Φως στο σκοτεινό παρασκήνιο των συνομιλιών για το Σχέδιο Ανάν

Η Claire Palley εξέδωσε για την περίοδο αυτή ένα βιβλίο με τίτλο «Μια μεγάλη αποτυχία Διεθνών Σχέσεων». Αναφέρεται διεξοδικά στις συνομιλίες και διαπραγματεύσεις που έλαβαν χώρα για το Σχέδιο Ανάν και στον ρόλο που διαδραμάτισε ειδική ομάδα για το Κυπριακό της Γραμματείας του ΟΗΕ, υπό την καθοδήγηση του συμβούλου του Γεν. Γραμματέα για το Κυπριακό, Αλβάρο ντε Σότο. Όσα αποκαλύπτει για τον ρόλο του τελευταίου και της ομάδας του, που ενεργούσαν σε στενή συνεργασία με την αμερικανική, αγγλική και τουρκική διπλωματία, αποτελούν όνειδος και κατάντημα για τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Αποτελούν ταυτόχρονα ράπισμα για όσους εξακολουθούν ακόμη να θεωρούν το Σχέδιο Ανάν ως δήθεν χαμένη ευκαιρία και ως δήθεν αποδεκτό πλαίσιο για τη λύση του Κυπριακού. Με αυστηρή, τεκμηριωμένη και αντικειμενική γλώσσα, η Claire Palley χύνει άπλετο φως στο σκοτεινό παρασκήνιο που περιέβαλε το Σχέδιο Ανάν και ιδιαίτερα την περιβόητη επιδιαιτησία Ανάν. Παραθέτει σχετικά, σε παράρτημα, το υπόμνημα με τα 11 σημεία που υπέβαλε στον Γ. Γραμματέα, εκ μέρους της τουρκικής πλευράς, ο Τούρκος μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών, πρέσβης Ζιγιάλ. Τα σημεία αναφέρονταν σε ζωτικής σημασίας θέματα, εκτός του συμφωνημένου στη Νέα Υόρκη πλαισίου και έγιναν σχεδόν όλα αποδεκτά (τα 10 και 1/2 από τα 11).

Παραθέτουμε τέσσερα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο της Claire Palley, που αναφέρονται στην κατοχύρωση, μέσω του Σχεδίου Ανάν, των στρατηγικών συμφερόντων της Τουρκίας και της Αγγλίας στην Κύπρο. Συγκεκριμένα, το πρώτο αναφέρεται στην επεξεργασία από τις Τεχνικές Επιτροπές των ομοσπονδιακών νόμων, που θα ίσχυαν στο νέο κράτος της δήθεν «Ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας». Αναφέρεται επίσης στις λεγόμενες «συμφωνίες συνεργασίας» που θα υπογράφονταν μεταξύ της κεντρικής κυβερνήσεως και των δύο συνιστώντων κρατών.

• Υφαρπαγή της οικονομικής ζώνης και της υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Κύπρου από την Άγκυρα

Η Τουρκία επεδίωξε, μέσω αυτών, να θέσει υπό τον δικό της έλεγχο την οικονομική ζώνη και την υφαλοκρηπίδα μεταξύ Κύπρου και Τουρκίας. Το εξοργιστικό είναι ότι η αξίωση αυτή περιελήφθη στο τελικό Σχέδιο Ανάν 5.

• Συμπερίληψη στο Σχέδιο Ανάν όλων των «διεθνών» συνθηκών που υπέγραψε το ψευδοκράτος με την Άγκυρα για τον γεωπολιτικό έλεγχο της Κύπρου από αυτήν

Το δεύτερο απόσπασμα αναφέρεται στις ομοσπονδιακές «συνθήκες», που περιελήφθησαν αυθαιρέτως, χωρίς καμία διαπραγμάτευση, στο Σχέδιο Ανάν, με την περιβόητη επιδιαιτησία Ανάν, και αφορούν θέματα όπως ο έλεγχος του εναέριου χώρου, ο θαλάσσιος και ο παράκτιος έλεγχος, η υφαλοκρηπίδα και τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως, η θαλάσσια οικονομική ζώνη. Η Claire Palley καταγγέλλει τον επαίσχυντο ρόλο της Γραμματείας του ΟΗΕ, που λειτουργώντας ως ενεργούμενο άλλων δυνάμεων, καταπάτησε κάθε έννοια διεθνούς δικαίου και διεθνούς δεοντολογίας και από θεματοφύλακας των αρχών αυτών μετετράπη σε συστηματικό και απροκάλυπτο παραβιαστή τους.

