Αχίλλειος πτέρνα η ίδια η ελληνική στάση
Είχε προηγηθεί το καλοστημένο σενάριο της βρετανικής προεδρίας. Η Τουρκία υπέγραψε το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Ενώσεως με τις 10 νέες χώρες-μέλη. Συνόδευσε όμως την υπογραφή του με μια θρασύτατη δήλωση, την οποία μάλιστα ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών κ. Γκιουλ έσπευσε να χαρακτηρίσει ως αναπόσπαστο μέρος του πρωτοκόλλου. Με τη δήλωση αυτή, η Άγκυρα ούτε λίγο ούτε πολύ κάνει σαφές ότι όχι μόνο δεν αναγνωρίζει και δεν θα αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, αλλά επιπλέον αμφισβητεί ευθέως τη διεθνή θέση της Κύπρου και την ίδια την υπόστασή της ως χώρας-μέλους της ΕΕ. Παραγράφει ενδιαμέσως την τουρκική κατοχή.
Η βρετανική προεδρία, που είτε ως τρόικα είτε σε διμερή βάση βρισκόταν από μήνες σε στενή συνεργασία και συμπαιγνία με την Άγκυρα, έσπευσε να καλύψει την τουρκική δήλωση και να αποτρέψει έντονες αντιδράσεις που θα μπορούσαν να απειλήσουν την προγραμματισμένη για τις 3 Οκτωβρίου έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Συγκεκριμένα, προέβαλε, κατά πρώτο λόγο, τη δική της ερμηνεία για το πρωτόκολλο και την υπογραφή του. Είπε, δηλαδή, ότι η υπογραφή από την Τουρκία του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Ενώσεως δεν συνεπάγεται διπλωματική αναγνώριση και ότι το νόημα αυτό συμφωνήθηκε στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου.
Προσπάθησε, κατά δεύτερο λόγο, να υποβαθμίσει τη σημασία της τουρκικής δηλώσεως και να αποτρέψει αντιδράσεις. Η Μ. Βρετανία, που επιδιώκει όσο και η Τουρκία την ντε φάκτο προώθηση και επιβολή του Σχεδίου Ανάν, δεν έχει κανέναν λόγο να δυσανασχετεί για το περιεχόμενο της τουρκικής δηλώσεως. Περιορίσθηκε μόνο να επισημάνει το αυτονόητο, ότι η Κυπριακή Δημοκρατία και μόνο αυτή είναι υποκείμενο του Διεθνούς Δικαίου. Η δήλωση όμως αυτή δεν σημαίνει από μόνη της πολλά πράγματα. Παραπέμπει σε μια νομική και όχι πολιτική θέση. Η Μ. Βρετανία έχει ειδικούς λόγους να μη θέλει την άμεση αμφισβήτηση του νομικού καθεστώτος στην Κύπρο, που εγκαθιδρύθηκε με τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου του 1960 και τη δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο λόγος είναι ότι το καθεστώς των αγγλικών βάσεων αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των συμφωνιών του 1960.
Μέχρι λοιπόν την ευόδωση των προσπαθειών της για επιβολή της επιθυμητής σε αυτή λύσεως στο Κυπριακό και την εγκαθίδρυση μιας «νέας τάξεως πραγμάτων», όπως προέβλεπε το Σχέδιο Ανάν, η Μ. Βρετανία είναι ιδιαίτερα προσεκτική.
Κινητοποίηση των μηχανισμών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Για να επιτύχει τους στόχους της η Μ. Βρετανία, που έχει για ένα εξάμηνο το πλεονέκτημα της ευρωπαϊκής προεδρίας, κινητοποίησε τους μηχανισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ο φινλανδός επίτροπος, αρμόδιος για θέματα διευρύνσεως Όλι Ρεν, άξιος διάδοχος του Γερμανού Γκίντερ Φερχόιγκεν, έσπευσε να αποφανθεί ότι η τουρκική δήλωση δεν θέτει θέμα ανακοπής της πορείας της προς την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Η δήλωσή του είναι από κάθε πλευρά απαράδεκτη. Επιχειρεί ουσιαστικά να διαμορφώσει κλίμα και να προκαταλάβει τη θέση του Συμβουλίου Μονίμων Αντιπροσώπων (COREPER), που θα συνέλθει στις 26 Αυγούστου, και του ατύπου Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών, που θα συνέλθει στις 1-2 Σεπτεμβρίου.
