Κόμματα, «παράγοντες» και Τοπική Αυτοδιοίκηση

Ασφαλώς ο -σπάνια τηρούμενος- τετραετής εκλογικός «κύκλος» χαρακτηρίζεται συνήθως από σημαντικά πολιτικά συμβάντα τα οποία είτε ενσωματώνονται στη δυναμική της πολιτικής εξέλιξης είτε δρουν ανατρεπτικά, διακόπτοντας ακόμα και τη διάρκεια του εκλογικού αυτού κύκλου (π.χ. με παραιτήσεις, εκλογές κ.λπ.).

Όμως για να προκληθεί μια τέτοιους είδους «διακοπή» από μια συνήθη εκλογική διαδικασία, όπως αυτή των εκλογών για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, θα πρέπει ήδη η εκτελεστική εξουσία, η κυβέρνηση, να έχει χάσει την πολιτική και κοινωνική της νομιμοποίηση, τη συγκατάθεση ή και την ανοχή των πολιτών, ώστε μια συνήθης πολιτική αντιπαράθεση να εξελιχθεί σε μείζονα κρίση. Μια τέτοιου τύπου πολιτική παρέμβαση μέσω των εκλογών για την ΤΑ επιχείρησε η ΝΔ, πριν από είκοσι περίπου χρόνια (1986), μετατρέποντας τις εκλογές σε μείζονα κομματική αναμέτρηση και εισπράττοντας ικανά πολιτικά οφέλη.

Σε μια ιδιαίτερη δύσκολη πορεία διακυβέρνησης η ΝΔ επιδιώκει να διασφαλίσει το 2006 ένα ενδιάμεσο «βήμα» νομιμοποίησης, ώστε να διαμορφώσει ένα ευνοϊκό κλίμα για τις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Με εργαλείο τον εκλογικό νόμο αποβλέπει στη μεγιστοποίηση του πολιτικού οφέλους της ψήφου των οπαδών της, γι’ αυτό και προβάλλει το ποσοστό του 42% για την άμεση εκλογή από την πρώτη Κυριακή. Το ποσοστό αυτό βέβαια δεν προκύπτει από την ανάγκη ικανοποίησης κάποιας δημοκρατικής αρχής αλλά από τη σκοπιμότητα να εκμεταλλευθεί η κυβερνητική παράταξη στο έπακρο τις πολιτικές της δυνατότητες απέναντι στο εκλογικό σώμα. Με το ποσοστό του 42% η ΝΔ επιδιώκει να διατηρήσει τον έλεγχο των μεγάλων δήμων, ως επιβεβαίωση της πολιτικής της κυριαρχίας, και να επεκτείνει την παρουσία της στην υπερνομαρχία της Αθήνας. Μια τέτοια εξέλιξη θα επέτρεπε στη ΝΔ να θεωρήσει ότι η «αφετηρία» των εκλογών του 2004 μεταφέρεται αυτούσια στο 2006, οπότε η αναβάπτιση της πολιτικής της νομιμοποίησης θα προσέδιδε μια νέα δυναμική, ικανή να την οδηγήσει με σημαντικά πλεονεκτήματα στις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Βεβαίως το ποσοστό του 42% έχει άλλου είδους επιπτώσεις στις πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες της κυβερνητικής παράταξης. Γιατί διευκολύνει τη σύναψη τέτοιου είδους συμμαχιών μεταξύ του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΝ, κυρίως σε δήμους και νομαρχίες όπου η αντιπαράθεση θα είναι σκληρή και αμφίρροπη.

Πάντως αυτού του τύπου οι «συμμαχίες», που τα τελευταία χρόνια εξαντλούνται σε συναλλαγές για τον αριθμό των εκπροσώπων στα δημοτικά και νομαρχιακά συμβούλια, ελάχιστη σχέση έχουν με τη δημιουργία κοινωνικών ρευμάτων και συμπορεύσεων πάνω σε κοινές αρχές και στόχους. Από τη δική του πλευρά το ΠΑΣΟΚ δεν είναι σήμερα σε θέση να αποφασίσει σε ποιες αρχές θα στηριχθεί και ποιους στόχους θα καθορίσει για να ενισχύσει την πολιτική του παρουσία. Ασφαλώς το «πλαφόν» του 42% μπορεί να καταγγέλλεται αδαπάνως, ότι περιορίζει την έκφραση ενός ευρύτερου κοινωνικού και ιδεολογικού πλουραλισμού, όμως το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ αφορά στην αδυναμία του να διεκδικήσει κάποιον από τους μεγάλους δήμους ή να βελτιώσει σε αριθμητικό επίπεδο την επιρροή του στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.

Κι’ αυτό γιατί δεν μπορεί να μεταβληθεί σε έναν πολιτικό πόλο συσπείρωσης της κοινωνικής διαμαρτυρίας και της απογοήτευσης που προκύπτουν από τις νεοφιλεύθερες κυβερνητικές πολιτικές.