• Με το Σχέδιο Ανάν οι αγγλικές βάσεις θα αποκτούσαν χωρικά ύδατα 12 μιλίων και θα διεκδικούσαν δικαιώματα «παράκτιου κράτους»

Το τρίτο απόσπασμα αναφέρεται στις αγγλικές βάσεις και στο ειδικό πρωτόκολλο γι’ αυτές, που περιελήφθη στο τελικό Σχέδιο Ανάν. Η Claire Palley αναλύει λεπτομερειακά το τι θα σήμαινε αυτό.

• Οι αγγλικές βάσεις είναι ενταγμένες σ’ ένα παγκόσμιο σύστημα γεωστρατηγικού ελέγχου

Σε ένα τέταρτο απόσπασμα, η Claire Palley αναλύει λεπτομερειακά τον ρόλο που διαδραματίζουν σήμερα οι αγγλικές βάσεις και τη γεωστρατηγική σημασία τους που απορρέει από αυτόν.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικές οι πληροφορίες που παρέχει για την τεχνολογική τους αναβάθμιση και τη διασύνδεσή τους με δορυφορικά συστήματα ελέγχου και πληροφοριών, όπως επίσης για την άσκηση αεροπορικού ελέγχου σ’ ολόκληρη την περιοχή του Καυκάσου, της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.

1. Πρώτο απόσπασμα:
«Ομοσπονδιακοί νόμοι»


«Η ελληνοκυπριακή πλευρά ήταν ιδιαίτερα ανήσυχη για ένα αριθμό σημαντικών ομοσπονδιακών νόμων, που είχαν οριστικοποιηθεί από την ομάδα της Γραμματείας του ΟΗΕ τον Φεβρουάριο του 2003. Κατά το διάστημα αυτό, η ομάδα του ΟΗΕ οριστικοποίησε τις πρόνοιες που θα καθόριζαν τον τρόπο λήψεως αποφάσεων και τις διαδικασίες στους νόμους και στις συμφωνίες συνεργασίας (μεταξύ κεντρικής κυβερνήσεως και συνιστώντων “κρατών”), σύμφωνα με τις απαιτήσεις της τουρκικής πλευράς.

Τα περισσότερα σχέδια νόμων είχαν υποβληθεί από την Ε/Κ πλευρά (γιατί η Τ/Κ πλευρά, μέχρι τον Ιανουάριο 2003 δεν είχε εμπλακεί στην επεξεργασία νόμων, λόγω πολιτικών οδηγιών που είχε λάβει να μη κάνει τίποτε μέχρι τον Μάρτιο του 2003).

Όταν οι νομικές ομάδες των δύο πλευρών ξανάρχισαν, ενεργητικά, εργασία τον Φεβρουάριο 2004, εμφανίσθηκαν πάλι διαφορές θέσεων. Στην πλειονότητα των σημαντικών περιπτώσεων, η ομάδα ΟΗΕ υιοθέτησε τις Τ/Κ (στην πραγματικότητα τουρκικές) τροποποιήσεις ως “απαραίτητες για τη συμπλήρωση των σχετικών νόμων”.

Μια υιοθέτηση από την ομάδα ΟΗΕ των τουρκικών θέσεων, με ξεχωριστή σημασία, είχε σχέση με τον νόμο που αφορούσε την υφαλοκρηπίδα της Κύπρου, πρόνοια 3.2. Σύμφωνα με αυτήν, η Κύπρος δεν θα μπορούσε ούτε καν να εξερευνήσει, όχι να εκμεταλλευθεί, την υφαλοκρηπίδα της και κατά μήκος της βόρειας και μεγάλους μέρους της ανατολικής της ακτής, μέχρι τη στιγμή που η Τουρκία θα συμφωνούσε στην οριοθέτησή της ή θα έκανε σαφές ότι δεν αμφισβητούσε οποιαδήποτε περιοχή πέραν των χωρικών υδάτων. Είναι προφανές για τον καθένα ότι μια τέτοια κατάσταση θα είχε ως αποτέλεσμα η Κύπρος να μην έχει υφαλοκρηπίδα απέναντι στην Τουρκία».

