Αμηχανία αντί αποφασιστικότητας

Oι δικαιολογίες του είδους ότι οι Ευρωπαίοι θέλουν να χρησιμοποιήσουν ως πρόσχημα το Κυπριακό για να θέσουν εμπόδια, και να ανακόψουν την ανεπιθύμητη για αυτούς ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας στην ΕΕ, δεν μπορούν να γίνουν πρόσχημα από την ανάποδη. Να επιτρέψουν δηλαδή στην Τουρκία όχι μόνο να μην εκπληρώσει ουσιαστικά τις υποχρεώσεις που ανέλαβε στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου, αλλά επιπλέον να αμφισβητήσει την υπόσταση της Κύπρου στην ΕΕ και τη διεθνή της θέση.

Με τη δήλωση με την οποία συνόδευσε την υπογραφή του Πρωτοκόλλου, η Άγκυρα δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε

Πράγματι, η Άγκυρα, συνοδεύοντας την υπογραφή του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Ενώσεως με τις 10 νέες χώρες – μέλη της ΕΕ με μια ιδιαίτερα προκλητική δήλωση, δεν εκπληρώνει την ουσία των συμφωνηθέντων στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου. Για να «διευκολυνθεί» τότε η Τουρκία, συναινούντων και προτρεπόντων όλων των μεγάλων της ΕΕ, περιλαμβανομένης της Γαλλίας, η ελληνική πλευρά υπεχώρησε από τη νόμιμη αξίωσή της για άμεση και πλήρη διπλωματική αναγνώριση της Κύπρου από την Άγκυρα. Δέχθηκε, ως ελάχιστη, ντε φάκτο αναγνώριση, την υπογραφή του Πρωτοκόλλου από την Τουρκία.

Στο μήνυμα του Γάλλου προέδρου Σιράκ προς τον κύπριο Πρόεδρο Παπαδόπουλο, όπως το επιβεβαίωσε ο κύπριος υπουργός Εξωτερικών κ. Ιακώβου, αναφέρεται ακριβώς αυτό: ότι δηλαδή η δήλωση, με την οποία συνόδευσε η Άγκυρα την υπογραφή του Πρωτοκόλλου, αναιρεί την ουσία του. Η Άγκυρα δεν εκπληρώνει, επομένως, τις υποχρεώσεις που ανέλαβε στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου. Δεν μπορεί, κατά συνέπειαν, να αρχίσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις στις 3 Οκτωβρίου, χωρίς να εκπληρώσει προηγουμένως τον όρο αυτό.

Θα συμφωνήσει η ελληνική πλευρά ότι παρά τη δήλωση μη αναγνωρίσεως της Κύπρου, η Τουρκία έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε στη Σύνοδο Κορυφής;

Εγκλωβισμένη στην πολιτική της υποστηρίξεως άνευ ανταλλαγμάτων της ευρωπαϊκής προοπτικής της Άγκυρας, η ελληνική πλευρά καλείται τώρα να πάρει θέση. Είτε να διαπιστώσει αυτό που επισημαίνουν τρίτες χώρες, ότι δηλαδή η Τουρκία με τη δήλωση της δεν εκπληρώνει τους όρους που συμφωνήθηκαν στη Σύνοδο Κορυφής, είτε να συνταχθεί με την ερμηνεία της βρετανικής προεδρίας και του αρμόδιου για θέματα διευρύνσεως επιτρόπου κ. Όλι Ρεν. Να δεχθεί, δηλαδή, ότι η Τουρκία, άσχετα από τη δήλωση της, υπέγραψε το Πρωτόκολλο και άρα εξεπλήρωσε τις υποχρεώσεις που ανέλαβε!

Μια τέτοια αποδοχή από την ελληνική πλευρά:

• Θα εξέθετε ανεπανόρθωτα το κύρος και την αξιοπρέπεια της χώρας .

• Θα υπέσκαπτε τη διπλωματική της θέση στην ΕΕ. Θα κατέφερε πλήγμα στη θέση της Κύπρου στην ΕΕ και θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την ντε φάκτο επιβολή του Σχεδίου Ανάν και τον θρίαμβο των τουρκικών θέσεων.

• Θα απεθράσυνε την Άγκυρα σε όλα τα μέτωπα, γιατί θα επιβεβαίωνε στην πράξη την επιτυχία και την αποτελεσματικότητα της αδιάλλακτης πολιτικής της.

