ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΡΑ

H παραίτηση του ΙΡΑ από την ένοπλη πάλη δεν ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία. Ο ηγέτης του Σιν Φέιν, που αποτελεί τον πολιτικό βραχίονα του ΙΡΑ, Τζέρι Άνταμς, είχε προαναγγείλει την κατάθεση των όπλων σε μια δημόσια ομιλία του στο Μπέλφαστ, από τον Απρίλιο κιόλας.
Αναφερόμενος στο παρελθόν, ο Τζέρι Άνταμς (που αξίζει να πούμε ότι επανειλημμένα έχει αρνηθεί να δηλώσει ότι συμμετείχε στον ΙΡΑ) είπε πως δικαιολογούσε τις δραστηριότητες του ΙΡΑ, καθώς δεν υπήρχε καμιά άλλη εναλλακτική λύση για τους ανθρώπους που αρνούνταν να υποταχθούν στη βρετανική κυριαρχία. «Αυτός ο αγώνας πρέπει τώρα να προωθηθεί με άλλα μέσα», δήλωσε στη συνέχεια, για να θέσει και το εξής ρητορικό ερώτημα: «Μπορείτε να πάρετε θαρραλέες πρωτοβουλίες που θα οδηγήσουν στην επίτευξη των σκοπών σας μέσα από καθαρά πολιτική και δημοκρατική δραστηριότητα»; Την απάντηση την έδωσαν τα ίδια τα στελέχη του Σιν Φέιν, που αφού πρώτα ταξίδεψαν στην Ουάσινγκτον, τις Βρυξέλλες και το Λονδίνο, ώστε, σύμφωνα με ρεπορτάζ του διεθνούς Τύπου, να κοινοποιήσουν την απόφασή τους και να πάρουν το πράσινο φως, ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους, σηματοδοτώντας μια νέα εποχή στις προσπάθειες επίλυσης του βορειοϊρλανδικού ζητήματος – που αποτελεί ένα από τα ελάχιστα άλυτα εθνικά προβλήματα της Δυτικής Ευρώπης.

Οι Προτεστάντες είναι το πρόβλημα

Η παραίτηση από τον ένοπλο αγώνα που ανακοίνωσε το Σιν Φέιν (και πρέπει να πούμε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που εξαγγέλλεται) έρχεται ως συνέχεια της συμφωνίας ειρήνης της Μεγάλης Παρασκευής που υπογράφηκε το 1998 -προκαλώντας τότε τη δυσφορία πολλών μαχητών που αποχώρησαν και συγκρότησαν στη συνέχεια τον Πραγματικό ΙΡΑ- και η οποία προέβλεπε συγκεκριμένα βήματα για τη διασφάλιση της ειρήνης μεταξύ των Προτεσταντών που τάσσονται υπέρ της βρετανικής κυριαρχίας και των Καθολικών που καταγγέλλουν τη βρετανική κατοχή, ζητούν την αποχώρηση του βρετανικού στρατού και απαιτούν την ένωση της Βόρειας Ιρλανδίας με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Η συμφωνία που υπογράφηκε πριν από επτά χρόνια πολλές φορές φάνηκε όχι απλώς να τίθεται υπό αίρεση, αλλά να τινάζεται στον αέρα από την αυξημένη επιθετικότητα των Προτεσταντών, με πιο ενδεικτικό παράδειγμα την παύση λειτουργίας κατά τα δύο τελευταία χρόνια της κυβέρνησης της Βόρειας Ιρλανδίας που είχε ιδρυθεί στο πλαίσιό της συμφωνίας, λόγω των σφοδρών διαπληκτισμών μεταξύ των στελεχών του Σιν Φέιν από τη μια και των φανατικών Προτεσταντών του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος (DUP) από την άλλη, και των αποχωρήσεων που ακολούθησαν!

Παρ’ όλα αυτά, λόγω της ανακωχής που είχε ανακοινωθεί, τα όπλα είχαν σιγήσει επί της ουσίας πολύ πριν το Σιν Φέιν προχωρήσει στη σχετική ανακοίνωση, που έγινε δεκτή από το Λονδίνο με διθυράμβους. Επικροτώντας μάλιστα η κυβέρνηση Μπλερ με πρακτικό τρόπο την πρωτοβουλία του Σιν Φέιν, εξήγγειλε τη σταδιακή αποχώρηση μέσα στα επόμενα δύο χρόνια των 10.500 βρετανών στρατιωτών που είναι εγκατεστημένοι στη Βόρεια Ιρλανδία. Ο αγγλικός στρατός πήγε για πρώτη φορά στους δρόμους του Μπέλφαστ το 1970 με πρόσχημα να σταματήσει τις συγκρούσεις μεταξύ των Προτεσταντών ενωτικών και των Καθολικών, προφασιζόμενος μάλιστα ότι προτίθεται να προστατεύσει τη ζωή και τις περιουσίες των Καθολικών από τις δολοφονικές επιθέσεις και τους εμπρησμούς των Προτεσταντών. Το αποτέλεσμα ήταν να οδηγήσει την επιθετικότητα των ενωτικών σε ακόμη υψηλότερο σημείο, ο ίδιος ο βρετανικός στρατός να επιδοθεί σε ανηλεείς σφαγές αθώων πολιτών, όπως έγινε τη «Ματωμένη Κυριακή» του 1972 στο Λαντοντέρι, να αναλάβει στη συνέχεια τη δολοφονία στελεχών του ΙΡΑ – του οποίου η δράση χρονολογείται από την προπολεμική περίοδο κ.ο.κ.