(Σ.σ.:Είναι προφανές επίσης το προηγούμενο που θα έθετε για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο).

2. Δεύτερο απόσπασμα:
«Ομοσπονδιακές “συνθήκες”»


«Έγιναν επίσης παρεμβάσεις από την ομάδα ΟΗΕ στην οριστικοποίηση του καταλόγου των “συνθηκών” που θα δέσμευαν το νέο κράτος που θα προέκυπτε, την “Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία”.

Αυτό έγινε τόσο ως απάντηση σε απευθείας αξιώσεις της Τουρκίας όσο και σε απαιτήσεις της Τ/Κ πλευράς, που επαναλάμβανε τις αξιώσεις της Τουρκίας σχετικά με τη συμφωνία που είχε υπογράψει η Κυπριακή Δημοκρατία με την Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου, για την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, στις 17 Φεβρουαρίου 2003.

Στις 2 Μαρτίου 2004, η Τουρκία εξέδωσε επίσημη ανακοίνωση (νοτα) με την οποία εξέφρασε την αντίθεσή της στη συμφωνία. Με την ανακοίνωση αυτή, δήλωσε ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει τη συμφωνία ή οποιεσδήποτε αλλαγές σε νομικά δικαιώματά της. Επιπλέον, αμφισβήτησε (όπως το έπραξε συχνά και σε άλλες περιπτώσεις) ότι δεν υπήρχε ενιαία αρχή, αρμόδια να εκπροσωπήσει την Κύπρο, αντιδρώντας με τον τρόπο αυτό στην ικανότητα της Κύπρου να ασκήσει το δικαίωμα της συνομολογήσεως συνθηκών.

Η Τουρκία διαμαρτυρήθηκε απευθείας στον Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ. Ισχυρίσθηκε ότι αυτή επηρεάζει αρνητικά για την Τουρκία την ισορροπία μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας που εγκαθιδρύθηκε από τη συνθήκη εγγυήσεως και την ιδρυτική συμφωνία. Την αμφισβήτησε επίσης ισχυριζόμενη ότι η συμφωνία με την Αίγυπτο, με βάση τη μέση γραμμή και όχι την αρχή της ευθυδικίας, είναι βλαπτική για την Τουρκία. Η Τουρκία προσπάθησε με την αντίθεσή της αυτή να προωθήσει τη δική της, μελλοντική αξίωση κατά της “Ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας” ότι η μέση γραμμή δεν μπορεί να γίνει δεκτή μεταξύ αυτής και της Κύπρου στη θάλασσα της Ανατολικής Μεσογείου και της Κιλικίας, διεκδικώντας για την ίδια το μεγαλύτερο μέρος της υφαλοκρηπίδας μεταξύ των δύο κρατών.

Σε συνέχεια της αντιθέσεως της Τουρκίας, η ομάδα του ΟΗΕ σημείωσε επιφύλαξη της Τουρκίας στη συνθήκη για θέματα που αφορούν τη νέα τάξη πραγμάτων στην Κύπρο, κατά τρόπο που η αποδοχή της από την Τουρκία δεν σήμαινε σε καμία περίπτωση ότι η Τουρκία αποδεχόταν την ισχύ ή την εγκυρότητα της συμφωνίας με την Αίγυπτο. Υπετίθετο όμως ότι η συνθήκη για τη νέα τάξη πραγμάτων δεν υπέκειτο σε καμία επιφύλαξη.

Η αντίθεση της Τουρκίας στη συμφωνία με την Αίγυπτο συμβάδιζε με την αντίθεσή της για την εφαρμογή της συμβάσεως που αφορά το καθεστώς των στενών, η οποία υπεγράφη στο Μοντρέ στις 20 Ιουλίου 1936. Η Τουρκία ήθελε πάντα να μειώσει τις γενικές επιπτώσεις της συμβάσεως αυτής, με στόχο ιδιαίτερα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να δικαιολογήσει τους περιορισμούς που έχει θέσει για πλοία με κυπριακή σημαία.

