Ανάγκη η εξωστρέφεια των ελληνικών επιχειρήσεων
Η εξαγωγική ζήτηση συναρτάται με την εξωστρέφεια των επιχειρήσεων μιας χώρας και η εξωστρέφεια επηρεάζεται από τον βαθμό ανταγωνιστικότητας των προϊόντων και τον βαθμό αντοχής τους στο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον. Ποιος είναι ο βαθμός εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων; Τι μερίδιο αντιπροσωπεύουν οι ελληνικές εξαγωγές στον συνολικό τζίρο των εξαγωγικών επιχειρήσεών μας; Ποιοι κλάδοι της οικονομίας μας παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη εξαγωγική δραστηριότητα;
Απαντώντας στα ερωτήματα αυτά, θα προσπαθήσουμε να ενημερώσουμε τους φίλους αναγνώστες μας, με βάση τα στοιχεία που αντλήσαμε από τον Σύνδεσμο Εξαγωγικών Επιχειρήσεων. Έτσι θα δούμε σε βάθος την ελληνική εξαγωγική δραστηριότητα και θα εκτιμήσουμε τη συμβολή της στην αναπτυξιακή προσπάθεια, που είναι το ζητούμενο σήμερα για την ελληνική οικονομία και αποτελεί το άγχος της κυβέρνησης, η οποία αγωνίζεται για να πετύχει ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 4% σε ετήσια βάση. Γιατί μόνο με τέτοιους ρυθμούς ανάπτυξης θα μπορέσει να αναρρώσει η οικονομία μας.
Ξεκινώντας τη σημερινή μας παρουσίαση, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι, σύμφωνα με τα διεθνώς παραδεδειγμένα, η εξωστρέφεια παρουσιάζεται με δύο μορφές: ως εξαγωγή αγαθών και υπηρεσιών παραγομένων στη χώρα (π.χ. στην Ελλάδα) και ως επενδύσεις των ντόπιων (ελληνικών) επιχειρήσεων στο εξωτερικό. Αυτή τη δεύτερη μορφή εξωστρέφειας μας είναι δύσκολο να παραδεχθούμε ότι έχει σημαντικό αναπτυξιακό ρόλο. Απλώς έχει αναχθεί, κατά την προσωπική μας γνώμη, σε τάχα εξαγωγική δραστηριότητα για να δικαιολογούνται ορισμένα προνόμια για τις επενδύσεις εξωτερικού. Αυτές οι επενδύσεις ασφαλώς προσφέρουν κέρδη για τους επενδυτές και αυξάνουν την οικονομική επιφάνεια των επιχειρήσεων που επενδύουν στο εξωτερικό, όμως αποτελούν «αιμορραγία» για την ντόπια οικονομία και περιορίζουν την απασχόληση, αυξάνοντας την ανεργία. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, οι επενδύσεις των ελληνικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό, κυρίως στις γειτονικές μας χώρες, φτάνουν σήμερα στα 10 δισ. ευρώ. Πόσο θα μπορούσε να είχε ισχυροποιηθεί η ελληνική οικονομία, αν αυτό το ποσόν είχε επενδυθεί στην ελληνική παραγωγική μηχανή! Και δεν μας πείθουν καθόλου τα επιχειρήματα ότι αυτή η αποδημία ελληνικών κεφαλαίων ωφελεί την οικονομία μας. Απλώς ωφελεί τα βαλάντια των όποιων επενδυτών. Και η κυβέρνηση αγωνίζεται να προσελκύσει ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα, όταν δεν μπορεί να πείσει τους έλληνες επενδυτές να τοποθετήσουν εδώ τα κεφάλαιά τους. Και ο τραπεζικός κλάδος έχει το προνόμιο να «σέρνει τον χορό» σ’ αυτού του είδους την εξωστρέφεια, δηλαδή στην εκροή ελληνικών κεφαλαίων σε περισσότερες κερδοφόρες αγορές. Ας επανέλθουμε όμως στην κλασική μορφή της εξαγωγικής δραστηριότητας.
Στη χώρα μας δραστηριοποιούνται στον εξαγωγικό τομέα 9.057 επιχειρήσεις με έναν ετήσιο εξαγωγικό τζίρο της τάξης των 12 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 7,4% του ΑΕΠ, με βάση τα δεδομένα της περσινής χρονιάς. Η φετινή χρονιά μπήκε με το «αριστερό» για τις εξαγωγές αγαθών. Σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Τράπεζας, τον Ιανουάριο του 2005 οι εξαγωγές αγαθών παρουσίασαν μείωση (3%) και η εκτίμηση είναι ότι το 2005 τελικά οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα παρουσιάσουν αύξηση μόνον κατά 4,1% έναντι 9,9% το 2004. Αυτή η πενιχρή εξαγωγική επίδοση είναι που οδήγησε την Κομισιόν να χαρακτηρίσει την ελληνική εξαγωγική δραστηριότητα μηδαμινή!