Αντίθετα το ίδιο το ΠΑΣΟΚ μοιράζεται την κοινωνική αποδοκιμασία με την κυβέρνηση της ΝΔ, λόγω του πρότερου κυβερνητικού του «βίου». Βεβαίως, το να ανάγεται το αποτέλεσμα των εκλογών για την Τοπική Αυτοδιοίκηση σε ύψιστο πολιτικό και κομματικό «διακύβευμα», ώστε να απασχολεί την πολιτική ζωή της χώρας επί τόσο μακρό διάστημα πριν από τις εκλογές, δεν συνιστά απλώς υπερβολή. Αποτελεί, αντίθετα, μια επί πλέον απόδειξη της πενίας της πολιτικής μας ζωής, της κρίσης του πολιτικού κόσμου, που δεν μπορεί να δημιουργήσει πολιτικά γεγονότα αλλά αρκείται σε επικοινωνιακού τύπου σχεδιασμούς και στην παραγωγή εντυπώσεων και παραπολιτικών σχολίων.

Από τη φύση του ο θεσμός της ΤΑ συνιστά έναν ενδιάμεσου βαθμού χώρο πολιτικοκοινωνικής νομιμοποίησης.

Τα ίδια τα κόμματα, ανάλογα με την επιρροή τους, είτε κομματικοποιούν είτε «αποχρωματίζουν» τις εκλογές, σε πολλές δε περιπτώσεις η «ανάγνωση» των αποτελεσμάτων παραπέμπει σε πρακτικές των φοιτητικών παρατάξεων.

Γι’ αυτό και η κρίση των κομμάτων δεν επιτρέπει απευθείας πολιτικές αναγωγές των αποτελεσμάτων. Παράλληλα και η κοινωνικοοικονομική συνιστώσα των εκλογών αυτών έχει υποβαθμισθεί. Η ΤΑ διαθέτει σήμερα ικανούς πόρους, όμως το παραγόμενο έργο σε πολύ λίγες περιπτώσεις μπορεί να διεκδικήσει δάφνες. Τον τύπο του δημάρχου-αγωνιστή, που διεκδικεί μέσα από μαζικές κοινωνικές διαδικασίες θεσμικούς και οικονομικούς στόχους έχει σήμερα αντικαταστήσει ο τοπικός άρχων-διαχειριστής που στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελεί κακέκτυπο της κεντρικής γραφειοκρατικής-διεφθαρμένης εξουσίας. Οι πελατειακές σχέσεις, τα φαινόμενα της συναλλαγής και της διαφθοράς στις αναθέσεις έργων και στη διαχείριση των κονδυλίων μαστίζουν σήμερα τον θεσμό της ΤΑ.

Και αυτή η δομή της διαφθοράς στηρίζεται και αναπαράγεται από συνασπισμούς συμφερόντων, διακομματικής εμβέλειας, με συνέπεια τα ψηφοδέλτια των παρατάξεων να βρίθουν από παράγοντες και εκπροσώπους των μεγαλοεργολάβων, οι οποίοι μοιράζονται, στη συνέχεια, εν αγαστή συνεργασία, τα κονδύλια και τους πόρους.

Αυτή τη δομική μορφή φθοράς και διαφθοράς δεν μπορούν να τη θίξουν ούτε η εκτελεστική εξουσία ούτε τα κόμματα, τα οποία ενδιαφέρονται αποκλειστικά για το «χρώμα» του δήμου ή της νομαρχίας που θα παρουσιασθεί στον χάρτη της χώρας το βράδυ των εκλογών.

Άλλωστε η τύχη των εκπροσώπων της ΤΑ εξαρτάται ευθέως από τους μεγαλοπαράγοντες και τους κατόχους των ΜΜΕ σε κάθε νομό, σε κάθε δήμο, με αποτέλεσμα να αναπαράγεται σε τοπικό επίπεδο το σχήμα της διαπλοκής των συμφερόντων, κατ’ εικόνα και ομοίωση των εθνικής εμβέλειας διαπλεκομένων…

Γι’ αυτό και το θέμα των προκριματικών εκλογών για την ανάδειξη των υποψηφίων ανάγεται σε κυρίαρχο πρόβλημα τόσο για το ΠΑΣΟΚ όσο και για τη ΝΔ. Γιατί δεν πρόκειται πλέον για αντιπαραθέσεις που προκύπτουν από τις φιλοδοξίες και τις πολιτικές βλέψεις των στελεχών και των φίλων των κομμάτων. Αλλά για αδυσώπητες συγκρούσεις οικονομικών συμφερόντων, που διαλύουν τις τοπικές κοινωνίες και ευτελίζουν κάθε έννοια αυτονομίας και αυτοδιοίκησης του θεσμού.

Σ’ αυτό το βασικό, στρατηγικό για το μέλλον του θεσμού της ΤΑ, πρόβλημα θα πρέπει να εγκύψουν κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση, αντί να ασχολούνται με τα ποσοστά και με τα πολιτικά πρόσωπα που περιφέρουν ήδη, ως «πολύφερνες νύφες», την υποψηφιότητά τους για τους μεγάλους δήμους… Σημείο κι αυτό των καιρών…


Σχολιάστε εδώ