Έπεισε τώρα τον ΟΗΕ να μη συμπεριλάβει τη σύμβαση του Μοντρέ στον κατάλογο των συνθηκών που θα ήταν δεσμευτικές για την “Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία” με τη

δικαιολογία ότι η Κύπρος δεν ήταν συμμετέχον μέρος στη συνθήκη. Η ομάδα ΟΗΕ υιοθέτησε την τουρκική γραμμή, έστω παραδεχόμενη ότι υπήρχε σ’ αυτό το θέμα κάποια αμφιβολία. Στην πραγματικότητα, δεν έπρεπε γι’ αυτό να υπάρχει καμία αμφιβολία: σύμφωνα με το άρθρο 8 της ιδρυτικής συνθήκης, στην οποία ήταν μέρος και η Τουρκία, η Κυπριακή Δημοκρατία διαδέχθηκε το Ηνωμένο Βασίλειο στα διεθνή δικαιώματα, οφέλη και υποχρεώσεις (μεταξύ αυτών, της συμβάσεως του Μοντρέ) -όπως συνέβη σ’ όλες τις άλλες περιπτώσεις, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο της διαδοχής των κρατών.

Η Τουρκία ενημερώθηκε, με επίσημη δήλωση της Κύπρου, για τη συνεχιζόμενη εγκυρότητα της εφαρμογής της συμβάσεως στις 18 Μαρτίου 1969 και δεν προέβαλε τότε καμία ένσταση. Εντούτοις, οι νομικοί της ομάδας του ΟΗΕ δέχθηκαν την τουρκική άποψη ότι οι γνωστοποιήσεις που στάλθηκαν στην Κύπρο, ακόμη και από την ίδια την Τουρκία, ήταν “άτυπες”. Ακόμη και η συνάντηση στο Παρίσι των μερών που συνομολόγησαν τη σύμβαση και στην οποία πήρε μέρος η Κύπρος, ενώ δεν πήρε μέρος η Τουρκία.

Ο νομικός του ΟΗΕ κ. Hojjmeister, επέμεινε, επομένως, να πεταχθεί έξω από τον κατάλογο των δεσμευτικών για την Κύπρο συνθηκών η σύμβαση του Μοντρέ. (Σ.σ: Η συγγραφεύς αναφέρει σε υποσημείωση ότι ο κ. Hojjmeister είναι γνωστός για τέτοιους ρόλους και ότι το έκανε με εντολή του Ντε Σότο, ειδικού συμβούλου για το Κυπριακό του Κόφι Ανάν).

Η συμπεριφορά της ομάδας του ΟΗΕ αποτελούσε μέρος της πολιτικής που υιοθέτησε σχετικά με τις συνθήκες από τον Φεβρουάριο του 2003, με στόχους:

α. Να εξουδετερώσει και να εξοβελίσει μερικές, τουλάχιστον, συνθήκες της Κυπριακής Δημοκρατίας, που υπερέβαιναν την ιδρυτική συμφωνία (του Σχεδίου Ανάν) και ήταν ασυμβίβαστες μ’ αυτήν. (Σ.σ.: Η συγγραφεύς σημειώνει ότι η πολιτική αυτή ήταν αντίθετη με τις διαβεβαιώσεις που είχαν δοθεί στην Κύπρο από τον ΟΗΕ τον Νοέμβριο 2002, ότι οι συνθήκες που αφορούσαν την Κυπριακή Δημοκρατία θα παρέμεναν σε ισχύ, ως ένδειξη, ιδιαίτερα, ότι δεν θα καταλυόταν το κυπριακό κράτος αλλά θα υπήρχε κρατική συνέχεια).

β. Να εισαγάγουν στον κατάλογο των συνθηκών “συνθήκες” που υπέγραψε η “Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου” (Το ψευδοκράτος στα κατεχόμενα) για να δώσουν στην τουρκοκυπριακή πλευρά ως έπαθλο για το μέλλον ότι ακόμη και εάν δεν επικυρωνόταν τελικά η ιδρυτική συμφωνία (του Σχεδίου Ανάν) να μπορεί να ισχυρίζεται ότι το “κράτος” της είχε και έχει νόμιμη ικανότητα συνομολογήσεως συνθηκών, ισχυρισμό που αντιμετώπισε ευνοϊκά από τότε το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών.