Γκάνγκστερ και σίριαλ κίλερς!

Η άρνηση των Προτεσταντών να ακολουθήσουν το Σιν Φέιν, προκάλεσε την οργή του Λονδίνου. Ο υπουργός Βόρειας Ιρλανδίας Πίτερ Χάιν, μίλησε για «αυτοκαταστροφικές μεθόδους» και «συγκαλυμμένο γκανγκστερισμό». Ο υπουργός του Μπλερ δήλωσε επίσης ότι «οι κοινότητες της εργατικής τάξης στις προτεσταντικές περιοχές, που έχουν υποφέρει τόσο πολύ τα τελευταία τριάντα χρόνια, συνεχίζουν και τώρα να υπομένουν το βάρος του συνεχιζόμενου εκφοβισμού και των επιθέσεων. Και το χειρότερο είναι ότι ο εκφοβισμός και η βία προέρχονται από αυτούς που υποστηρίζουν ότι αντιπροσωπεύουν τις δικές τους κοινότητες και που δηλώνουν περήφανοι για την καταγωγή τους». Η ασυνήθιστα δηκτική δήλωση του Λονδίνου, και ιδιαίτερα η καταγγελία για «συγκαλυμμένο γκανγκστερισμό», κάθε άλλο παρά εν βρασμώ ψυχής έγιναν. Παρότι τα μέλη του ΙΡΑ είναι που κατηγορούνται πιο συχνά για συμμετοχή σε εγκληματικές δραστηριότητες (με απώτερο στόχο να συκοφαντηθεί και να δυσφημισθεί η οργάνωση που είχε στους κόλπους της τον ήρωα Μπόμπι Σαντς, ο οποίος πέθανε από απεργία πείνας στις φυλακές της Μάργκαρετ Θάτσερ το 1981), όλο και συχνότερα τον τελευταίο καιρό βλέπουν το φως της δημοσιότητας οι εγκληματικές δραστηριότητες των ένοπλων οργανώσεων των Προτεσταντών ή νομιμοφρόνων, όπως αποκαλούνται συχνά, επειδή δηλώνουν τη νομιμοφροσύνη τους προς το βρετανικό στέμμα. Έγραφε χαρακτηριστικά η «Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τρίμπιουν», τη Δευτέρα που μας πέρασε: «Φαίνεται πάντως ότι οι νομιμόφρονες αντί να πολεμούν τον ΙΡΑ έχουν στρέψει την προσοχή τους στο να μάχονται ο ένας τον άλλο. Στην κωμόπολη Χόλιγουντ, στα περίχωρα του Μπέλφαστ, την πρωτεύουσα του Όλστερ, οι αξιωματικοί της αστυνομίας έπρεπε να εγκαταστήσουν νυχτερινά μπλόκα για να μην έλθουν σε επαφή μεταξύ τους αντιμαχόμενες ομάδες Προτεσταντών – μια επιχείρηση που είχε κόστος 44.000 ευρώ ή 53.000 δολάρια την ημέρα.

Η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε αφού εκατοντάδες άνθρωποι που ήταν στρατευμένοι με μια συγκεκριμένη συμμορία νομιμοφρόνων οδήγησαν έξω από τα σπίτια τους την προηγούμενη Τετάρτη τις οικογένειες που ανήκαν σε άλλη συμμορία».

Φαίνεται λοιπόν ότι δεν αρκεί ο αφοπλισμός του ΙΡΑ που ανακοινώθηκε για να επέλθει ειρήνη στη Βόρεια Ιρλανδία, στον βαθμό που οι συμμορίες των Προτεσταντών -που δημιουργήθηκαν υπό την ενθάρρυνση και την υλική υποστήριξη του Λονδίνου- αποτελούν ένα διαρκή αποσταθεροποιητικό παράγοντα. Ο οπλισμός τους όμως, δεν διασφαλίζει μόνο την μακροημέρευση της κυριαρχίας του Λονδίνου, αλλά πολύ χειρότερα, απειλεί ακόμη και την ίδια τη ζωή της μειονότητας των Καθολικών. Σε ό,τι αφορά τον κερδισμένο από τον τερματισμό του ένοπλου αγώνα, αυτός αναμφισβήτητα είναι το Λονδίνο, που κλείνοντας και επίσημα ένα ανοιχτό μέτωπο μπορεί ανεμπόδιστα πλέον να στρέψει τη δύναμη πυρός που διαθέτει στις ασύμμετρες απειλές που δημιουργεί η αντιτρομοκρατική σταυροφορία.


Σχολιάστε εδώ