Στο ίδιο πνεύμα και με τους ίδιους στόχους, ο εκπρόσωπος Τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Αμαντέο Αλταφάι, σχολιάζοντας τις δηλώσεις του γάλλου πρωθυπουργού, υπερέβη κάθε όριο. Είπε, συγκεκριμένα, ότι «η αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία δεν θα γίνει στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αλλά στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών».
Ως η Κύπρος, δηλαδή, να μην ήταν ανεγνωρισμένη από τον ΟΗΕ ή να μην είναι ανεγνωρισμένη από την ΕΕ, με βάση τη Συνθήκη Προσχωρήσεως.
Εκφράζοντας περαιτέρω την ίδια φιλοσοφία, τόνισε ότι δεν πρέπει να αναμειχθεί η ΕΕ στο πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου και ότι αυτό αντιμετωπίζεται σε μια παράλληλη διαδικασία από τα Ηνωμένα Έθνη.
Προκύπτει βεβαίως η απορία πώς τολμούν εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να παίρνουν τέτοιες θέσεις και πώς εκτιμούν τις ελληνικές αντιδράσεις.
Είναι προφανές ότι η βρετανική προεδρία συσπειρώνει και κατευθύνει το μέτωπο των δυνάμεων που υποστηρίζουν την ένταξη της Τουρκίας και παραλλήλως τον παραμερισμό του Κυπριακού ως προβλήματος για την Άγκυρα, με ταυτόχρονη υποβάθμιση της Κύπρου σε χώρα-μέλος δευτέρας κατηγορίας, εν αναμονή μάλιστα αντικαταστάσεώς της από ένα νέο μελλοντικό «κράτος» τύπου Ανάν!
Στο πνεύμα αυτό, επιδιώκει ειδικότερα ούτε να εγερθεί θέμα διπλωματικής αναγνωρίσεως της Κύπρου από την Τουρκία, πριν από την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, ούτε να τεθεί οποιοδήποτε θέμα για την τουρκική δήλωση και να προταθούν νέοι όροι στο διαπραγματευτικό πλαίσιο.
Έντονες αντιδράσεις επίσης από Αυστρία και το γερμανικό Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα
Οι ευρωπαϊκές αντιδράσεις δεν περιορίζονται όμως μόνο στις δηλώσεις του γάλλου πρωθυπουργού. Στο ίδιο πνεύμα, ότι δηλαδή «είναι αδιανόητο ν’ αρχίσει οποιαδήποτε διαδικασία διαπραγματεύσεων με μια χώρα που δεν αναγνωρίζει καθένα από τα μέλη της ΕΕ, δηλαδή και τα 25», έκανε δηλώσεις, πριν ακόμη από τον γάλλο πρωθυπουργό, ο αναπληρωτής καγκελάριος της Αυστρίας Χιούμπερτ Γκόρμπαθ. Ο εκπρόσωπος του γερμανικού Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος για θέματα εξωτερικής πολιτικής Φρίντριχ Πφλίγκερ, έσπευσε επίσης να ευθυγραμμισθεί με τον γάλλο πρωθυπουργό, δηλώνοντας: «Η θέση της Άγκυρας δεν έχει λογική και αντίκειται στο πνεύμα των κριτηρίων που έχουν τεθεί για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της 3ης Οκτωβρίου». Κάλεσε με την ίδια ευκαιρία τον γερμανό καγκελάριο Σρέντερ να δηλώσει τι στάση θα τηρήσει στο ζήτημα αυτό στη σύνοδο του Συμβουλίου των Μονίμων Αντιπροσώπων και στο άτυπο Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών.
Ο πρόεδρος της μεγαλύτερης ομάδας των χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Χανς Γκερτ Πέτεριγκ επανήλθε με νέες δηλώσεις, στις οποίες θέτει το θέμα της αναγνωρίσεως της Κύπρου από την Τουρκία ως θέμα αρχής, για το οποίο πρέπει η Κύπρος να ζητήσει την αλληλεγγύη των ευρωπαίων εταίρων της, διατηρώντας ως αυτονόητο το δικαίωμα να μη συγκατατεθεί στην έναρξη των τουρκικών ενταξιακών διαπραγματεύσεων, αν δεν αναγνωρισθεί από την Άγκυρα.