Ποιοι είναι οι κλάδοι που διαθέτουν τις περισσότερες εξαγωγικές επιχειρήσεις; Πρώτος είναι ο κλάδος των ειδών διατροφής με 1.483 επιχειρήσεις του να παρουσιάζουν εξαγωγική δραστηριότητα. Το μερίδιο των εξαγωγών στον συνολικό τζίρο των 1.483 επιχειρήσεων φτάνει στο 14,9%. Δεύτερος έρχεται ο κλάδος των προϊόντων μη μεταλλικών ορυκτών με 795 εξαγωγικές επιχειρήσεις και με μερίδιο εξαγωγών στον συνολικό τους τζίρο 7,2%. Ακολουθεί τρίτος ο κλάδος των μεταλλικών προϊόντων και κατασκευών με 744 εξαγωγικές επιχειρήσεις και με μερίδιο εξαγωγών επί του συνολικού τους τζίρου 8,8%. Στην τέταρτη θέση βρίσκεται ο κλάδος των αγροτικών προϊόντων με αριθμό εξαγωγικών επιχειρήσεων 674 και μερίδιο εξαγωγών 18,5% επί του συνολικού τους τζίρου, ενώ την πέμπτη θέση κατέχει ο κλάδος ενδυμάτων – εσωρούχων – αξεσουάρ με 643 εξαγωγικές επιχειρήσεις και με μερίδιο εξαγωγών 30,5% του συνόλου του τζίρου τους. Αυτά όσον αφορά τον αριθμό των επιχειρήσεων που παρουσιάζουν εξωστρέφεια στους συγκεκριμένους πέντε κλάδους με τον μεγαλύτερο αριθμό εξαγωγικών επιχειρήσεων. Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι επιχειρήσεις των οποίων ο εξαγωγικός τζίρος αντιπροσωπεύει υψηλά ποσοστά (μερίδιο) επί του συνολικού τους τζίρου. Εδώ επικεφαλής βρίσκεται ο κλάδος του καπνού, στον οποίο οι 27 επιχειρήσεις που παρουσιάζουν εξωστρέφεια έχουν ποσοστό εξαγωγικού τζίρου 60,3% του συνολικού τζίρου τους. Στη δεύτερη θέση ο κλάδος των προϊόντων καπνού, όπου οι 6 εξωστρεφείς επιχειρήσεις παρουσιάζουν εξαγωγικό τζίρο 46,8%. Την τρίτη θέση κατέχει ο κλάδος ενδυμάτων – εσωρούχων – αξεσουάρ με εξαγωγικό τζίρο 30,5%, όπως είπαμε και παραπάνω. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ο κλάδος αυτός αντιμετωπίζει τεράστιο πρόβλημα από τον ανταγωνισμό των φτηνών κινεζικών προϊόντων και φέτος προβλέπεται ότι οι εξαγωγές του θα περιοριστούν σημαντικά. Στην τέταρτη θέση βρίσκεται ο κλάδος δέρματος-γούνας όπου οι 30 εξαγωγικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν εξαγωγικό τζίρο 26,6%, ενώ την πέμπτη θέση κατέχει ο κλάδος μεταλλουργικών προϊόντων που οι 39 εξαγωγικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν τζίρο εξαγωγών 21,8% του συνολικού τους τζίρου. Αξιόλογη είναι και η εξαγωγική δραστηριότητα του κλάδου προϊόντων πετρελαίου και άνθρακα με 31 εξωστρεφείς επιχειρήσεις με εξαγωγικό τζίρο 21,6% (κατέχει την 6η θέση). Τη μικρότερη εξαγωγική δραστηριότητα παρουσιάζει ο κλάδος εκδόσεων εφημερίδων και περιοδικών, του οποίου οι εξαγωγές φτάνουν στο 0,8% των συνολικών πωλήσεων (οι Έλληνες του εξωτερικού ελάχιστα μας διαβάζουν, ενώ η εφημερίδα και το περιοδικό είναι οι συνδετικοί κρίκοι του απόδημου με την πατρίδα του).
