Η πρόκληση Μπλερ και η πολιτική των υποχωρήσεων στα εθνικά θέματα
Δεν έμεινε όμως σ’ αυτά. Προχώρησε και παρακάτω. «Αυτό έγινε σαφές», υπεγράμμισε, «από τη συμφωνία του προηγούμενου Δεκεμβρίου, όταν οι 25 ηγέτες της ΕΕ συμφώνησαν ότι η υπογραφή του πρωτοκόλλου της τελωνειακής ενώσεως από την Τουρκία δεν συνεπάγεται την αναγνώριση της Κύπρου».
Η δήλωση Μπλερ δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη -Αυτή είναι η βρετανική πολιτική
2 Η δήλωση Μπλερ, όσο προκλητική και αν είναι, δεν πρέπει να εκπλήσσει. Είναι συνεπής προς δύο σταθερούς στόχους που επιδιώκει η βρετανική πολιτική. Πρώτον, να προωθήσει, πεισματικά και μεθοδικά, μια διχοτομική λύση στην Κύπρο, με βάση το Σχέδιο Ανάν, υπό την επίφαση και τον μανδύα μιας ψευδεπίγραφης «επανένωσης» της Κύπρου!
Για να κρατήσει ανοιχτή την προοπτική προς αυτόν τον στόχο, έχει σχεδόν το ίδιο συμφέρον με τον Ερντογάν, να κάνει ό,τι μπορεί για την υπονόμευση της ισχυρής νομικής υποστάσεως της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ανάσχεση των συνεπειών που έχει η ένταξη της Κύπρου και η ιδιότητά της σήμερα ως ισοτίμου χώρας-μέλους.
Απέτυχε ο αρχικός σχεδιασμός – Επιδιώκεται τώρα άλλο σενάριο
3 Ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε τη χρησιμοποίηση της εντάξεως ως μοχλού πιέσεως για την αποδοχή του Σχεδίου Ανάν, που θα αφαιρούσε από τον κυπριακό Ελληνισμό το νόημα για το οποίο επιδίωξε την ένταξη. Η «Ενωμένη Κύπρος» που θα εντασσόταν δεν θα ήταν ούτε ελεύθερη ούτε ανεξάρτητη. Θα ήταν ένα θλιβερό προτεκτοράτο υπό τη γεωπολιτική συγκυριαρχία της Μ. Βρετανίας και της Τουρκίας και παρασκηνιακά των ΗΠΑ. Θα ήταν ταυτόχρονα ένας Δούρειος Ίππος για να εξυπηρετήσει την τουρκική ένταξη στην ΕΕ. Η Ελλάδα θα είχε υποστεί γεωπολιτική έξωση από την Κύπρο, ανεξάρτητα από τη συμβολική παρουσία στρατιωτικού αποσπάσματος, και το μέλλον του κυπριακού Ελληνισμού θα διαγραφόταν σκοτεινό και αβέβαιο ύστερα από έναν τέτοιο διπλωματικό θρίαμβο του «Αττίλα».
Ο μαξιμαλισμός του Ντενκτάς βοήθησε την ένταξη της Κύπρου
4 Οι προσπάθειες για την επιβολή του Σχεδίου Ανάν σκόνταψαν στις άκρως αδιάλλακτες θέσεις του τουρκοκύπριου ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς και του στρατιωτικού κατεστημένου της Τουρκίας. Οι τελευταίοι ήθελαν επιπλέον να κρατήσουν το Κυπριακό ως χαρτί για την αβέβαιη ένταξη της Τουρκίας.
Η αποδοχή του Σχεδίου Ανάν από την ελληνική πλευρά (Κληρίδης και Σημίτης) και η μη αποδοχή του από την τουρκική δεν άφηναν περιθώριο εξαιρέσεως από την ΕΕ εις βάρος της Κύπρου. Η Ελλάδα είχε άλλωστε, σε κάθε περίπτωση, δικαίωμα βέτο και η ένταξη των 10 νέων χωρών είχε συμφωνηθεί να γίνει ως πακέτο. Οι Αμερικανοί ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για την ένταξη των νέων ανατολικών χωρών, που θα αντιπροσώπευαν μέσα στους κόλπους της
ΕΕ τη «νέα» Ευρώπη του κ. Ράμσφελντ και θα άλλαζαν τους συσχετισμούς πολιτικών δυνάμεων μέσα στην ΕΕ εις βάρος του γαλλογερμανικού άξονα. Δεν είχαν συμφέρον για τον λόγο αυτόν να ασκήσουν ασφυκτικές πιέσεις για τη μη ένταξη της Κύπρου χωρίς προηγούμενη λύση του Κυπριακού, με ενδεχόμενο να θέσουν σε κίνδυνο τη διεύρυνση, που αποτελούσε γι’ αυτούς πολύ μεγαλύτερο και ευρύτερο γεωπολιτικό στόχο.
Ήλπιζαν, άλλωστε, ότι θα ήταν σε θέση να ελέγξουν και εκ των υστέρων τα πράγματα και να τα οδηγήσουν προς την κατεύθυνση που ήθελαν, πριν από την επίσημη ανακήρυξη της Κύπρου ως χώρας-μέλους της ΕΕ την 1η Μαΐου 2004.
5 Είναι γνωστά όσα έγιναν στη συνέχεια, με τη Συμφωνία της Νέας Υόρκης, την αποδοχή από την ελληνική πλευρά της επιδιαιτησίας Ανάν και την αποδοχή του Σχεδίου Ανάν από την τουρκική πλευρά, αφού πήρε με την επιδιαιτησία και όσα άλλα ζήτησε.
Η ελληνική πλευρά από θύμα βρέθηκε και κατηγορούμενη στο διπλωματικό πεδίο. Αυτό ήταν το τίμημα των συνεχών υποχωρήσεων, που οδήγησαν μέχρι την αποδοχή της επιδιαιτησίας Ανάν και την υποστήριξη, παραλλήλως, άνευ ουσιαστικών ανταλλαγμάτων, της εντάξεως της Τουρκίας στην ΕΕ!
Το ΟΧΙ του κυπριακού λαού έσωσε την Κύπρο από την κατάλυση του κράτους και τη θανάσιμη υποθήκευση του κυπριακού Ελληνισμού στο ύπουλο και τερατώδες Σχέδιο Ανάν.
Νέο εύρημα για την ντε φάκτο προώθηση του Σχεδίου Ανάν η δήθεν άρση της οικονομικής απομονώσεως των Τουρκοκυπρίων
6 Η οργισμένη απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από τον κυπριακό Ελληνισμό δεν άλλαξε τα σχέδια των πρωταγωνιστών του να το προωθήσουν και να προσπαθήσουν να το επιβάλουν ντε φάκτο.
Η βρετανική διπλωματία έσπευσε αμέσως να προωθήσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πρόταση για «άρση της οικονομικής απομονώσεως των Τουρκοκυπρίων». Αυτό έγινε εφικτό μέσα στο βαρύ κλίμα που δημιουργήθηκε τεχνηέντως εις βάρος της ελληνικής πλευράς, που παρουσιάσθηκε περίπου ως «αδιάλλακτη» ή ότι δήθεν «δεν θέλει λύση»!
Όπως αποκαλύπτει, όμως, στο βιβλίο της «An international relations debacle» η Claire Palley, διεθνολόγος, σύμβουλος επί 20 χρόνια της κυπριακής κυβερνήσεως, υπήρξε και εδώ πολύ σημαντικό παρασκήνιο. Ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρομάνο Πρόντι, κατά την επίσκεψή του στην Άγκυρα, μαζί με τον Επίτροπο, αρμόδιο για τη διεύρυνση, Φερχόιγκεν, είχε υποσχεθεί στους Τούρκους με αμερικανικές πιέσεις, ότι στην περίπτωση που η ελληνοκυπριακή πλευρά απέρριπτε το Σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα προχωρούσε στην «άρση του οικονομικού αποκλεισμού των Τουρκοκυπρίων».
Με σκηνικό τότε τον επικείμενο πόλεμο στο Ιράκ, η Άγκυρα εισέπραττε ανταλλάγματα από τους Αμερικανούς και την Ευρωπαϊκή Ένωση στο Κυπριακό για την υποτιθέμενη συνεργασία της για τη δημιουργία του σχεδιαζόμενου βόρειου μετώπου στο Ιράκ. Η πληροφορία για την προσφορά Πρόντι έρχεται να επιβεβαιώσει, από μια άλλη σκοπιά, τις πληροφορίες που διέρρευσαν από το στενό περιβάλλον του Προέδρου Μπους ότι η Κύπρος «με τη μορφή του Σχεδίου Ανάν» προσφέρθηκε στην Άγκυρα από τις ΗΠΑ, μαζί με αρκετά δισ. δολάρια, ως αντάλλαγμα για το Ιράκ.
Αιχμή του δόρατος της πολιτικής αυτής έγινε το λεγόμενο «απευθείας εμπόριο»
7 Αιχμή του δόρατος για την προώθηση της πολιτικής αυτής έγινε το λεγόμενο «απευθείας εμπόριο», η εγκαθίδρυση δηλαδή απευθείας εμπορικών σχέσεων μεταξύ της ΕΕ και της κατεχόμενης Κύπρου, γεγονός που θα παρέπεμπε σε ντε φάκτο αναγνώριση χωριστής πολιτικής οντότητας και θα προεικόνιζε σε προοπτική «λύση» τύπου Ανάν.
Η ένταξη, όμως, της Κύπρου στην ΕΕ δημιούργησε μια νέα πραγματικότητα. Η Κύπρος είναι σήμερα ένας από τους 25 κυρίους των συνθηκών και η Συνθήκη Προσχωρήσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί γι’ αυτήν ισχυρότατη ασπίδα.
Στο πνεύμα αυτό, παρά τις μηχανορραφίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στη βάση των υποσχέσεων που ανέλαβε ο πρώην πρόεδρός της Ρομάνο Πρόντι έναντι της Άγκυρας και των Αγγλοαμερικανών, η Νομική Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου απέρριψε ως παράνομες τις βρετανικές μεθοδεύσεις για παράκαμψη της απαιτούμενης ομοφωνίας για την έγκριση του Κανονισμού για το «απευθείας εμπόριο».
Η προώθηση της Τουρκίας στην ΕΕ στρατηγικός στόχος της βρετανικής πολιτικής
8 Ο δεύτερος στόχος της βρετανικής πολιτικής, που είναι στενά συνυφασμένος με την επιδιωκόμενη λύση Ανάν στο Κυπριακό και εκφράσθηκε σαφώς στη δήλωση Μπλερ, είναι η προώθηση της εντάξεως της Τουρκίας στην Ευρώπη.
Ασφαλώς ο άγγλος πρωθυπουργός δεν κάνει απλώς χάρη στον τούρκο πρωθυπουργό με τις δηλώσεις του, όσο ευχάριστα και αν ακούγονται αυτές από τον τελευταίο. Η Μ. Βρετανία, όπως και στο Κυπριακό, αναγνωρίζει και ως δικό της στρατηγικό στόχο την προώθηση της εντάξεως της Τουρκίας γιατί συνδέει την ένταξή της με την ιδέα της Ευρώπης που η ίδια επιζητεί και επιδιώκει. Στη χαλαρή Ευρώπη που επιθυμεί η Μ. Βρετανία, περισσότερο ζώνη ελευθέρων ανταλλαγών παρά πολιτική και οικονομική Ένωση, υπάρχει, προφανώς, χώρος και για την Τουρκία. Η ένταξη της τελευταίας θα αποτελούσε, άλλωστε, εγγύηση ότι η ονειρευόμενη από άλλους Ευρώπη με πολιτική και γεωπολιτική αυτονομία θα καθίστατο χίμαιρα.
Εξ αντιθέτου αυτός είναι ο κύριος λόγος που η υποβόσκουσα αντίδραση κατά της τουρκικής εντάξεως έχει προσλάβει μετά τα δημοψηφίσματα στη Γαλλία και στην Ολλανδία εκρηκτικές διαστάσεις.