Το Κυπριακό στο επίκεντρο ευρύτερων ευρωπαϊκών εξελίξεων
Οι ευρωπαϊκές αυτές εξελίξεις θέτουν το Κυπριακό στο επίκεντρο ευρωπαϊκών πολιτικών. Αυτές υπερβαίνουν προφανώς κατά πολύ το Κυπριακό, αλλά ταυτόχρονα το επαναπροσδιορίζουν και δημιουργούν νέους ευνοϊκούς συσχετισμούς για την ελληνική πλευρά, διανοίγοντας προοπτικές για ευρωπαϊκή λύση.
Η ελληνική πλευρά φαίνεται όμως πάλι ανέτοιμη και δειλή. Βρίσκει ως εύκολη δικαιολογία το άλλοθι που προβάλλεται επιτηδείως και κατά κόρον από την τουρκική και αγγλοαμερικανική διπλωματία, ότι δηλαδή οι Ευρωπαίοι, που αντιτίθενται στην ένταξη της Τουρκίας, θέλουν να χρησιμοποιήσουν ως πρόσχημα την Κύπρο!
Καμιά όμως εξωτερική πολιτική δεν ασκείται στο κενό. Η Γαλλία π.χ. δεν κρύβεται πίσω από την Κύπρο. Ακόμη και πριν από το δημοψήφισμα για το Ευρωσύνταγμα, όταν ο πρόεδρος Σιράκ είχε υποστηρίξει κατ’ αρχήν την τουρκική ένταξη, είχε δηλώσει ότι θα έθετε σε δημοψήφισμα το τελικό «ναι» της Γαλλίας. Μετά το δημοψήφισμα, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψιν τα μηνύματά του, έκανε ακόμη πιο σαφή την πολιτική της χώρας του. Σαφής είναι και η θέση αρκετών άλλων χωρών και κομμάτων, όπως κατά πρώτο λόγο της Αυστρίας και του γερμανικού Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος.
Οι άλλες χώρες δεν μπορούν να είναι βασιλικότερες του βασιλέως
Οι χώρες όμως και τα κόμματα αυτά δεν έχουν άμεσα διμερή προβλήματα με την Τουρκία. Δεν έχουν μέρος του εθνικού τους χώρου κατεχόμενο και εποικιζόμενο από την Τουρκία ούτε αμφισβήτηση των συνόρων και της κυριαρχίας τους από την Τουρκία και συνεχείς προκλήσεις της τουρκικής αεροπορίας εις βάρος τους. Παίρνοντας τις θέσεις αυτές, έχουν επίσης κόστος στις διμερείς τους σχέσεις με την Τουρκία.
Είναι επομένως, καταπληκτικό και παράδοξο οι χώρες και τα κόμματα αυτά να βρίσκονται στο Κυπριακό σε θέση πλειοδοσίας και σε θέση οφσάιντ, σε σχέση με την ελληνική πλευρά και την υπεράσπιση βασικών αρχών, που έχουν ζωτική σημασία για την ελληνική πλευρά.
Δεν αποτελεί λύση η «άψογη στάση»
Η αντίδραση μέχρι τώρα της ελληνικής πλευράς υπήρξε χλιαρή και άτονη. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η αγγλική προεδρία συντόνισε επιτηδείως την επίσκεψη του Προέδρου Παπαδόπουλου στο Λονδίνο και την υποτιθέμενη «βελτίωση» των κυπροβρετανικών σχέσεων με την επίσκεψη Ερντογάν και την υπογραφή από την Τουρκία του πρωτοκόλλου με τη γνωστή συνοδευτική δήλωση.
Προφανώς, επεδίωκε να ελέγξει και να οριοθετήσει τις ελληνικές αντιδράσεις. Τον ίδιο στόχο είχε η παράλληλη πρόσκληση στην Ουάσινγκτον του κυπρίου υπουργού Εξωτερικών κ. Ιακώβου για συνάντηση με την Κοντολίζα Ράις και τη «βελτίωση» των κυπροαμερικανικών σχέσεων. Τον ίδιο τέλος στόχο είχε ο προγραμματισμός της επισκέψεως του έλληνα πρωθυπουργού στην Άγκυρα, τον Αύγουστο. Η επίσκεψη, ευτυχώς για το κύρος της Ελλάδος και του ιδίου του πρωθυπουργού, ανεβλήθη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η πολιτική που σχεδιαζόταν να εκφρασθεί με την επίσκεψη, δεν μπορεί να υπάρξει και χωρίς την επίσκεψη, σε χαμηλότερους τόνους.