Το ότι η ομάδα ΟΗΕ ήταν αποφασισμένη να δώσει στο τουρκοκυπριακό “κράτος” εξουσία συνομολογήσεως συνθηκών φάνηκε από ένα έγγραφο του ΟΗΕ που δόθηκε στην τουρκοκυπριακή πλευρά πριν από το Σχέδιο Ανάν ΙΙΙ, εξηγώντας σ’ αυτήν ότι οι ανησυχίες που είχαν εκφράσει ικανοποιήθηκαν.

γ. Να εισαγάγουν στον κατάλογο, ως δεσμευτικές για ολόκληρη την Κύπρο, περιλαμβανομένου του ελληνοκυπριακού συνιστώντος κράτους, “συνθήκες”, που είχαν σχεδιασθεί για τη συγχώνευση στην Τουρκία του τουρκοκυπριακού “κράτους”. Υπήρχε μεγάλη ανησυχία στην ελληνική πλευρά για την ενδεχόμενη ανάμειξη της Τουρκίας στην “Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία”, μέσω αυτών των “Συνθηκών”.

Η “συνθήκη”, π.χ., “Συνεργασίας για την πολιτική αεροπορία, την παράκτια ασφάλεια και την έρευνα και διάσωση”, παρενέβαινε στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ομοσπονδιακής κυβερνήσεως πάνω σε θέματα που άπτονται της κυριαρχίας της Κύπρου. Η συμφωνία για τα παραπάνω θέματα προνοούσε για κοινή πολιτική διαχειρίσεως της πολιτικής αεροπορίας και του εναερίου χώρου. Το τμήμα 12.6 ειδικότερα της συμφωνίας επέτρεπε, υπό ορισμένες περιστάσεις, την ανάληψη ένοπλης δράσεως από την Τουρκία στην Κύπρο.

Η ομάδα ΟΗΕ δέχθηκε επίσης ως δεσμευτική, για την “Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία” τη “Συμφωνία Συνεργασίας με την Τουρκία για την παράκτια Ασφάλεια”, που υπεγράφη στις 19 Σεπτεμβρίου 2002. Η συμφωνία αυτή έδινε δικαιώματα στην Τουρκία σε θέματα όπως “η διαχείριση εγκαταστάσεων στη θάλασσα”, “ο έλεγχος γεωτρήσεων”, “η εγκατάσταση καλωδίων και αγωγών και άλλων συναφών δραστηριοτήτων από τρίτες χώρες στη ζώνη θαλάσσιας ευθύνης”, όπως επίσης “στη χρήση της θαλάσσιας ζωής”. Η ομάδα ΟΗΕ περιέλαβε επίσης στον κατάλογο “τη συμφωνία με την Τουρκία για την έρευνα και διάσωση στη θάλασσα”. Η συμφωνία αυτή προέβλεπε τη συμμετοχή της Τουρκίας με στρατιωτικές μονάδες ή άλλα μέσα σε επιχειρήσεις διασώσεως στο χώρο ευθύνης της Κύπρου. Οι εκτεταμένες “παρεμβολές” στο νόμο για την υφαλοκρηπίδα και η αποδοχή από την ομάδα ΟΗΕ της “Συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ Τουρκίας και τουρκοκυπριακού “κράτους” για την παράκτια ασφάλεια» ήταν πραγματική έκπληξη για έναν διεθνή οργανισμό που έχει ως αποστολή να υπερασπίζει το διεθνές δίκαιο.

Οι πρόνοιες αυτές δεν είναι μόνο αντίθετες στα διεθνή εθιμικά δικαιώματα της Κύπρο, αλλά σε ευθεία σύγκρουση με τη διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για κυριαρχικά δικαιώματα πάνω στους φυσικούς πόρους.

Άλλες πρόνοιες (όπως αυτές που περιλαμβάνονται στη συμφωνία μεταξύ της Τουρκίας και του τουρκοκυπριακού “κράτους” για τη συνεργασία στην πολιτική αεροπορία, που αφορά τη διαχείριση του εναέριου χώρου) αποτελούσαν ευθεία παρέμβαση στην κυριαρχία της Κύπρου και στις αρμοδιότητες της ομοσπονδιακής κυβερνήσεως».

3. Τρίτο απόσπασμα:
«Οι κυρίαρχες περιοχές των αγγλικών βάσεων και η διαφύλαξη των δικαιωμάτων του Ηνωμένου Βασιλείου»


«Η ομάδα του ΟΗΕ, έπειτα από ένσταση του Ηνωμένου Βασιλείου, απέρριψε δύο ελληνοκυπριακές προτάσεις που ζητούσαν διευκρινίσεις για το νέο πρωτόκολλο (σχετικά με τις αγγλικές βάσεις), που θα επισυναπτόταν στην ιδρυτική συνθήκη.

Το πρωτόκολλο θα αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του Σχεδίου Ανάν και προνοούσε μεταξύ άλλων, υπέρ του Ηνωμένου Βασιλείου, μέσω ενός εμπειρογνώμονος, οριζόμενου από το Ηνωμένο Βασίλειο (όπως π.χ. ένας επιθεωρητής του ναυαρχείου) να επανοριοθετήσει τα χωρικά ύδατα των περιοχών των βάσεων.

Απερρίφθη η συμμετοχή κυπρίου εμπειρογνώμωνος, παρά το γεγονός ότι η επανοριοθέτηση των χωρικών υδάτων των βάσεων, επαναοριοθετούσε αυτομάτως και τα χωρικά ύδατα της Κύπρου.

(Σ.σ.: Η συγγραφεύς αναφέρει σε υποσημείωση ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα των βάσεων από 3 που είναι σήμερα σε 12 μίλια. Αναφέρεται επίσης ειδικότερα στο άρθρο 9 του πρωτοκόλλου, σύμφωνα με το οποίο οποιαδήποτε διαμάχη σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή του πρωτοκόλλου θα έπρεπε να επιλυθεί με διαβούλευση, “χωρίς δυνατότητα παραπομπής του θέματος είτε σε διεθνές δικαστήριο είτε σε διαιτησία τρίτου μέρους”! Η πρόνοια αυτή είναι ευθέως σε σύγκρουση με την ιδρυτική συνθήκη της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960).

Μια περαιτέρω πρόταση της Κύπρου για διευκρίνιση ότι το πρωτόκολλο δεν καθιστούσε με τις πρόνοιές του τις περιοχές των βάσεων “παράκτιο κράτος”, που θα παρέπεμπε στις σχετικές πρόνοιες της Συμβάσεως του Θαλάσσιου Δικαίου, άρθρα 55 και 76 (αποκλειστική οικονομική ζώνη και υφαλοκρηπίδα), απερρίφθη επίσης από τις αντιπροσωπείες ΟΗΕ και Ηνωμένου Βασιλείου.

Το Σχέδιο Ανάν άφησε, επομένως, το Ηνωμένο Βασίλειο σε θέση να ισχυρίζεται, έστω και αν η άποψη αυτή αμφισβητείται από την Κύπρο, ότι είναι “παράκτιο κράτος” με όλα τα δικαιώματα που ενέχει η ιδιότητα αυτή, όπως ο έλεγχος, η διερεύνηση και η εκμετάλλευση μεγάλου μέρους της Ανατολικής Μεσογείου, νότια των κυρίαρχων περιοχών των Βάσεων Ακρωτηρίου και Δεκέλειας, όπου προκαταρκτικές έρευνες έχουν δώσει μεγάλες πιθανότητες υπάρξεως κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί το ίδιο τις περιοχές αυτές. Υπάρχει σχετική διακήρυξη που αποτελεί μέρος της διευθετήσεως του Κυπριακού του 1960. (Σ.σ.: Η συγγραφεύς διευκρινίζει σε υποσημείωση ότι σύμφωνα με τη διακήρυξη αυτή, “Το Ηνωμένο Βασίλειο διακήρυξε την πρόθεσή του να μην αναπτύξει τις περιοχές των βάσεων για άλλους σκοπούς, εκτός από στρατιωτικούς.

Να μην επιτρέψει την εγκατάσταση πολιτικών εμπορικών επιχειρήσεων και να προσκαλέσει την Κυπριακή Δημοκρατία να εκδώσει άδειες για εξόρυξη μετάλλων και για γεωλογικές έρευνες και να εισπράξει και να κρατήσει οποιοδήποτε εισόδημα απ’ αυτά”.

Οι πράξεις όμως αυτές της κυπριακής κυβερνήσεως υπόκεινται σε συγκατάθεση και έλεγχο των αρχών των κυρίαρχων περιοχών των βάσεων). Θα μπορούσε επομένως το πρωτόκολλο αυτό να εμποδίσει την “Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία” να εκδώσει άδειες. Εάν επίσης το Ηνωμένο Βασίλειο διεκδικούσε 12 μίλια ως χωρικά ύδατα, θα μπορούσε τότε, σύμφωνα με τη Σύμβαση για το Θαλάσσιο Δίκαιο, να αναλάβει επίσης και τις αντίστοιχες διεθνείς ευθύνες για θαλάσσια αστυνόμευση και εποπτεία».

4. Τέταρτο απόσπασμα:
Η γεωστρατηγική σημασία των αγγλικών βάσεων


Με τη μορφή υπομνήματος σε φωτογραφίες που παρουσιάζουν την υπερσύγχρονη κεραία που εγκαταστάθηκε προσφάτως σε αγγλικές βάσεις, η συγγραφεύς περιγράφει με σημαντικές λεπτομέρειες τον ρόλο που επιτελούν οι αγγλικές βάσεις και τη γεωστρατηγική σημασία τους.

«Η νέα αντένα συνδέεται με υψηλών συχνοτήτων και πέραν του ορίζοντος ραντάρ, που έχει βεληνεκές 3.000 ναυτικά μίλια. Η αντένα αποτελεί μέρος αντιπυραυλικής ομπρέλας που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως και των αραβικών κρατών. Πρόκειται για αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό τελευταίας τεχνολογίας εγκαταστάσεων που χρονολογούνται από το 1970. Συνεργαζόμενο με άλλα ραντάρ, με τα οποία αποτελεί ενιαίο σύνολο, το ραντάρ των βάσεων παρέχει δεδομένα σε κέντρο ελέγχου και πληροφοριών, που χρησιμοποιείται για σκοπούς του ΝΑΤΟ και δίνει πλήρη εικόνα της εναέριας καταστάσεως. Η εικόνα δεν καλύπτει μόνο το FIR της Λευκωσίας, αλλά την πολύ ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και του Καυκάσου.

Στον Άγιο Νικόλαο, που συνδέεται οργανικά με τη βάση της Δεκέλειας, υπάρχουν εγκαταστάσεις που λειτουργούν σε συνδυασμό με αντίστοιχες εγκαταστάσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην κορυφή του Τροόδους. (Η τελευταία περιλαμβάνεται στις διευκολύνσεις που προβλέπονται από την ιδρυτική συνθήκη του 1960). Οι εγκαταστάσεις του Αγίου Νικολάου και του Τροόδους παίρνουν πληροφορίες από δορυφόρους, που καλύπτουν το 70% της επιφάνειας της Γης. Άλλοι σχετικοί δορυφόροι έχουν “ίχνη” αναφοράς στην Κύπρο. Σ’ αυτούς περιλαμβάνονται δορυφόροι που χρησιμοποιούνται από τη Ρωσία. Οι Κύπριοι θεωρούν τη νέα αντένα ως επικίνδυνη για την υγεία τους και αντιδρούν στην τοποθέτησή της σ’ έναν υγρότοπο, στην αλυκή του Ακρωτηρίου που παρουσιάζει ιδιαίτερο περιβαλλοντικό και επιστημονικό ενδιαφέρον και αποτελεί καταφύγιο πουλιών.

Όλες αυτές οι εγκαταστάσεις και “διευκολύνσεις” εξηγούν γιατί η γεωστρατηγική θέση της Κύπρου είναι τόσο σημαντική για τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και το ΝΑΤΟ».


Σχολιάστε εδώ