Πιέσεις για επίσκεψη Καραμανλή στην Άγκυρα τον Σεπτέμβριο και για συνάντηση Παπαδόπουλου με Ταλάτ

Δεν υπάρχει όμως καμία αμφιβολία ότι ασκούνται από τον αμερικανόβρετανικό παράγοντα ισχυρές πιέσεις στην ελληνική πλευρά για να συνταχθεί, υπό κάποιες νομικίστικες επιφυλάξεις, με την άποψη της βρετανικής προεδρίας. Να τη συντρέξει ουσιαστικά, με τη στάση της, στο «άδειασμα» των Ευρωπαίων που ζητούν την αναγνώριση της Κύπρου από την Άγκυρα, πριν από την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων τον Οκτώβριο.

Ώς άλλοθι, προβάλλεται, ως συνήθως, η γνώση επωδός, ότι «συμφέρει» την Ελλάδα η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας! Δεν εξηγείται, βεβαίως, γιατί η Τουρκία, που αντιλαμβάνεται πολύ καλά το ευρωπαϊκό της συμφέρον, δεν κάνει καμία παραχώρηση για να το εξυπηρετήσει και να διασώσει την ευρωπαϊκή της προοπτική. Γιατί, λοιπόν, πρέπει να το κάνει στη θέση της, με δικές της παραχωρήσεις, η Ελλάδα;

Στο ίδιο πνεύμα, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας συμφέρει τη «λύση» του Κυπριακού. Οτι δηλαδή η μη έναρξη των τουρκικών ενταξιακών διαπραγματεύσεων θα οδηγήσει σε πλήρες αδιέξοδο τις προσπάθειες για «λύση». Συγκαλύπτεται όμως επιτηδείως το προφανές. Οτι δηλαδή, αν η Τουρκία αρχίσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις, χωρίς να έχει αποσύρει, τουλάχιστον, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, τη δήλωσή της για μη αναγνώριση της Κύπρου, θα καταγάγει μια τεράστια διπλωματική νίκη. Θα ακυρώσει ουσιαστικά το στρατηγικό πλεονέκτημα που απέκτησε η ελληνική πλευρά με την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Θα θέσει τις βάσεις για «λύση» δύο κρατών, με αναφορά τα τετελεσμένα γεγονότα. Οι πιέσεις προς την ελληνική πλευρά ασκούνται προς την κατεύθυνση θεαματικών κινήσεων που θα εγκλώβιζαν την ελληνική πλευρά στη γραμμή της υποστηρίξεως της τουρκικής ευρωπαϊκής προοπτικής, ανεξάρτητα από την πρόκληση της τουρκικής δηλώσεως και της εμμονής της Άγκυρας σ’ αυτήν.

Προτείνεται συγκεκριμένα να πραγματοποιηθεί τον Σεπτέμβριο, πριν από την κρίσιμη ημερομηνία του Οκτωβρίου, η επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στην Άγκυρα, που είχε προγραμματισθεί για τον Αύγουστο και ανεβλήθη. Ένα τέτοιο σενάριο φαίνεται αδιανόητο από τη σκοπιά των συμφερόντων της ελληνικής πλευράς και θ’ αποτελούσε μέγιστο λάθος για την ελληνική διπλωματία.

Σε ανάλογο μήκος κύματος, ασκούνται πιέσεις για άτυπη συνάντηση στην Κύπρο μεταξύ του Προέδρου Παπαδόπουλου και του τουρκοκύπριου ηγέτη, παρουσιαζόμενου ως «προέδρου» του ψευδοκράτους, Ταλάτ. Οι πίεσεις δεν ασκούνται μόνο από έξω. Ασκούνται και εκ των έσω, από πολιτικές δυνάμεις που πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να εξευρεθεί «λύση» του Κυπριακού με τροποποιήσεις στο σχέδιο Ανάν. Ιδιαίτερη σημασία έχει από την άποψη αυτή η στάση του ΑΚΕΛ, εταίρου στην κυβέρνηση συνασπισμού (ΔΗΚΟ, ΑΚΕΛ, ΕΔΕΚ). Παρασκηνιακές προσπάθειες του γ. γραμματέα του ΑΚΕΛ, Δημήτρη Χριστόφια, να οργανώσει άτυπη «κοινωνική» συνάντηση στην εξοχική κατοικία του μεταξύ του κυπρίου προέδρου και του τουρκοκύπριου ηγέτη, προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις. Είναι προφανές ότι η τουρκική πλευρά επιδιώκει και προτείνει συναντήσεις «κορυφής». Κύριος στόχος της είναι η προβολή και η προώθηση μιας εικόνας δύο «ισότιμων» μερών και η παρουσίαση του Κυπριακού ως διακοινοτικού θέματος, χωρίς καμία αναφορά στην τουρκική κατοχή. Το ΑΚΕΛ, κινούμενο από άτοπο ιδεολογιστικό και διεθνιστικό ζήλο, διέπραξε επανειλημμένα το αμάρτημα της υπερβολής προς αυτήν την κατεύθυνση, επιδιώκοντας την «προσέγγιση με τους Τουρκοκυπρίους»! Κανείς δεν έχει αντίρρηση για μέτρα προσεγγίσεως και καλλιέργειας κλίματος φιλίας με τους Τουρκοκυπρίους. Οι Τουρκοκύπριοι ομως δεν είναι αυτόνομος παράγοντας. Αποτελούν, άλλωστε, μειονότητα σήμερα στα κατεχόμενα, σε σχέση με τους εποίκους.Η προσέγγιση με τους Τουρκοκυπρίους δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να γίνει άλλοθι για τη σιωπηρή παραγραφή της τουρκικής κατοχής, όπως επιδιώκει η Άγκυρα και η αμερικανοβρετανική διπλωματία. Οι προκλητικές δηλώσεις που έκανε άλλωστε την περασμένη εβδομάδα ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ταλάτ στην ηλεκτρονική εφημερίδα «Νέα Ανατολή» δείχνουν σαφώς ποια είναι τα όρια και οι προοπτικές τέτοιων συναντήσεων. Ο κ. Ταλάτ δήλωσε σαφώς ότι αυτό που επιδιώκει ως στρατηγικό στόχο είναι η αναγνώριση του ψευδοκράτους του. Δήλωσε επίσης επανειλημμένα στο παρελθόν ότι η τουρκική πλευρά δεν πρόκειται να δεχθεί καμία ουσιαστική αλλαγή του Σχεδίου Ανάν, όπως διαμορφώθηκε μετά την επιδιαιτησία Ανάν. Υπενθυμίζεται σχετικά, ότι το ΑΚΕΛ έπαιξε πολύ κρίσιμο ρόλο στη Νέα Υόρκη, για την αποδοχή από τον Πρόεδρο Παπαδόπουλο της μοιραίας επιδιαιτησίας Ανάν, που απεδείχθη τόσο ολέθρια για την ελληνική πλευρά.

Χρειάζεται επομένως μεγαλύτερη προσοχή σε θέματα πρωτοβουλιών, που αναδεικνύουν και αναβαθμίζουν εκ των πραγμάτων το παρανόμο τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος. Η ελληνική πλευρά πρέπει να εμμείνει σταθερά στην πάγια πολιτική της για αποδοχή συναντήσεων με την τουρκοκυπριακή ηγεσία μόνο πάνω σε συμφωνημένη διακοινοτική βάση, στο πλαίσιο του ΟΗΕ.

Το σημαντικότερο σήμερα για την Κύπρο είναι η διαφύλαξη του στρατηγικού πλεονεκτήματός της ως χώρας – μέλους της ΕΕ.
Αυτό θα αποτελέσει και τη βάση για δίκαιη αποδεκτή λύση

Η ελληνική πλευρά δίνει την εντύπωση πως δεν έχει συνειδητοποιήσει και δεν έχει εκτιμήσει σε όλο το μέγεθός του το γεγονός ότι η Κύπρος είναι σήμερα χώρα-μέλος της ΕΕ.

Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι είναι πολύ σημαντική η εξουσία, είναι όμως πολύ σημαντικότερη η θέληση και η αποφασιστικότητα να την ασκήσεις. Η ρήση αυτή του Αριστοτέλη δεν έχει σήμερα καλύτερη εφαρμογή από το διπλωματικό πεδίο στην ΕΕ, σε σχέση με την Κύπρο. Υπερακοντίζουν σήμερα οι τρίτοι, για την αναγνώριση της Κύπρου από την Άγκυρα, όπως επιτάσσουν οι αρχές και η έννομη τάξη της ΕΕ. Μεταξύ των τρίτων αυτών χωρών περιλαμβάνονται δυνάμεις με στρατηγικό ρόλο στην Ευρώπη, όπως η Γαλλία. Είναι δυνατόν η ελληνική πλευρά, με οποιαδήποτε προσχήματα, να εμφανισθεί ότι ζητά λιγότερα από το αυτονόητο που διεκδικούν για την Κύπρο τρίτες ευρωπαϊκές χώρες; Το ερώητημα αυτό πρέπει να απαντηθεί με αποφασιστικότητα και όχι με αμηχανία στην κοινή συνάντηση Αθηνών και Λευκωσίας την ερχόμενη Πέμπτη.

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου


Σχολιάστε εδώ