Διακοπές και καθημερινότητα
Ο χρόνος των διακοπών θεωρείται παραδοσιακά ένας αυτόνομος, ένας ιδιαίτερος, ξεχωριστός χρόνος, πλήρους διακοπής από τη σκληρή καθημερινότητα. Μια περίοδος όπου μπορεί να διαμορφωθεί μια άλλη, «ιδανική», καθημερινότητα που όχι μόνο μπορεί να ξαναφέρει τον άνθρωπο κοντά στη φύση και στις ομορφιές της, αλλά και να ξαναζωντανέψει τον κόσμο των αισθημάτων, της αισθητικής, της αγνότητας. Έναν κόσμο που καταπνίγεται τον υπόλοιπο χρόνο κάτω από την αδήριτη ανάγκη της επιβίωσης μέσα σε έναν σκληρό ανταγωνισμό.
Κι όμως σήμερα λίγη σχέση μπορεί να έχει ο χρόνος των διακοπών με αυτό το παραδοσιακό, εξιδανικευμένο πρότυπο. Γιατί, δυστυχώς, ο χρόνος των διακοπών έχει απωλέσει τον αυτόνομο χαρακτήρα του. Στην πραγματικότητα αποτελεί ένα μικρό διάλλειμα, ένα «νεκρό» διάστημα, μεταξύ των εργασιακών περιόδων.
Ο πρώτος λόγος της εξέλιξης αυτής είναι κατ’ αρχήν ο οικονομικός. Το «κόστος» των διακοπών έχει περιορίσει ασφυκτικά τη διάρκειά τους, από λίγες μέρες έως δύο εβδομάδες, για όσους βέβαια μπορούν να απολαύσουν το «αγαθό» των διακοπών, αφού το 40% περίπου του πληθυσμού δεν κάνει καθόλου διακοπές. Τα έξοδα, κατά τη διάρκεια των διακοπών, είναι και αυτά περιορισμένα, αν αναλογισθούμε μάλιστα ότι ένα σοβαρό τμήμα του πληθυσμού κατεφεύγει στα περίφημα «δάνεια των διακοπών», αφού μισθοί και «δώρα» -όταν υπάρχουν και αυτά- δεν επαρκούν για τις στοιχειώδεις ανάγκες.
Συνεπώς, ο οικονομικός περιορισμός και οι καταναγκασμοί που τον συνοδεύουν «καταδιώκουν» τους εργαζόμενους κατά την περίοδο των διακοπών. Το συνολικό σχήμα εργασία/ανεργία/απασχόληση/οικονομική στενότητα έχει σήμερα καταστεί κυρίαρχο στη ζωή των πολιτών και τους «παρακολουθεί» σε κάθε τους βήμα.
Το οικονομικό πρόβλημα έχει όμως άμεση επίπτωση στην επιλογή του τόπου των διακοπών. Οι εξοχικές κατοικίες, τα συγγενικά σπίτια των φίλων αποτελούν μια αναγκαστική διέξοδο για την αντιμετώπιση του υψηλού κόστους των ξενοδοχειακών μονάδων, των εστιατορίων κ.λπ. Αυτό το γεγονός έχει συνέπεια να μη μεταβάλλεται σημαντικά το περιβάλλον των διακοπών ώστε να μπορέσει να επιφέρει την πλήρη αποσύνδεση του εργαζόμενου, του οικογενειάρχη, από τη σκληρή καθημερινότητα.
Σήμερα βέβαια, στις σύγχρονες «παγκοσμιοποιούμενες» κοινωνίες, διαμόρφωνονται πρότυπα κατανάλωσης, αξιών, ατομικών στάσεων και συμπεριφορών. Ένα αντίστοιχο πρότυπο έχει «διαμορφωθεί», φυσικά, και για την περίοδο των «διακοπών». Στη χώρα μας το πρότυπο αυτό εκφράζεται από το τρίπτυχο: «κοσμικότητα», «κατανάλωση», «δημοσιότητα».
Η «κοσμικότητα» αφορά στην επιλογή συγκεκριμένων τόπων για διακοπές, οι οποίοι θεωρούνται της μόδας, οπότε η παρουσία σε αυτούς αναβιβάζει αυτόματα το κοινωνικό status (Μύκονος, Σαντορίνη, περιοχές της Κρήτης, Χαλκιδική κ.λπ.).