Επιτακτική η επανεξέταση της τρέχουσας εξωτερικής πολιτικής
Είναι σημαντικό και επιτακτικό για τον λόγο αυτό να αποσαφηνισθεί και να καθορισθεί η πολιτική της ελληνικής πλευράς σε σχέση με την τουρκική δήλωση, την αναγνώριση της Κύπρου από την Άγκυρα και τη στρατηγική τόσο για το Κυπριακό όσο και γενικότερα για τα ελληνοτουρκικά.
Η κυπριακή κυβέρνηση, σχολιάζοντας τις δηλώσεις του γάλλου πρωθυπουργού αλλά και τις απαράδεκτες δηλώσεις των εκπροσώπων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υπεγράμμισε ότι: «Η Άγκυρα οφείλει, χωρίς άλλη καθυστέρηση, να συνειδητοποιήσει, να αποδεχθεί και να αναγνωρίσει, έγκαιρα, τη νομική και πολιτική πραγματικότητα ότι η Κύπρος είναι μία από τις 25 χώρες μέλη της ΕΕ».
Ο εκπρόσωπος του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών ήταν πολύ λιγότερο σαφής στις δηλώσεις του. Άφησε να πλανάται η εντύπωση ότι τίποτε δεν άλλαξε στη γνωστή πολιτική της υποστηρίξεως της ενταξιακής προοπτικής της Τουρκίας, χωρίς κανένα ουσιαστικά όρο και της παραπομπής των προβλημάτων σε βάθος χρόνου!
Η πολιτική αυτή, εάν φθάσει μάλιστα στο σημείο της σιωπηρής ανοχής της τουρκικής δηλώσεως, που επισυνάφθηκε στο πρωτόκολλο, θα υποσκάψει εκ των πραγμάτων τη θέση της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και θα υποθηκεύσει καίρια την ένταξη της Κύπρου ως στρατηγικού πλεονεκτήματος για μια δίκαιη λύση του Κυπριακού.
Αυταπάτη και φενάκη οι διαβεβαιώσεις για «αλλαγές» στο Σχέδιο Ανάν
Οι αμερικανικές και αγγλικές διαβεβαιώσεις ότι μια «προσεκτική» στάση της ελληνικής πλευράς θα υποβοηθήσει την έναρξη μιας νέας διαδικασίας για τη «λύση» του Κυπριακού με «αλλαγές» στο Σχέδιο Ανάν, είναι αυταπάτη και φενάκη. Η τουρκική πλευρά, ιδίως αν κατορθώσει να υπερβεί τον σκόπελο του πρωτοκόλλου και να καταστήσει την υπογραφή του, υπό τους δικούς της όρους, μπούμερανγκ για την ελληνική πλευρά, δεν θα έχει κανένα λόγο να δώσει πίσω οτιδήποτε της δόθηκε με την επιδιαιτησία Ανάν στο Κυπριακό ή να επιδείξει «καλή θέληση» στο Αιγαίο.
Αντιθέτως, μια νέα τέτοια νίκη θα καθιστούσε την Άγκυρα άκρως υπερφίαλη, προκλητική και επιθετική. Ένα δείγμα αυτού του θράσους είναι η συμπεριφορά της απέναντι στον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος προσέφερε από τη θέση του ανεκτίμητες υπηρεσίες για την προώθηση στην Ευρώπη της ιδέας της τουρκικής εντάξεως.
Η ελληνική πλευρά έχει ακόμη το περιθώριο, μέχρι τη σύνοδο του Συμβουλίου Μονίμων Αντιπροσώπων στις 26 Αυγούστου και το άτυπο Συμβούλιο Υπουργών στις 1-2 Σεπτεμβρίου, να εξετάσει νηφάλια τις εξελίξεις και να διαμορφώσει την πολιτική και τη στρατηγική της.
Η Ελλάδα, υπό οποιοδήποτε πρόσχημα ή ιδεολόγημα, δεν μπορεί να παίζει ρόλο ανεπιφύλακτου σημαιοφόρου της τουρκικής ευρωπαϊκής πορείας και ουραγού σήμερα της βρετανικής προεδρίας, αναλώμασι μάλιστα δικών της ζωτικών εθνικών συμφερόντων. Είναι καιρός να εξαχθούν συμπεράσματα από τη μέχρι τώρα πορεία, να αξιολογηθούν σωστά οι νέοι παράγοντες και να χαραχθεί νέα πολιτική και εθνική στρατηγική, όχι μόνο σε ό,τι αφορά τα ελληνικά θέματα αλλά και σε ό,τι αφορά την ιδέα και την πορεία της Ενωμένης Ευρώπης και τη θέση και τον ρόλο της Ελλάδος σ’ αυτήν.
* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου