«ΣΤΟ ΠΥΡ ΤΟ ΕΞΩΤΕΡΟΝ», ΠΥΡΠΟΛΗΤΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΛΟΓΩΝ ΔΕΝ ΚΛΙΝΩ ΤΟ ΓΟΝΥ ΠΡΟΣ ΕΣΑΣ ΦΑΡΑ ΣΤΥΓΝΗ ΡΩΜΙΩΝ ΠΛΙΑΤΣΙΚΟΛΟΓΩΝ

Παρθένα μου καί Παναγιά
πώς νά σ’ ευχαριστήσω
πού δίχως χρέη στήν ΔΕΗ
τό σπίτι θά φωτίσω.

Άγιοι τεσσαράκοντα
γιορτάζουν σέ μιά μέρα
μέ ούριο τόν άνεμο
καί τήν φωτιά παντιέρα.

Ώ! Πόσο είναι αχάριστο
τό γένος τών Ελλήνων,
δέν χαίρεται καί δέν γελά
στούς ήχους τών σειρήνων.

Πάνε τά πεύκα, τρέχουνε
νά βρούνε παραλία
εις τά βουνά κουράστηκαν
θέλουν νά δούνε πλοία.

Θέλουν κι αυτά νά δροσιστούν
θέλουν νά κολυμβήσουν
μά οι ρίζες τους αρνήθηκαν
νά τά ακολουθήσουν.

Ώσπου ευρέθησαν τινές
φιλεύσπλαχνοι πολίτες
πού ‘ναι τήν μία πυρπολητές
καί τίς εφτά αλήτες.

Ούτοι, δέ, παρακολουθούν
τούς μετεωρολόγους
διά πολλαπλούς καί μυστικούς
καί ασυνήθεις λόγους.

Μόλις πληροφορήθηκαν
πώς θά φυσήξει αέρας
πήραν τά όρη τά βουνά
στό βράδιασμα τής μέρας…

…καί κρύφτηκαν ολοταχώς
μέσα στά πευκοδάση
έχοντας μόνον κατά νούν
ο τόπος νά αδειάσει.

Νά βοηθήσουν καί αυτοί
καί νά ελευθερώσουν
τά πεύκα τά παντέρημα
κι ύστερα ν’ αποδώσουν…

…στούς εργολάβους πάσαν γή,
ώστε τό πάν ν’ αλλάξει,
(πάντα πρός τό καλύτερον
η ανωτάτη τάξη).

Τάξη εδώ, τάξη εκεί
μαζί κι η αταξία,
έτσι πηγαίνουμε μπροστά:
Μέ τήν υπεραξία.

Μπάσταρδοι αχαλίνωτοι
γόνοι κακιάς πανώλης,
παίδες μητέρων άγνωστων
εξώλης καί προώλης…

…πού ασελγείτε συνεχώς
γιά τά συμφέροντά σας
πάνω σ’ αυτήν εδώ τή γή
πού κάνατε οντά σας…

…καί σάν πασάδες νέμεστε
πλούτο π’ ανήκει σ’ άλλους,
θά σάς ανασκολόπιζα
μέ καυτερούς πασσάλους…

…άν είχα δύο Δικαστές
καί δέκα Αστυνόμους
πού δέν εξαγοράζονται
κι όπου τιμούν τούς Νόμους.

Θά ‘τανε χρόνου ζήτημα
η όντως σύλληψή σας
καί θά σάς έκαιγα ευθύς
νά νιώσω τήν οσμή σας.

Μά είμαι είς κι αδύναμος
ένας γραφιάς μονάχα
κι ο Λοϊόλα πέθανε
πού τήν ευχή του νά ‘χα.

Κάψτε λοιπόν καί γέροντες
καί νήπια στήν κούνια,
τού σκοταδιού γεννήματα
καί τής φθοράς μαμούνια.

Ο τόπος απροστάτευτος
θά μένει πάντα έτσι
κι ο Έλληνας θά κατοικεί
σέ μιά χώρα κοτέτσι.

Σάς ευλογώ πυρπολητές
-κλέος Ρωμιών ατόφιων-
καί σέ Ελλάς αρπακτικών
καί αρουραίων ψόφιων.
……………………………………….
Πρός Θεού, γιατί μ’ έπιασε τέτοιο μένος γιά τούς συμπολίτες μας πού κάνουν τή δουλειά τους; Η δουλειά δέν είναι ντροπή. Μήν φτάσουμε στό σημείο νά βρίζουμε, νά κατηγορούμε καί τόν Προμηθέα. Καί αυτός φωτιά έδωσε. Άχ! Τά αίσχη μας, Αισχύλε.


Σχολιάστε εδώ