσουν την δημοσία σπατάλη, την συναλλαγή και διαφθορά, ου μην αλλά και την ιδιωτική κατανάλωσι.

Με το πετρέλαιον άνω των 64 δολλαρίων το βαρέλι, η ελληνική οικονομία κινδυνεύει ν’ ανατραπεί εκ μόνου του γεγονότος ότι χρειάζεται 7 δισ. ευρώ το 2006 για τον πετρελαϊκό της λογαριασμόν, έναντι μόλις τεσσάρων φέτος. Δηλ. σχεδόν έχει ανάγκην διπλασίου συναλλάγματος, από το φάσμα του οποίου ουδέποτε απηλλάγη η Ελλάς, παρά τα φληναφήματα των Γκαργκανόμικς περί της δήθεν απαλλαγής της, διά της υιοθεσίας του ευρώ.

Η ελληνική οικονομία ομοιάζει με την αμερικανική: δεν έχει μόνο έλλειμμα στα δημόσια οικονομικά αλλά και ζει με δανεικά, πέραν των δυνατοτήτων της. Οι ΗΠΑ όμως είναι μία ισχυρά οικονομία, ενώ η Ελλάς αδύναμος, έτσι όπως την κατήντησε η πλήρης πολιτικοποίησι και ο κομματικός φατριασμός.


Σχολιάστε εδώ