Μέσα στα πολλά οφέλη που προσφέρουν στην οικονομία μας οι εξαγωγές είναι και το γεγονός ότι αποτελούν ένα από τα κριτήρια για να προσδιοριστεί η κατεύθυνση που πρέπει να πάρουν οι νέες επενδύσεις, ώστε οι επιχειρήσεις που θα δημιουργηθούν να έχουν ενισχυμένο βαθμό βιωσιμότητας. Η ανάπτυξη των κλάδων που παρουσιάζουν ικανοποιητική εξωστρέφεια αποτελεί μια ένδειξη ότι μπορούν κατ’ αρχάς να αποτελέσουν τη βάση για την εξειδίκευση της οικονομίας μας. Τα ίδια ισχύουν και για τις επιχειρήσεις που θα πρέπει να δημιουργηθούν μέσα στο πλαίσιο μιας προσπάθειας παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών για υποκατάσταση των εισαγωγών. Η παραγωγή προϊόντων υποκατάστασης, ανταγωνιστικών σε επίπεδο ποιότητας και τιμών, θα πρέπει να αποτελέσει τον δεύτερο πόλο έλξης των νέων επενδύσεων. Δεν αρκεί η θέσπιση κινήτρων (κινητροδότηση κατά την πρωθυπουργική έκφραση) για την προσέλκυση νέων επενδύσεων. Χρειάζεται μια ολοκληρωμένη πολιτική στον τομέα αυτόν. Και μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής είναι και η υποχρέωση του κράτους να υποδεικνύει στους επενδυτές τους κλάδους εκείνους στους οποίους η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα και οι επιχειρήσεις μπορούν να αναπτύξουν κερδοφόρα δραστηριότητα. Τότε μόνο οι νέες επενδύσεις θα αυξήσουν την απασχόληση, θα περιορίσουν την απειλή για βιομηχανική παρακμή και θα συντελέσουν στην καταπολέμηση της ανεργίας. Για τον λόγο αυτόν, σε πάρα πολλά κράτη έχουν διεξαχθεί σε βάθος έρευνες κατά κλάδους, για να εντοπιστούν τα πλεονεκτήματα και οι αδυναμίες κάθε κλάδου. Οι κλαδικές αυτές μελέτες αποτελούν πολύτιμους οδηγούς επενδύσεων. Στη χώρα μας οι μελέτες αυτές απουσιάζουν. Κι αυτό σημαίνει ότι το ελληνικό κράτος έχει εγκαταλείψει την επενδυτική πολιτική στην τύχη της.
Ένας άλλος τομέας που βοηθάει την πολιτική προώθησης των εξαγωγών είναι και η οικονομική διπλωματία. Εδώ υστερούμε τρομερά έναντι άλλων χωρών. Μάθαμε μόνο να ασκούμε υψηλού επιπέδου διπλωματία και μάλιστα ανεπιτυχώς. Δεν μάθαμε να αναμειγνύουμε την οικονομία στις διεθνείς μας σχέσεις. Δεν απαιτούμε «συμψηφισμό στο ισοδύναμο», κάτι που σήμερα τείνει να καταστεί γενικευμένη πρακτική σχεδόν όλων των κρατών. Ίσως αυτή η φοβισμένη «άψογη στάση» μας στις εξωτερικές μας σχέσεις να είναι κατάλοιπο της μακράς περιόδου φτώχειας που έζησε στο παρελθόν η χώρα μας. Τώρα όμως αυτή η περίοδος έχει λήξει. Και χωρίς βέβαια να έχουμε αποκτήσει ισχυρή οικονομία, ασφαλώς διαθέτουμε υπολογίσιμη οικονομία για να αναπτύξουμε οικονομική διπλωματία, που θα βοηθήσει τις εξαγωγές ελληνικών προϊόντων.
Τώρα, με τη διεύρυνση της ΕΕ (με την είσοδο των 10 νέων μελών και την ένταξη της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας), είναι ανάγκη να αξιοποιήσουμε τις καινούργιες αγορές. Να προσφέρουμε πολιτική υποστήριξη στα αιτήματα των νέων κρατών μελών με εμπορικά ανταλλάγματα, δηλαδή με εξασφάλιση διευκολύνσεων για ελληνικές εξαγωγές στις χώρες αυτές. Η οικονομική διπλωματία δεν είναι ντροπή. Είναι προάσπιση συμφερόντων -ίσως κατά τρόπο κυνικό- όπως συνηθίζεται σήμερα στις εξωτερικές σχέσεις. Χωρίς οικονομική διπλωματία, οι εξαγωγές τώρα δεν προωθούνται.
Πολλά πρέπει να γίνουν στον τομέα των εξαγωγών και είναι ανεπίτρεπτο οι εξαγωγές μας να καλύπτουν μόνο το 30%-35% των εισαγωγών. Χωρίς εξαγωγές πώς θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και να πετύχουμε πραγματική σύγκλιση της οικονομίας μας με τις οικονομίες των άλλων εταίρων μας;