Απροκάλυπτη βρετανική βοήθεια στον Ερντογάν για να υπερβεί τον σκόπελο του πρωτοκόλλου της τελωνειακής ενώσεως
9 Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η Άγκυρα πρέπει να υπερβεί τον σκόπελο του πρωτοκόλλου τελωνειακής ενώσεως της Τουρκίας με τις δέκα νέες χώρες-μέλη, εν όψει των προβλεπόμενων για τον Οκτώβριο ενταξιακών της διαπραγματεύσεων. Η ελληνική πλευρά χαμήλωσε απελπιστικά τον πήχη στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου. Δέχθηκε τότε αντί της κανονικής διπλωματικής αναγνωρίσεως την υπογραφή από την Άγκυρα του πρωτοκόλλου τελωνειακής ενώσεως. Αυτό συνιστά αναμφισβήτητα ένα βήμα ντε φάκτο αναγνωρίσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν αποτελεί, όμως, πλήρη διπλωματική αναγνώριση.
Είναι γνωστό από καιρό το παζάρι στο οποίο επιδίδεται η Άγκυρα για να μειώσει, μέχρι εξαφανίσεως, την πρακτική και πολιτική σημασία της υπογραφής του πρωτοκόλλου.
Επιχειρεί αφενός να το συνδέσει με μονομερή δήλωση με την οποία να αναιρεί ουσιαστικά το νόημα του πρωτοκόλλου για την Κύπρο. Αποδοχή μάλιστα, άνευ αντιδράσεως, τουρκικής μονομερούς δηλώσεως περί μη αναγνωρίσεως της Κύπρου θα γινόταν μπούμερανγκ για την Κύπρο και δεν είναι δυνατόν να το δεχθεί σε καμία περίπτωση η ελληνική πλευρά. Από τη σκοπιά αυτή, προκαλεί πολλά ερωτήματα η αμφιλεγόμενη αναφορά του άγγλου πρωθυπουργού σε «συμφωνία» για το πρωτόκολλο.
Πρακτικά δεν υπάρχει περιθώριο για πολιτικά παζάρια και πολιτικές συμφωνίες που αφορούν την αναγνώριση χώρας-μέλους. Άλλωστε, η σχετική απόφαση των «25» κατά τη Σύνοδο του Δεκεμβρίου παραπέμπει σε υποχρέωση της Τουρκίας να υπογράψει το πρωτόκολλο και, πέρα από καθαρά τεχνικά θέματα, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για «όρους» και «συμφωνίες».
Η παράλληλη επιδίωξη της Άγκυρας είναι να συνδέσει την υπογραφή του πρωτοκόλλου με την έγκριση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Κανονισμού για το «απευθείας εμπόριο».
Η ελληνική πλευρά να μην παγιδευθεί σε νέες υποχωρήσεις για να «βοηθήσει» δήθεν την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας
10 Το μήνυμα των γεγονότων για την ελληνική πλευρά είναι σαφές. Δεν πρέπει να παγιδευθεί και να συρθεί σε νέες υποχωρήσεις είτε σε ό,τι αφορά το πρωτόκολλο είτε σε ό,τι αφορά το λεγόμενο «απευθείας εμπόριο».
Απόλυτη προτεραιότητα για την ελληνική πλευρά έχει η υπεράσπιση της θέσεως της Κύπρου ως πλήρους και ισοτίμου μέλους της ΕΕ. Μόνο πάνω σ’ αυτήν τη βάση υπάρχει πραγματική ελπίδα και προοπτική για αποδεκτή, δίκαιη λύση του Κυπριακού με γνώμονα τις ευρωπαϊκές αρχές και το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Σε ό,τι αφορά τους στόχους της βρετανικής και της αμερικανικής πολιτικής, δεν έχουν δυστυχώς αλλάξει από τότε που ο Κίσινγκερ προχώρησε με απίστευτη ωμότητα και κυνισμό στη δημιουργία των σημερινών διχοτομικών δεδομένων, χρησιμοποιώντας διαδοχικά ως εργαλεία το πραξικόπημα της χούντας και την τουρκική εισβολή.
Η ελληνική πλευρά έχει σήμερα μια πραγματική ιστορική ευκαιρία με την ΕΕ και δεν πρέπει να τη σπαταλήσει άσκοπα και να την ακυρώσει.
* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου.