Τουρκία, Ευρώπη και Κυπριακή Δημοκρατία…
Αξιολογήθηκε ότι πιο εύκολο από τα τρία ήταν η λύση του Κυπριακού και γι’ αυτό άρχισε η προετοιμασία για να διαμορφωθεί το Σχέδιο Ανάν, που θα αποτελούσε και τον προπομπό και την άκρη του νήματος και για τα υπόλοιπα θέματα.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος τον Απρίλιο του 2004 και το ηχηρό ΟΧΙ του 76% ανέτρεψε τους σχεδιασμούς και δημιούργησε μια νέα εντελώς κατάσταση.
Η από 1η Μαΐου 2004 ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας ως πλήρους μέλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση δημιούργησε ακόμα μεγαλύτερα ρήγματα σε αυτήν την πορεία, αφού πλέον η βάση της λύσης και του Σχεδίου Ανάν, ότι το νέο κράτος δεν θα ήταν μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά δημιουργία από παρθενογένεση (βασική θεωρία λόρδου Χάνι), δεν μπορεί να ισχύσει, αφού εμποδίζεται από την ιδιότητα του κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μπροστά σε αυτά τα νέα δεδομένα και η Λευκωσία και η Αθήνα δεν σχεδίασαν καμιά νέα στρατηγική, αλλά επιμένουν ότι η βάση λύσης του Κυπριακού θα είναι το Σχέδιο Ανάν, με αλλαγές που δεν θα αλλάζουν την ουσία και φιλοσοφία του σχεδίου, αλλά και με την προσθήκη ότι η λύση θα βασίζεται και στις θεμελιώδεις αρχές ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η διακηρυγμένη γραμμή της Αθήνας ότι θα στηρίξει και θα προωθήσει την τουρκική ένταξη και η παράλληλη σύμφωνη άποψη της Λευκωσίας οδήγησαν στην αδυναμία άσκησης veto στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 17ης Δεκεμβρίου και έτσι επέτρεψαν στην Τουρκία να ακυρώσει την πρώτη απόφαση του Συμβουλίου ότι θα έπρεπε να προηγηθεί άμεση υπογραφή του πρωτοκόλλου επέκτασης της Συμφωνίας Τελωνειακής Σύνδεσης της Τουρκίας με τα δέκα νέα κράτη-μέλη.
Η Τουρκία σήμερα, θεωρώντας ότι η Αθήνα και η Λευκωσία δεσμεύονται με τη λογική, την ουσία και τη φιλοσοφία του Σχεδίου Ανάν, παράλληλα με την υπογραφή του πρωτοκόλλου καταθέτει μονομερή δήλωση άρνησης της ΥΠΑΡΞΗΣ κράτους με το όνομα Κυπριακή Δημοκρατία και ανοιχτά υποστηρίζει ότι στην Κύπρο αναγνωρίζει μόνο το ψευδοκράτος που η ίδια με την κατοχική ιδιότητά της ίδρυσε και το οποίο καταδικάστηκε ως μη υπάρχον από τα ψηφίσματα 541 και 550 του Συμβουλίου Ασφαλείας και χαρακτηρίστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ως τοπική διοίκηση υποτελής στην Τουρκία. Μπροστά σε αυτήν την αναμενόμενη εξέλιξη η μεν Αθήνα σφυρίζει αδιάφορα, η δε Λευκωσία στέκεται αμήχανη, αφού και αν ακόμα θέλει, οι εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες και ιδιαίτερα η ταύτιση των ηγεσιών του ΑΚΕΛ και του ΔΗΣΥ δημιουργούν στον Πρόεδρο Παπαδόπουλο εμπόδια ή του δίνουν προσχήματα για να μην τοποθετηθεί ξεκάθαρα και να απαιτήσει τη μη έναρξη διαπραγματεύσεων μεταξύ Τουρκίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν δεν αναγνωριστεί η Κυπριακή Δημοκρατία. Και αυτό χωρίς περιστροφές, αλλά με προγραμματισμό, μετριοπαθή προσέγγιση και συμπόρευση με τις ευρωπαϊκές εκείνες χώρες που, ασφαλώς για τα δικά τους συμφέροντα, είναι αντίθετες με την προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η μονομερής δήλωση της Τουρκίας περί μη αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας και εμμονής στην αναγνώριση του ψευδοκράτους, σε συνάρτηση με τις αντιδράσεις που δημιούργησε η προοπτική ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι μια συγκυρία, την οποία θα πρέπει να εκμεταλλευτούν και η Λευκωσία και η Αθήνα για να ξεκαθαρίσουν και να υποχρεώσουν την Τουρκία να αναλάβει τις ευθύνες της πρώτα και κύρια απέναντι στην Ευρώπη και, δεύτερον, να αποδεχθεί ότι η ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελεί γεγονός μη ανατρέψιμο. Κάτι με το οποίο πρέπει να συμβιβαστεί, εάν επιθυμεί πραγματική εναρμόνιση με τις ευρωπαϊκές αρχές και το ζωτικό δόγμα πάνω στο οποίο στηρίχθηκε και στηρίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, της μη αμφισβήτησης δηλαδή των κρατικών συνόρων και της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών-μελών.
Οι αντιδράσεις χωρών όπως η Γαλλία, η Αυστρία και η αναμενόμενη ταύτιση σε αυτήν τη θέση των χριστιανοδημοκρατών της Γερμανίας, που, όπως δείχνουν όλα τα σημερινά δεδομένα, τον Σεπτέμβριο θα είναι κυβέρνηση, έχουν θέσει σε αμφισβήτηση -αν δεν την έχουν ξεπεράσει- τη λογική που φαίνεται να βάσισαν η Λευκωσία και η Αθήνα, ότι δηλαδή τα μικρά βήματα στην πορεία των τουρκοευρωπαϊκών σχέσεων είναι καλύτερα από μια δυναμική από την αρχή πολιτική ξεκαθαρίσματος της ιδιότητας της Τουρκίας ως κατοχικής δύναμης. Η προδιάθεση του Προέδρου Παπαδόπουλου να μη συγκαλέσει Εθνικό Συμβούλιο, αλλά να ακολουθήσει την ίδια τακτική της ανταλλαγής απόψεων μόνο με την ηγεσία του ΑΚΕΛ και του ΔΗΣΥ, προδιαγράφει ότι οι αλλαγές αυτές δεν πρόκειται να γίνουν και ότι ο Πρόεδρος θα καταλήξει και πάλι σε λανθασμένη τοποθέτηση, όπως έγινε στη Νέα Υόρκη και οδήγησε στην αποδοχή της επιδιαιτησίας του γενικού γραμματέα κ. Ανάν για το σχέδιό του και όπως οδήγησε στη μη άσκηση veto στις 17 Δεκεμβρίου 2004.
Η λογική ότι πήραμε υπό τις περιστάσεις ό,τι μπορούσαμε δεν μπορεί να αποτελέσει πλέον άλλοθι, γιατί τα γεγονότα τρέχουν, διαμορφώνουν καταστάσεις, προσφέρουν ευκαιρίες που όποιος δεν είναι έτοιμος, προγραμματισμένος και αποφασισμένος να τις αξιοποιήσει, στο τέλος χάνει το παιχνίδι.
Η Κύπρος δεν έχει περιθώρια να χάνει ευκαιρίες, γιατί σιγά σιγά θα βουλιάξει εκεί που τη θέλει το Σχέδιο Ανάν, δηλαδή σε ένα ανάπηρο κράτος, που ναι μεν εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά που δεν ολοκλήρωσε τις υποχρεώσεις που ανέλαβε έναντι των διαφόρων για να συγκατανεύσουν στην ένταξή του. Εάν η Λευκωσία και η Αθήνα δεν αναδιατάξουν τη στρατηγική τους, θα βρεθούμε να αντιμετωπίζουμε όχι την παραδοξότητα της Άγκυρας να μην αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά την παραδοξότητα ευρωπαϊκές δυνάμεις να ζητούν ως προϋπόθεση έναρξης των διαπραγματεύσεων Τουρκίας – Ευρωπαϊκής Ένωσης την ξεκάθαρη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η Αθήνα και η Λευκωσία να παρακολουθούν αμήχανα.