Η «κοσμικότητα» συνοδεύεται βεβαίως από την κατανάλωση. Δηλαδή, από τη διαμονή σε γνωστά ξενοδοχεία, την αγορά ακριβών αντικειμένων, ενθυμίων κ.λπ.
Σε άμεσο επίσης συνδυασμό με το στοιχείο της «κοσμικότητας» βρίσκεται το στοιχείο της «δημοσιότητας», δηλαδή της παρουσίας επωνύμων στους τόπους των διακοπών, γεγονός που προσδίδει ιδιαίτερο κύρος όχι μόνο στους «εγχώριους», αλλά κυρίως στους επισκέπτες. Η οπτική -βεβαίως- «συνάντηση» με γνωστούς παρουσιαστές και δημοσιογράφους της TV, με καλλιτέχνες, με πρωταγωνιστές των realities, ακόμα και με πολιτικούς, αποτελεί ένα σημαντικό γεγονός το οποίο «εγγράφεται» στο «κοινωνικό κεφάλαιο» του επισκέπτη-παραθεριστή. Γιατί την επαύριο, όταν επιστρέψει στην πόλη, θα μπορέσει να «εκταμιεύσει» το κεφάλαιο αυτό στο περιβάλλον του, περιγράφοντας τους επώνυμους που συνάντησε και τις «στιγμές» κοσμικότητας που απήλαυσε…
Τα πρότυπα αυτά δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να μεταφέρουν την πνευματική και συναισθηματική πενία της καθημερινότητας στον τόπο των διακοπών. Ιδιαίτερα ευαίσθητοι, δυστυχώς, σ’ αυτό το πεδίο της αλλοτρίωσης είναι οι νέοι, που ταυτίζουν τη δραστηριότητα των διακοπών με την ολονύκτια παρουσία τους στα κέντρα διασκέδασης και στα «κοσμικά» μπαρ. Δεν διαθέτουν τον παραμικρό χρόνο για να γνωρίσουν την πνευματική κληρονομιά του τόπου που επισκέπτονται, τους κατατεθειμένους θησαυρούς του, την ιστορία και τους αγώνες των τοπικών πληθυσμών, που αποτελούν συνολικά έναν απαράγραπτο πνευματικά πλούτο, ικανό να εγείρει τα πιο υψηλά και ευγενή συναισθήματα.
Δυστυχώς, ο χρόνος των διακοπών γίνεται και αυτός ένας «εμπορευματοποιημένος» χρόνος. Οριοθετημένος μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο της οικονομικής στενότητας, ενταγμένος στα ψεύτικα είδωλα της κατανάλωσης και της κοσμικότητας -που άλλωστε παραμένουν απρόσιτα στον κοινό άνθρωπο- ο χρόνος αυτός εντάσσεται σταδιακά στην καθημερινή κοινωνικοοικονομική και πολιτιστική διαδικασία. Διαμορφώνεται, συν τω χρόνω, σε μια άλλη όψη, σε μια άλλη εκδοχή της διαδικασίας ζωής και όχι σε ένα αυτόνομο «παράδειγμα» τρόπου δράσης.
Πράγματι, η σημαντικότερη ίσως προσφορά του χρόνου των διακοπών θα μπορούσε να είναι ένας αναστοχασμός, μια κριτική ανασκόπηση του τρόπου της καθημερινής μας ζωής. Μια κριτική που θα προσέγγιζε τις πραγματικές αιτίες που φτωχαίνουν τη ζωή μας, τις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας και αμβλύνουν τα ιδανικά και τις αξίες μας.
Μια παρόμοια προσέγγιση όμως σήμερα είναι μια πολυτέλεια, που λίγοι έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν στον εαυτό τους και στο περιβάλλον τους.
Οπωσδήποτε όμως ένας τέτοιου είδους αναστοχασμός μπορεί να μας οδηγήσει όχι μόνο να βιώσουμε με αυθεντικότερο τρόπο τις ίδιες τις διακοπές, αλλά και να οργανώσουμε καλύτερα τη ζωή μας στο επόμενο, δύσκολο, διάστημα.